Τι είναι παρακαλώ το κατσίκιον; Ζώον άκακον είναι, το οποίον βόσκει και σαν τον ακροβάτης ανεβαίνει σε απότομες κορφές κα σκαλώματα όπου δεν δύναται να πατήσει άνθρωπος.
Και επειδή ο άνθρωπος είναι απαίσιος φονιάς των ζώων, το περιμένει να κατέβει απ’τα κατσάβραχα να το κάνει σουβλιστό η στη λαδόκολλα, να ευφρανθεί και να καμώνεται ο άθλιος πώς τρώει υγιεινά.
Διότι το κατσικοερίφιον η αιγοβυζαχτάρι, έχει διαπιστωθεί ότι υπολείπεται σε λιπαρά από κάθε άλλο σφάγιον μηδέ και αυτού του μικρού αμνού εξαιρουμένου.
Τα λέει η ζωολογία, τα λένε οι χασαπάδες, τα λέει και ο Νικόλαος Τζιτζίρης του Δημοσθένη και της Δέσποινας, κάτοικος Πειραϊκής και χρόνια στην πειραιώτικη πιάτσα, στα μέσα και στα έξω, γνωστός με δεσμοφυλάκους λόγω προτέρου εντίμου ως…
θαμών ευαγών ιδρυμάτων σωφρονισμού, για κάτι τσιγαράδικα, κάτι ρολόγια και κοσμήματα, κάτι βούτες σε γουναράδικα, κάτι ποδηλατοδρομίες (ναρκωτικά), κάτι αβάντες σε άλογα σαπάκια στον ιππόδρομο, κάτι τράμπες με κλοπιμαία σε σαράφικα, κάτι ριφιφί και τα… υπόλοιπα. Μόνο τόσα δηλαδή!
Πάντως ούτε μαχαίρια, ούτε μανούρες, ούτε έγκλημα, ούτε απ’τ΄αλλα τα σοβαρά τα ανθρώπινα που δεν επανορθώνονται. Μπελαλής, που ποτέ δεν βρέθηκε στην απόξω.
Και έφθασε τα 76, ανήμπορος, τσίρος και ..σκοροφαγωμένος, στη μιζέρια, αραχτός στην αυλή του διαλογίζεται και που και πού τα λέει σε καινούργιους της πιάτσας που περνούν, τον σιγοντάρουν, τον φιλεύουν κανένα ταλληράκι, κανένα κουτί τσιγάρα , τον σέβονται και τον ακούνε με προσοχή και σέβας και τον γουστάρουν για τις ιστορίες και τις πλάκες του..Ζωή, θάλασσα φουρτουνιασμένη για τον μπάρμπα Νικόλα. Λάθη, πολλά τα λάθη .
Τι είναι η ζωή; Λεωφορείο είναι η ζωή που άμα δεν είσαι στην ώρα σου στη στάση, πάει πέρασε, τό’χασες. Αλλά τότενες ο Νικόλας δεν είχε την υπομονή, ούτε το λεωφορείο να περιμένει.
Διότι ο Νικόλας ήτονε άντρας. Και στην εποχή του οι άντρες ήταν αλλιώτικοι. Και σαν άντρας στην κάτω πιάτσα-πώς να το κάνουμε-θέλεις τα δικά σου.
Και τα τσιγαράκια σου-όχι τίποτα σπουδαίο καμιά ψιλοδοντιά και ως εκεί- και τα καφεδάκια και τα ουζάκια και τις μάσες σου, και το ντύσιμο σε εξαντρίκ να σε βλέπουν τα θηλυκά και να σε λιμπίζονται.
Δρόμος στενός όλο στροφές είναι η ζωή και σαν άντρας μπορεί να ντεραπάρεις. Δεν θα σου σκάσει –να πούμε-και κανένα γυναικάκι να θέλει το ρουχαλάκι του και να φάει την παστούλα, το γλυκάκι, το υποβρύχιό του μόστρα στη θάλασσα;
Υστερα είναι και τα άλλα τα πονηρά: Δεν θα κυαλάρεις τίποτα παιχνίδια στην κουβέρτα να ρίξεις και πέντε κοκκαλιές; Δεν θα κάνεις και κανένα τσιγαράκι ιδιαίτερο κι’ύστερα να ξηγηθείς κανένα μπακλαβά σοροπάτο να πάνε κάτω τα…ζαφείρια απ’το χόρτο; Στο Φινάλε, δεν θα ακροαστείς -να πούμε -κι’ένα όργανο, μια πενιά να ξεσκάσεις κι’ύστερα να βρίσεις την άτιμη την κενωνία, να σου φύγει το βάρος, το…λαχάνιασμα;
Απόγευμα στο Σκαφάκι στην Πειραϊκής, ένα αεράκι σε δόσεις φούλ στο ιώδιο και δροσάτο και γύρω από ένα τραπεζάκι σαν τους παλιούς σοφράδες κάθεται ο μπάρμπα Νικόλας με δυο νεοφερμένους φυντάνια της πιάτσας.
Τσιγαράκι «Καρέλια» του κουτιού του τετράγωνου του παλιού του κανονικού και ο Φώτης κάνει έτσι και ξετσεπώνει σε περιτύλιγμα τον παστουρμά. Μοσχοβολάει ο τόπος. Βλέπει, μυρίζει και…τρελλαίνεται ο μπάρμπας:
-Ρε Φώτη, ρε αλάνι, που το βρήκες ρε αυτό το πράμα; Αυτός ρε είναι μεζές κι’όχι τ’άλλα τα σαβουροπιάσματα.
Είναι ρε γνήσιος από γκαμήλα –να πούμε-η μουσαντένιος;
-Λίρα εκατό μπάρμπα Νικόλα,για πάρτη σου. Νά και η μπουκάλα με το ούζο. Να πιούμε τα ουζάκια μας, νά’ρθουμε στα ίσα μας, να ξελαμπικάρουμε.
-Καλά ξηγιέστε ρε μάγκες, κι’εσύ και το φιλαράκι σου ο Γιαννακός. Τι Κάνεις ρε Γιαννακέ ; Τι κάνετε ρε παιδιά, πως πάει. Ρολλάρει τίποτα;
-Τίποτα, ξέρα και πείνα μπάρμπα Νικόλα. Αψιλίες και ..κατήματα.
-Ακούτε ρε εδώ, ακούτε. Θα σας πώ για μια δουλειά, εύκολη και σοιλίδικη. Θέλει όμως προσοχή. Εσύ ρε Γιαννακέ μου φαίνεται πως έχεις ένα χωράφι-ένα κτήμα κοντά στο βουνό. Έχει ρε νερό εκεί;
-Ου…ου….Αν έχει. Μπόλικο, να σε πνίξει.
-Καλώς και πρίμα. Λοιπόν θα πάτε θα το φρεσκάρετε και σε μέρος που δεν θα φαίνεται θα φυτέψετε ρε τα φυτά, αυτά ρε τα γνωστά που ξέρετε. Θα σας πω όμως και τούτο: Από φασόλια ρε τι ξέρετε ; Εσύ ρε Φώτη;
-Τη φασολάδα ρε μπάρμπα.
-Όχι ρε νούμερο. Από φυτά ρε, από ποικιλίες φασολιάς ξέρετε ;
-Κάτι αμπελοφάσουλα, κάτι τσαουλιά, κάτι μπαρμπούνια κοκκινοφάσουλα. Κατά τα άλλα μηδέν, έτερον ουδέν.
-Λοιπόν, υπάρχει μια ποικιλία φασολιάς που τη φυτεύεις κι’αυτή πυκνώνει και σκαλώνει-αναρριχάται ρε όπου βρει.
Λοιπόν δίπλα στα φυτά θα φυτέψετε κι’αυτές τις φασολιές που μεγαλώνοντας και ψηλώνοντας θα κρύβουν στο φούλ τα χασισόδεντρα. Τα φασόλια που κάνουν αυτές οι φασολιές είναι σαν κλαδιά λεπτά, μακροτσουλά, που μοιάζουνε με έντερα κατσικιού. Για τούτο σας μίλησα για κατσικάντερα. Έτσι τα λένε. Έτσι ούτε γάτα, ούτε ζημιά. Σακουλεύεστε ρε μάγκες; Μονάχα που όταν πάτε στο κτήμα για πότισμα θα πηγαίνει πάντα ένας από σας. Κανείς άλλος γι’αυτή τη δουλειά. Κανείς.. Καταλάβατε;
-Έγινε μπάρμπα Νικόλα.
Και έγινε η φτιάξη κατά που την είπε ο μπάρμπα Νικόλας. Μία σαιζόν, δεύτερη σαιζόν και τα φιλαράκια ανάπνευσαν. Καλό το χαρτί και ρεφάρησαν. Μέχρι που κάποια μέρα αρρώστησε ο Γιαννακός και τηλεφώνησε σε μια θεία του την κυρά Τασία που έμενε κοντά στο κτήμα να πάει να ποτίσει τα φυτά.
Και πήγε η κυρά Τασία με μια φίλη της και μόλις είδε τα κατσικάντερα, άρχισε να τα μαζεύει και γέμισε την ποδιά της.
Την επομένη πάντα το ίδιο. Ξεγύμνωσε έτσι τα δενδράκια. Όποιος κι’αν περνούσε από εκεί, μπορούσε να τα δει και να καταλάβει. Πέρασαν και κάτι κοντινοί χωριανοί, είδαν και κατάλαβαν και τα έκαναν …στρώσιμο, ραπόρτο στον αστυνόμο.
Την παρ άλλη μέρα πήγε ο Γιαννακός να ποτίσει, όταν πίσω του άκουσε τη φωνή:
-Δικό σας δεν είναι αυτό το κτήμα κύριε;
-Μάλλον, ναι δικό μου.
-Εμπρός,περάστε.
Στα βραχιόλια και ο Φώτης και ο Γιαννακός. Έμαθε τα καθέκαστα ο μπάρμπα Νικόλας, κούνησε το κεφάλι του και ψιθύρισε μονολογώντας:
-Α’ ρε βλάμηδες, α’ ρε μάγκες, δεν σας είπα εσείς και μόνο εσείς να πηγαίνετε να ποτίζετε μόνοι σας; Πάντα ένας από σας; Καντεμιά αδελφάκι μου!. Μήτε και κατσικοπόδαροι να ήταν!.
Και επειδή ο άνθρωπος είναι απαίσιος φονιάς των ζώων, το περιμένει να κατέβει απ’τα κατσάβραχα να το κάνει σουβλιστό η στη λαδόκολλα, να ευφρανθεί και να καμώνεται ο άθλιος πώς τρώει υγιεινά.
Διότι το κατσικοερίφιον η αιγοβυζαχτάρι, έχει διαπιστωθεί ότι υπολείπεται σε λιπαρά από κάθε άλλο σφάγιον μηδέ και αυτού του μικρού αμνού εξαιρουμένου.
Τα λέει η ζωολογία, τα λένε οι χασαπάδες, τα λέει και ο Νικόλαος Τζιτζίρης του Δημοσθένη και της Δέσποινας, κάτοικος Πειραϊκής και χρόνια στην πειραιώτικη πιάτσα, στα μέσα και στα έξω, γνωστός με δεσμοφυλάκους λόγω προτέρου εντίμου ως…
θαμών ευαγών ιδρυμάτων σωφρονισμού, για κάτι τσιγαράδικα, κάτι ρολόγια και κοσμήματα, κάτι βούτες σε γουναράδικα, κάτι ποδηλατοδρομίες (ναρκωτικά), κάτι αβάντες σε άλογα σαπάκια στον ιππόδρομο, κάτι τράμπες με κλοπιμαία σε σαράφικα, κάτι ριφιφί και τα… υπόλοιπα. Μόνο τόσα δηλαδή!
Πάντως ούτε μαχαίρια, ούτε μανούρες, ούτε έγκλημα, ούτε απ’τ΄αλλα τα σοβαρά τα ανθρώπινα που δεν επανορθώνονται. Μπελαλής, που ποτέ δεν βρέθηκε στην απόξω.
Και έφθασε τα 76, ανήμπορος, τσίρος και ..σκοροφαγωμένος, στη μιζέρια, αραχτός στην αυλή του διαλογίζεται και που και πού τα λέει σε καινούργιους της πιάτσας που περνούν, τον σιγοντάρουν, τον φιλεύουν κανένα ταλληράκι, κανένα κουτί τσιγάρα , τον σέβονται και τον ακούνε με προσοχή και σέβας και τον γουστάρουν για τις ιστορίες και τις πλάκες του..Ζωή, θάλασσα φουρτουνιασμένη για τον μπάρμπα Νικόλα. Λάθη, πολλά τα λάθη .
Τι είναι η ζωή; Λεωφορείο είναι η ζωή που άμα δεν είσαι στην ώρα σου στη στάση, πάει πέρασε, τό’χασες. Αλλά τότενες ο Νικόλας δεν είχε την υπομονή, ούτε το λεωφορείο να περιμένει.
Διότι ο Νικόλας ήτονε άντρας. Και στην εποχή του οι άντρες ήταν αλλιώτικοι. Και σαν άντρας στην κάτω πιάτσα-πώς να το κάνουμε-θέλεις τα δικά σου.
Και τα τσιγαράκια σου-όχι τίποτα σπουδαίο καμιά ψιλοδοντιά και ως εκεί- και τα καφεδάκια και τα ουζάκια και τις μάσες σου, και το ντύσιμο σε εξαντρίκ να σε βλέπουν τα θηλυκά και να σε λιμπίζονται.
Δρόμος στενός όλο στροφές είναι η ζωή και σαν άντρας μπορεί να ντεραπάρεις. Δεν θα σου σκάσει –να πούμε-και κανένα γυναικάκι να θέλει το ρουχαλάκι του και να φάει την παστούλα, το γλυκάκι, το υποβρύχιό του μόστρα στη θάλασσα;
Υστερα είναι και τα άλλα τα πονηρά: Δεν θα κυαλάρεις τίποτα παιχνίδια στην κουβέρτα να ρίξεις και πέντε κοκκαλιές; Δεν θα κάνεις και κανένα τσιγαράκι ιδιαίτερο κι’ύστερα να ξηγηθείς κανένα μπακλαβά σοροπάτο να πάνε κάτω τα…ζαφείρια απ’το χόρτο; Στο Φινάλε, δεν θα ακροαστείς -να πούμε -κι’ένα όργανο, μια πενιά να ξεσκάσεις κι’ύστερα να βρίσεις την άτιμη την κενωνία, να σου φύγει το βάρος, το…λαχάνιασμα;
Απόγευμα στο Σκαφάκι στην Πειραϊκής, ένα αεράκι σε δόσεις φούλ στο ιώδιο και δροσάτο και γύρω από ένα τραπεζάκι σαν τους παλιούς σοφράδες κάθεται ο μπάρμπα Νικόλας με δυο νεοφερμένους φυντάνια της πιάτσας.
Τσιγαράκι «Καρέλια» του κουτιού του τετράγωνου του παλιού του κανονικού και ο Φώτης κάνει έτσι και ξετσεπώνει σε περιτύλιγμα τον παστουρμά. Μοσχοβολάει ο τόπος. Βλέπει, μυρίζει και…τρελλαίνεται ο μπάρμπας:
-Ρε Φώτη, ρε αλάνι, που το βρήκες ρε αυτό το πράμα; Αυτός ρε είναι μεζές κι’όχι τ’άλλα τα σαβουροπιάσματα.
Είναι ρε γνήσιος από γκαμήλα –να πούμε-η μουσαντένιος;
-Λίρα εκατό μπάρμπα Νικόλα,για πάρτη σου. Νά και η μπουκάλα με το ούζο. Να πιούμε τα ουζάκια μας, νά’ρθουμε στα ίσα μας, να ξελαμπικάρουμε.
-Καλά ξηγιέστε ρε μάγκες, κι’εσύ και το φιλαράκι σου ο Γιαννακός. Τι Κάνεις ρε Γιαννακέ ; Τι κάνετε ρε παιδιά, πως πάει. Ρολλάρει τίποτα;
-Τίποτα, ξέρα και πείνα μπάρμπα Νικόλα. Αψιλίες και ..κατήματα.
-Ακούτε ρε εδώ, ακούτε. Θα σας πώ για μια δουλειά, εύκολη και σοιλίδικη. Θέλει όμως προσοχή. Εσύ ρε Γιαννακέ μου φαίνεται πως έχεις ένα χωράφι-ένα κτήμα κοντά στο βουνό. Έχει ρε νερό εκεί;
-Ου…ου….Αν έχει. Μπόλικο, να σε πνίξει.
-Καλώς και πρίμα. Λοιπόν θα πάτε θα το φρεσκάρετε και σε μέρος που δεν θα φαίνεται θα φυτέψετε ρε τα φυτά, αυτά ρε τα γνωστά που ξέρετε. Θα σας πω όμως και τούτο: Από φασόλια ρε τι ξέρετε ; Εσύ ρε Φώτη;
-Τη φασολάδα ρε μπάρμπα.
-Όχι ρε νούμερο. Από φυτά ρε, από ποικιλίες φασολιάς ξέρετε ;
-Κάτι αμπελοφάσουλα, κάτι τσαουλιά, κάτι μπαρμπούνια κοκκινοφάσουλα. Κατά τα άλλα μηδέν, έτερον ουδέν.
-Λοιπόν, υπάρχει μια ποικιλία φασολιάς που τη φυτεύεις κι’αυτή πυκνώνει και σκαλώνει-αναρριχάται ρε όπου βρει.
Λοιπόν δίπλα στα φυτά θα φυτέψετε κι’αυτές τις φασολιές που μεγαλώνοντας και ψηλώνοντας θα κρύβουν στο φούλ τα χασισόδεντρα. Τα φασόλια που κάνουν αυτές οι φασολιές είναι σαν κλαδιά λεπτά, μακροτσουλά, που μοιάζουνε με έντερα κατσικιού. Για τούτο σας μίλησα για κατσικάντερα. Έτσι τα λένε. Έτσι ούτε γάτα, ούτε ζημιά. Σακουλεύεστε ρε μάγκες; Μονάχα που όταν πάτε στο κτήμα για πότισμα θα πηγαίνει πάντα ένας από σας. Κανείς άλλος γι’αυτή τη δουλειά. Κανείς.. Καταλάβατε;
-Έγινε μπάρμπα Νικόλα.
Και έγινε η φτιάξη κατά που την είπε ο μπάρμπα Νικόλας. Μία σαιζόν, δεύτερη σαιζόν και τα φιλαράκια ανάπνευσαν. Καλό το χαρτί και ρεφάρησαν. Μέχρι που κάποια μέρα αρρώστησε ο Γιαννακός και τηλεφώνησε σε μια θεία του την κυρά Τασία που έμενε κοντά στο κτήμα να πάει να ποτίσει τα φυτά.
Και πήγε η κυρά Τασία με μια φίλη της και μόλις είδε τα κατσικάντερα, άρχισε να τα μαζεύει και γέμισε την ποδιά της.
Την επομένη πάντα το ίδιο. Ξεγύμνωσε έτσι τα δενδράκια. Όποιος κι’αν περνούσε από εκεί, μπορούσε να τα δει και να καταλάβει. Πέρασαν και κάτι κοντινοί χωριανοί, είδαν και κατάλαβαν και τα έκαναν …στρώσιμο, ραπόρτο στον αστυνόμο.
Την παρ άλλη μέρα πήγε ο Γιαννακός να ποτίσει, όταν πίσω του άκουσε τη φωνή:
-Δικό σας δεν είναι αυτό το κτήμα κύριε;
-Μάλλον, ναι δικό μου.
-Εμπρός,περάστε.
Στα βραχιόλια και ο Φώτης και ο Γιαννακός. Έμαθε τα καθέκαστα ο μπάρμπα Νικόλας, κούνησε το κεφάλι του και ψιθύρισε μονολογώντας:
-Α’ ρε βλάμηδες, α’ ρε μάγκες, δεν σας είπα εσείς και μόνο εσείς να πηγαίνετε να ποτίζετε μόνοι σας; Πάντα ένας από σας; Καντεμιά αδελφάκι μου!. Μήτε και κατσικοπόδαροι να ήταν!.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου