links

ΚΑΙΡΟΣ

ΚΕΡΑΜΙΔΙ ΒΑΛΤΟΥ Καιρός

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2022

Η συγκλονιστική ιστορία του Καπετάνιου Ανδρέα Ισκου από την Δούνιστα Βάλτου, που πέθανε άπορος!

Iskos
source pic: Ευθύμιος Α. Πριόβολος/wikimedia.org

Γεννήθηκε στη Δούνιστα (Ντούνιστα) Βάλτου Αιτωλίας και Ακαρνανίας (σημερινό Σταθά) γύρω στο τέλος του 18ου αιώνα. 

Ήταν γιος του Δημήτρη Καραϊσκου – Λαλαγιώργου και λεγόταν και Καραΐσκος.
Σύμφωνα με κάποιες πηγές ο Δημήτρης Καραϊσκος ήταν πατέρας του στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη, πράγμα που τον καθιστά αδελφό του από τον ίδιο πατέρα και διαφορετική μάνα. Υπηρέτησε τόσο στο αρματολίκι της περιοχής όσο και στην αυλή του Αλή Πασά ως τζοχαντάρης*, όπως και πολλοί άλλοι οπλαρχηγοί.


Κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821 έλαβε μέρος σε πολλές μάχες στη Δυτική Ελλάδα. Πολέμησε και διακρίθηκε στη μάχη στη Λαγκάδα, στην Κιάφα, στην Πλάκα και στο Πέτα. Ήταν παρών σε όλες τις πολιορκίες του Μεσολογγίου και κατά την τελευταία πολιορκία, ήταν ένας από τους αρχηγούς της πόλης.

Το 1829, εκλέχτηκε πληρεξούσιος στην Δ’ Εθνοσυνέλευση. Πέθανε στο Αιτωλικό το 1850 και τάφηκε στο Μεσολόγγι.
 
Ο Ανδρέας Ίσκος είχε πολλά παιδιά (Γεώργιος, Νίκος, Θανάσης, Αλεξάνδρα, Μαρία Ελένη και Ευθυμία). Αδελφός του ήταν ο Ιωάννης Ίσκος, που έλαβε μέρος σε πολλές μάχες κατά την επανάσταση. Συγγενής του ήταν και ο Χρόνης Ίσκος, που πολεμώντας τους Τούρκους έχασε το ένα του χέρι. Σκοτώθηκε κατά την έξοδο του Μεσολογγίου.

Υπηρέτησε στην αυλή του Αλή – πασά και έλαβε μέρος με άλλους Έλληνες στην επικράτεια του μπέη Ομέρ Βρυώνη κατά του πασά του Μπερατιού. Συνέπραξε μαζί με άλλους οπλαρχηγούς με τον Αλή το 1820 και του ανατέθηκε η ενίσχυση της φρουράς των Αγράφων!

Παρόλο που ήταν ο δεύτερος σημαντικός καπετάνιος της δυτικής Ελλάδας μετά το Γεώργιο Βαρνακιώτη ήταν αναποφάσιστος κατά την έναρξη της επανάστασης, λόγω της δυσκολίας της επικοινωνίας με τη λοιπή Ελλάδα, του ότι το Μεσολόγγι δε διέθετε πλέον πλοία, του ατυχούς κινήματος των Ορλοφικών, των φιλικών σχέσεων που είχε από παλιά με τον Ομέρ Βρυώνη και άλλους Τούρκους στρατιωτικούς. Διέθετε αρκετούς άνδρες, χρήματα και ήλεγχε τα περάσματα του Μακρυνόρους. Μετά όμως τις πρώτες επιτυχίες στο Χάνι της Γραβιάς και στο Βαλτέτσι, στις 25 Μαΐου σε συνεννόηση με το Βαρνακιώτη εκδίδουν την πρώτη επαναστατική προκήρυξη της περιοχής. Έπιασε τις διαβάσεις του Μακρυνόρους, κλείνοντας έτσι τη μοναδική πύλη εισόδου στην Αιτωλοακαρνανία. Έχει γραφεί δημοτικό τραγούδι στο οποίο εξυμνείται μαζί με άλλους καπεταναίους που πήραν το Βραχώρι, αν και ο ίδιος δε συμμετείχε.
 
Σταθάς Βάλτου
Σταθάς Βάλτου

Με σαράντα τρεις Βαλτινούς έπιασε στο πέρασμα της Λαγκάδας την ισχυρή θέση Γυφτοπήδημα και αντιμετώπισε ηρωικά τους 200 Αλβανούς της εμπροσθοφυλακής του Ισμαήλ, οι οποίοι στράφηκαν τότε στη διάβαση της Παλιοκούλιας. Ο Ίσκος όμως πάλι πρόλαβε και έπιασε το στενό και σταμάτησε την ορμητικότητα των Τούρκων. Είναι χαρακτηριστικός ο διάλογος που έχει σωθεί μεταξύ Ίσκου- Ισμαήλ:
– Που πάτε βρε αγάδες; Θα χαθήτε! ‘Ολο το Κάρλελι έπιασε τα΄άρματα.
– Αλήθεια καπετάν Ίσκο;
– Αλήθεια!
– Σ΄τη μπίστη σου;
– Σ΄τη μπίστη μου!
– Σ΄τη μπίστη μου! ποσύρθηκαν στο Κομπότι, ενώ οι Έλληνες στρατοπέδευσαν στη Λαγκάδα, όπου έσπευσαν να ενωθούν με τις δυνάμεις του Ίσκου, ο Γώγος Μπακόλας, ο Αναγν. Καραγιαννόπουλος, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Στη συμπλοκή που έγινε στο Κομπότι στις 8 Ιουνίου συμμετείχε και ο Αλβανός Σουλεϊμάν Μέτο με 17 άνδρες του, τον οποίο βγήκε να προφυλάξει ο Ίσκος. Αργότερα αποδέχτηκε πρόθυμα το αίτημα του Μάρκου Μπότσαρη για βοήθεια. Αφού άφησαν φρουρές στο Μακρυνόρους , Κομπότι, Πέτα ο Ίσκος, ο Μπακόλας και ο Ράγκος ξεκίνησαν για τα Τζουμέρκα. Κατέλαβαν την Πλάκα και σταμάτησαν στα Κατσανοχώρια, λόγω ενίσχυσης των Τούρκων.

Παρόλο που πήγε στο Μεσολόγγι να γνωρίσει το Μαυροκορδάτο, αποχώρησε δυσαρεστημένος για άγνωστη αιτία και δε συμμετείχε στη συνέλευση των οπλαρχηγών και των προκρίτων. Τήρησε ουδέτερη, επιφυλακτική στάση απέναντί του. Με το Βαρνακιώτη έσωσε 4.000 γυναικόπαιδα που είχαν καταφύγει στα ορεινά του χωριού Θεοδώριανα και κινδύνευαν να αιχμαλωτιστούν. Στην 01.09 με ιδιαίτερο έγγραφο του προσχώρησε στην ελληνοαλβανική συνεργασία που έγινε στο Πέτα μεταξύ Αλβανών, Σουλιωτών και Ακαρνάνων οπλαρχηγών. Στις 17.12 έλαβε μέρος με τους άνδρες του στη συντονισμένη επίθεση κατά της Άρτας. Οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να κλειστούν στο φρούριο. Όταν οι Τουρκαλβανοί διέλυσαν τη σύμπραξη , οι Αιτωλοακαρνάνες οπλαρχηγοί, φοβούμενοι εισβολή του τουρκικού στρατού, κατέλαβαν τις διαβάσεις του Μακρυνόρους!

Στις 22.02 στη σύγκληση της Γερουσίας της Δυτικής Χέρσου Ελλάδας στο Βραχώρι, ο καπετάν Ανδρέας Ίσκος προβιβάστηκε στο βαθμό του χιλίαρχου. Του ανατέθηκε επίσης η επιστασία για τη συγκέντρωση των χρηματικών συνεισφορών, εκτός του Βάλτου και των επαρχιών Κραβάρων και Καρπενησίου.

Ο Μαυροκορδάτος με επιστολή τον καλεί να ετοιμαστεί για εκστρατεία στην Ήπειρο. Ο Ίσκος, αν και απρόθυμος ξεκινά στις 02.06 με μικρό στρατιωτικό σώμα που συγκρότησε στο Μεσολόγγι. Στρατοπέδευσε στη Λάσπη, όπου συγκεντρώθηκαν και άλλοι 3.000 αγωνιστές. Τοποθετείται στην εμπροσθοφυλακή.

Στις 09.06 φτάνει στο Κομπότι. Στην ξαφνική επίθεση Τούρκων ιππέων πιάνει τη θέση Βαγγελίστρα, για να διαφυλάξει τα νώτα και οι υπόλοιποι καταδιώκουν τους Τούρκους ιππείς ως την Άρτα. Στο αίτημα των Σουλιωτών για βοήθεια, αφού συγκρότησε εκστρατευτικό σώμα συμμετέχει, παρόλο που διστάζει. Χτυπήθηκε αιφνιδιαστικά και υποχώρησε. Διασκορπίζονται και καταλήγουν σε άθλια κατάσταση στο Πέτα . Σε αυτό έχουν στρέψει την προσοχή τους ο Κιουταχής και ο Ομέρ Βρυώνης. Στα υψώματα γύρω από το χωριό τοποθετήθηκαν σώματα Ελλήνων ατάκτων 1.500 ανδρών, ο Βαρνακιώτης στο κέντρο και ο Βλαχόπουλος, αριστερά ο Μπότσαρης και δεξιά ο Μπακόλας. Από τους άλλους Έλληνες οπλαρχηγούς επίκαιρες θέσεις είχαν καταλάβει ο Ανδρέας Ίσκος, ο Γάτσος και ο Τσέλιος. Οι Έλληνες καταστράφηκαν ολοσχερώς. Η εκστρατεία της Ηπείρου τελείωσε τραγικά. Οι Τούρκοι πλέον θα κατέπνιγαν την επανάσταση στο Κάρλελι. Κιουταχής, Ισμαήλ και Βρυώνης καταφθάνουν στο Λουτράκι. 3000 Έλληνες μαζί τους και ο Ίσκος που είχε έρθει από τη Λαγκάδα αποφασίζουν να τους χτυπήσουν αιφνιδιαστικά.

Οι Τούρκοι τους αποκρούουν. Ο Ίσκος αποσύρεται στο Μακρυνόρος. Στο επόμενο διάστημα μαζί με το Βαρνακιώτη, το Ράγκο και το Βαλτινό προσχωρούν στον Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος χάρη στους « προσκυνημένους» οπλαρχηγούς του Βάλτου εξασφάλισε το πέρασμα του από τα στενά του Μακρυνόρους και κίνησε με 8.000 Αλβανούς και πέρασε χωρίς την παραμικρή ενόχληση, βαδίζοντας για το Μεσολόγγι. Ο Κασομούλης αναφέρει ότι ο Ανδρέας Ίσκος, όπως ο ίδιος του αποκάλυψε, « προσωρινώς υπό της ανάγκης εδέχθη και αυτός την προσκύνησιν του, διότι δεν εδύνατο να βαστάξει το πλήθος των Τούρκων και βεβαίωνε ότι «… και οι άλλοι πολιτεύονται έως να τους εμβάσωμεν μέσα και έπειτα να τους αποκλέισωμεν γύρωθεν». Στις 25.10 οι Τούρκοι υπό τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιουταχή βρίσκονται έξω από το Μεσολόγγι, αφού λεηλάτησαν τα χωριά Μποχώρι και Γαλατά. Αμέσως τα στρατεύματα τους χωρίσθηκαν. Ο Βρυώνης στρατοπέδευσε κοντά στον Άγιο Δημήτριο, ενώ ο Κιουταχής και ο Ισμαήλ κοντά στον Άγιο Αθανάσιο. Μαζί τους βρίσκονταν ο Βαρνακιώτης, ο Μπακόλας, ο Ίσκος , ο Ράγκος και ο Βαλτινός που είχαν δηλώσει υποταγή .

Ο Μικρούλης Στασινός, αποδίδοντας το 1824 έμμετρα την πρώτη αυτή εκστρατεία των Τούρκων και την πολιορκία του Μεσολογγίου, αναφερόμενος στην παρουσία του Ίσκου έξω από την πόλη, πιστεύει ότι « ο Ίσκος το έκαμεν χωρίς την όρεξιν του». Η πολιορκία της πόλης έληξε νικηφόρα για τους Έλληνες.

Ειδοποιημένοι από τον Έλληνα κυνηγό του Βρυώνη, Γιάννη Γούναρη, απέκρουσαν ξημερώματα των Χριστουγέννων την έφοδο των Τούρκων, οι οποίοι αποτραβήχτηκαν. Η επιτυχία μάλιστα έγινε ακόμα μεγαλύτερη, γιατί αμέσως μετά την αναχώρηση των Τούρκων από το Μεσολόγγι, ενώθηκαν με τους Έλληνες και οι οπλαρχηγοί Ανδρέας Ίσκος και Βαλτινός που λίγους μήνες πριν είχαν προσχωρήσει στους Τούρκους.
 
Andreas-Iskos
Το σπίτι των Ίσκων στην επανάσταση - pic: Ευθύμιος Α. Πριόβολος/wikimedia.org

Τρίτο έτος της Επανάστασης

Μαζί με το δεσπότη Πορφύριο, το Βαλτινό και το Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη πήγε στον Κάλαμο, για να συναντήσουν το Βαρνακιώτη και να τον μεταπείσουν προκειμένου να επανέλθει στο ελληνικό στρατόπεδο. Απέτυχε. Ο Αναγνώστης Καραγιάννης προσπαθεί να προσελκύσει τους Βαλτινούς, για να πάρει την καπετανία. Οι Βαλτινοί όμως δεν τον ακολούθησαν και δέχτηκαν τον Ίσκο ως καπετάνιο τους. Ακολουθούν ανταγωνισμοί και αντιζηλίες των οπλαρχηγών στις οποίες αναμείχθηκε και ο Ίσκος. Φιλοξένησε στο Βάλτο το θείο των Μπουκουβαλαίων, Γιαννάκη Μπουκουβάλα , που τον είχε διώξει ο Καραϊσκάκης, κάτι που τον θύμωσε πολύ, γιατί όχι μόνο πήγε με το Ράγκο εναντίον, αλλά φιλοξενούσε και τον αντίπαλο του. Είναι η πρώτη φορά που ο Ίσκος και ο Καραϊσκάκης χαλάνε τη σχέση τους, έστω και προσωρινά. Το θέμα των αντιζηλιών των καπεταναίων αντιμετωπίσθηκε από την κυβέρνηση με αθρόες προαγωγές στις 5, 12, 15 και 16 Ιουνίου σε στρατηγούς των Ανδρέα Ίσκου, Γιολδάση, Τσόγκα, Μακρή, Πεσλή, Καραϊσκάκη, Ράγκου, Σιαδήμα, Γρίβα, Ζυγούρη, Τζαβέλα, Βλαχόπουλου και Γριβογιώργου!

Όταν ο Μουστάης πασάς και ο Βρυώνης εκστρατεύουν εναντίον της Στερεάς, η ανάγκη για ενότητα των Ελλήνων είναι επιτακτική. Ο Ίσκος επιμένει για την αποκατάσταση του Βαρνακιώτη και την ένταξη του στο ελληνικό στρατόπεδο. Η προσπάθεια όμως για αποκατάσταση του φίλου του δεν έφερε αποτέλεσμα. Στη σύσκεψη που έγινε στα Κερασοβίτικα Καλύβια, αρχές Ιουλίου υπό την ηγεσία του γενικού έπαρχου Δυτικής Στερεάς, Μεταξά, αποφασίστηκε ο Ίσκος με το Ράγκο να πιάσουν το Μακρυνόρους, ο Μακρής τη Λάσπη και ο Τσόγκας τη Βόνιτσα, για να αποκρούσουν το Βρυώνη. Αρχές Αυγούστου δέχονται νέες προτάσεις του Βρυώνη μέσω του απεσταλμένου του, Γιαννάκη Στράτου για «προσκύνημα».

Τα είχε κυρίως με τον Ίσκο που καταπάτησε τη συμφωνία και δεν τον ακολούθησε μετά την πολιορκία του Μεσολογγίου. Ο Ίσκος και οι Βαλτινοί στη νέα πρόσκληση του εχθρού αποφάσισαν να κάμουν το χρέος τους. Ο θάνατος του Μπότσαρη διχάζει πάλι τους καπεταναίους για την αρχηγία. Ο Ίσκος και ο Ράγκος πληροφορούν το Μεταξά ότι με τις λιγοστές δυνάμεις που διαθέτουν δε θα μπορέσουν να σταματήσουν τον εχθρό. Ο Βρυώνης περνά το αφύλακτο Μακρυνόρους και στρατοπεδεύει στη Λεπενού. Ο Μεταξάς τους διατάζει να πιάσουν θέσεις έξω από το Μεσολόγγι. Ο Ίσκος όμως για άγνωστους λόγους δε βρέθηκε στο Μεσολόγγι. Στα μέσα Οκτωβρίου « ησυχάζει» στον Κάλαμο!

Οι Τούρκοι ετοιμάζονταν για νέα εκστρατεία. Τον Ιούνιο μαθαίνουν στο Μεσολόγγι πως ο Βρυώνης με χιλιάδες άνδρες ήταν έτοιμος να εισβάλλει στην περιοχή. Οι πασάδες Γιουσούφ και Αλμπάς με 7.000 στρατό στα ανατολικά κινούν, για να επιτεθούν στα Σάλωνα. Στους οπλαρχηγούς που διατάχθηκαν να αναχαιτίσουν τον εχθρό, ήταν και ο Ίσκος, ο οποίος στις 19.06 ταμπουρώθηκε στο Γιδοβούνι { Λαμία}. Μετά την επιτυχή απομάκρυνση των Τούρκων επέστρεψε στο Βάλτο για την οργάνωση της άμυνας στη σχεδιαζόμενη κάθοδο του Βρυώνη. Αρχές Ιουλίου γράφει στο Μαυροκορδάτο
«Εκλαμπρότατε πρίγκηψ (Α.Μαυροκορδάτε εις Ξηρόμερον)
Σε ειδοποιώ ότι και εχθές με άλλην μου γραφήν σε εφανέρωσα τον ερχομόν του Ομέρ πασά
οπού με οκτώ χιλιάδας ασκέρι ήλθεν εις Ιωάννινα και έρριξε το ορδί του ανάμεσα Πέτα και Κομπότι,
ο οποίος έχει απόφασιν δια κίνημα και να ρίξη ορδί εδώ εις Βάλτον.
Όθεν εκλαμπρότατε, να μας καταφθάσης με τζεπχανέν, ότι είμεθα τελείως άδειοι.
Ομοίως …ο κόσμος, από τον απερασμένον φόβον του εχθρού, είναι διασκορπισμένος
ακόμα και δια τούτο να μην μας αφήσης άδειους από ασκέρι τζεπχανέ,
και ιστεράν και μην τα στοχασθής διαφορετικά, ότι είναι βεβαιότατον και μένω.
Τη 4 Ιουλίου 1824 Εις τους ορισμούς σας
Βάλτος Ανδρέας Καραΐσκου». και αυτός ανήσυχος για τις κινήσεις του εχθρού συμμερίζεται τους φόβους του Ίσκου και υπόσχεται να του στείλει σημαντική δύναμη στο Μακρυνόρους . Οι Τούρκοι όμως δεν περίμεναν. Και ένα βράδυ εκείνες τις μέρες « απέρασαν…. το Ντερβένι του Μακρυνόρους. Φαίνεται ότι δεν τους επήρε χαμπάρι ο στρατηγός Ανδρέας όπου ήταν εις την Λαγκάδα…», γράφει ειρωνικά ο Αναγνώστης Καραγιάννης στο Μαυροκορδάτο .

Ο Ίσκος τότε γράφει στο Μαυροκορδάτο σχετικά με όσους τον κατηγορούν, νιώθοντας την ανάγκη να απολογηθεί. Αποφασίζεται ο Ανδρέας με το σώμα του να παραμείνει στο Βάλτο. Ίσκος, Ράγκος και Καραγιάννης ρίχτηκαν κατά των Τούρκων στην Αγραπιδιά χωρίς αποτέλεσμα. Ο Ράγκος απέδωσε την αποτυχία στον Ίσκο και ο Ίσκος που κινδύνευσε στη μάχη στο Ράγκο. Ο Μαυροκορδάτος προσπάθησε να τους συμφιλιώσει, διορίζοντας και τους δύο στην εκστρατεία εναντίον της Άρτας. Έστειλε από το Μεσολόγγι τροφές και άλλα αναγκαία. Δεν τα κατάφερε και οι Βαλτινοί καπεταναίοι δεν ξεκίνησαν μαζί.

Ο Ίσκος αναχώρησε με καθυστέρηση δύο ημερών. Το σχέδιο του Φαναριώτη πολιτικού ήταν να ενωθούν τα σώματα των στρατηγών Ίσκου, Ράγκου, Στουρνάρη, για να απωθήσουν τις όποιες τουρκικές δυνάμεις βρίσκονταν γύρω από την Αμφιλοχία και βορειότερα, ώστε να αρχίσουν συστηματικά την πολιορκία της Άρτας. Αυτό προϋπόθετε ομόνοια και εμπιστοσύνη ανάμεσα στους πρωτεργάτες. Οι αντιζηλίες και οι καχυποψίες όμως εξακολουθούσαν. Ο Ράγκος και ο Στουρνάρης διατυπώνουν στο Μαυροκορδάτο τις αμφιβολίες τους για τα φρονήματα του Ίσκου. Με τη συνεχιζόμενη και αγεφύρωτη αντιπάθεια Ίσκου και Ράγκου ασχολήθηκε και η κυβέρνηση. Ο Οκτώβριος πέρασε με τις συνηθισμένες μικροσυμπλοκές και με την απροθυμία για πόλεμο.

Πέμπτο έτος της Επανάστασης

Ο Κιουταχής ετοιμαζόταν να εισβάλλει στη Στερεά. Κύριος στόχος του ήταν να πάρει πρώτα το Μεσολόγγι και ύστερα να εκκαθαρίσει την κεντρική Ελλάδα. Στις 07 Μαρτίου η τοπική διοίκηση με προκήρυξη καλούσε στα όπλα όλους τους κατοίκους της δυτικής Στερεάς. Η κυβέρνηση στο Ναύπλιο διόρισε αρχηγό της άμυνας στο Μακρυνόρους τον Ίσκο και τον διέταξε να πάει στη θέση του. Ως τις αρχές Μαρτίου ήταν στο Ναύπλιο.

Στις 10 του μήνα φτάνει στη Γαστούνη και από εκεί στις 12 πέρασε στο Μεσολόγγι. Ξεκινά για το Βάλτο στις 19 ή 20 Μαρτίου, γιατί στις 20 ήταν στη Λεπενού. Εκείνη τη μέρα έγινε επίθεση μικρής τουρκικής δύναμης στο Μακρυνόρους .Κίνησε από τη Λεπενού, για να οργανώσει την άμυνα στα στενά, όπου οι οπλαρχηγοί μπροστά στην πολυάριθμη εχθρική δύναμη άρχισαν να κάνουν πίσω. Ο καπετάνιος, όταν έφτασε και είδε από κοντά τα συμβαίνοντα, ενημέρωσε την τοπική διοίκηση στο Μεσολόγγι. Όμως και η εφημερίδα του Μεσολογγίου «Ελληνικά Χρονικά», σχολιάζει την επιστολή, δημοσιεύοντας την.

Ουσιαστικά το έργο του καπετάνιου μπροστά στην κατάσταση που βρήκε, ήταν να καθυστερήσει όσο γινόταν την κάθοδο του εχθρού, για να προλάβουν να φύγουν και να κρυφτούν οι κάτοικοι. Βρίσκεται πάλι στο πολιορκούμενο Μεσολόγγι από τον Κιουταχή. Ενώ αρχικά θεωρεί πως δεν υπάρχει καμία ελπίδα και πως πρέπει να συμφωνήσουν με τον Κιουταχή, το επόμενο πρωί είπε πως το Μεσολόγγι πρέπει να κρατηθεί ως τον τελευταίο πολεμιστή και το τελευταίο βόλι. Το όνομα του πάλι αναμίχθηκε σε σχέδια, αποστασίες, συνεργασίες με τους Τούρκους και κινήματα και για αυτό μέσω επιστολής του, διαβεβαιώνει το Μαυροκορδάτο για την πίστη του.

Ο Μαυροκορδάτος ασχολήθηκε με τα φρονήματα του Ίσκου και αιτία, για να ξεκινήσουν οι αμφιβολίες και οι υποψίες ήταν οι συκοφαντίες των Τσόγκα και Ράγκου, που ήθελαν με αυτόν τον τρόπο να δικαιολογήσουν τη λιποταξία τους . Μέσα στο πολιορκούμενο Μεσολόγγι όμως παρόλο που είχε χαλαρώσει το μπλόκο των Τούρκων από τις συνεχείς νεροποντές που τους είχαν ακινητοποιήσει, αρχίζει να παρατηρείται έλλειψη τροφίμων. Ο Ίσκος εξελέγη στην επταμελή στρατιωτική επιτροπή προς διευθέτηση του προβλήματος. Οι ενισχύσεις που έφερε ο Μιαούλης (τροφές και πολεμοφόδια) δεν κράτησαν πολύ. Ο Ίσκος αναφέρει τα εξής στη Διοίκηση στις 25.12: «… το Μεσολόγγι χάνεται, χάνεται, χάνεται χωρίς άλλο και χάνεται όχι από εχθρικήν δύναμιν, αλλά από την αδιαφορία των Διοικητικών, οι οποίοι έχουν να δώσουν λόγο εις Τον Θεόν και εις το ελληνικόν έθνος….».
 
Στις 07.01 ανέλπιστα καταφθάνουν ελληνικά καράβια με το Μιαούλη, φέρνοντας λίγες τροφές και πολεμοφόδια. Ο Ίσκος πηγαίνει να τον ευχαριστήσει. Επιλέγεται μεταξύ αυτών που θα πήγαιναν στο Ναύπλιο να μιλήσει στην κυβέρνηση, φοβούμενοι ότι ο εχθρός θα έκλεινε την πόλη από τη θάλασσα και αναπόφευκτα θα έρχονταν ο χαμός τους. Στο σπίτι του καπετάνιου Γιωργάκη Βαλτινού, αρνήθηκε τις οδηγίες και υποδείξεις που θα του δίνονταν: «εγώ δεν πάω με οδηγίες, γιατί αυτό είναι σημάδι πως δε με εμπιστευόσαστε. Αν θέλετε να πάω να μου δώσετε ανοιχτό πληρεξούσιο, αν με εμπιστεύεται η φρουρά». Δύο βασικές φροντίδες είχαν: να εξασφαλίσουν προμήθειες και αποστολή στόλου, για να ασφαλιστούν από τη θάλασσα. Στις 03.02 φτάνουν στην πόλη. Χτυπάνε πόρτες, μιλούν σε κυβερνητικούς, ενημερώνουν για την κατάσταση στην πολιορκούμενη πόλη. Διαμαρτύρονται προς το εκτελεστικό σώμα, ανακοινώνοντας την απόφαση να φύγουν, αφού δεν έχουν για μέρες καμία επίσημη απόκριση. 
 
Ο Ίσκος και ο Σπυρομήλιος καταθέτουν αίτηση για προβιβασμό σε ανώτερο βαθμό αρκετών αγωνιστών στο Μεσολόγγι. Όντας άρρωστος παραμένει στο Ναύπλιο μετά την αναχώρηση των άλλων επιτρόπων, λόγω της κυβερνητικής αδιαφορίας και συμμετέχει στη Γ΄Εθνοσυνέλευση που ξεκινούν οι εργασίες στις 06.04 με πρόεδρο τον Πανούτσο Νοταρά. Εκεί επιλέχθηκε και ο Ίσκος μεταξύ των έντεκα μελών που θα αποτελούσαν τη νέα κυβέρνηση, τη «Διοικητική Επιτροπή της Ελλάδας», με πρόεδρο τον Ανδρέα Ζαΐμη. Οι πολιορκημένοι απελπισμένοι επιχείρησαν την έξοδο για την «τιμή» είτε στη ζωή είτε στο θάνατο. Η Διοίκηση διατάζει τον Ίσκο και τον Κουσουρή να μοιράσει στους ταλαιπωρημένους Μεσολογγίτες 300.000 γρόσια. Αυτοί όμως είχαν φτάσει στην Περαχώρα. Έδωσε τα χρήματα στο Χριστόδουλο Χατζηπέτρου ,για να κάνει την πληρωμή και να στείλει και στις οικογένειες των σκοτωμένων. Κατηγορήθηκε ότι, για να γίνει μέλος της Διοικητικής Επιτροπής πουλήθηκε και δε φρόντισε για τη σωτηρία του Μεσολογγίου. Στενοχωρήθηκε πολύ και δεν ήθελε πλέον να επιστρέψει στο Ναύπλιο και παρέμεινε στην Περαχώρα. 
 
Παραμένει εκεί ως τα μέσα Μαΐου. Ύστερα η Επιτροπή τον έστειλε στην Ακαρνανία. Κανένας οπλαρχηγός δε δέχεται να ενωθεί με τον Καραϊσκάκη, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τη νικηφόρα προέλαση του Κιουταχή στη Στερεά. Μάταια, οι: Ίσκος, Τσόγκας, Στάικος και Κουσουρής, έγραψαν στην επιτροπή να τους στείλουν πέντε πολεμικά πλοία με τροφές και πολεμοφόδια, για να ξεσηκώσουν τους κατοίκους της περιοχής. Η επιτροπή δε συμφώνησε, καθώς δεν ανταποκρίθηκαν στην εντολή της να ενωθούν με τον Καραϊσκάκη. Αρχές Δεκεμβρίου περνά από τον Κάλαμο στο Ροδοβίτσι, κοντά στην Άρτα και ήλθε σε επαφή με τους Τούρκους. Αργότερα ξαναβρίσκεται πάλι με το μέρος των Τούρκων. Πήρε το παλιό αρματολίκι του στο Βάλτο, ενώ ο Στράτος και ο Γάτσος των Αγράφων. Τις τρομερές απειλές του Καραϊσκάκη προς τους προσκυνημένους και φοβισμένους οπλαρχηγούς, όταν άρχισε την εκστρατεία του, απηχεί και το δημοτικό τραγούδι: «τρέμουν τα κάστρα , τρέμουνε, τρέμουν τα βιλαέτια τρέμει και η μαύρη Ρούμελη για τον Καραϊσκάκη….. Σε εσένα Μήτσο – Δαίμονα, Ανδρέα φαντασμένε, Σταμούλη Γάτσο ».
Στα μέσα Μαρτίου του 1827, οι ελάχιστες τουρκικές δυνάμεις κατέχουν μόνο τη Βόνιτσα, το Μεσολόγγι και τη Ναύπακτο. Έμεναν κλεισμένες στα κάστρα και το μόνο που τους έδινε θάρρος ήταν η στάση του Ίσκου, όπως αναφέρει και ό Ράγκος σε επιστολή του στον Κολοκοτρώνη. Όταν αργότερα αρχιστράτηγος αναλαμβάνει ο Ριχάρδος Τσωρτς και ετοιμάζει εκστρατεία στη δυτική Στερεά ο Ίσκος μαζί με το Βαρνακιώτη, τον Κοντογιάννη, τον Μπακόλα και το Στάικο βρίσκονται με το μέρος των Τούρκων, οι οποίοι φοβισμένοι προκειμένου να τους συγκρατήσουν έβαλαν το μητροπολίτη της Άρτας Νεόφυτο Β΄ και τους έγραψε να μείνουν «πιστοί ραγιάδες. Όταν στις 29.02.1828 ο Βαρνακιώτης εγκατέλειψε τους Τούρκους, ο Ίσκος επικοινώνησε με τον Τσωρτς στις 12.03 και του υποσχέθηκε πως θα επιστρέψει και αυτός. 
 
Στα τέλη Ιουνίου που ο Καποδίστριας ήρθε στη δυτική Ελλάδα, έστειλε άνθρωπο του να τον διαβεβαιώσει πως θα προσχωρήσει στις ελληνικές δυνάμεις. Ο Ίσκος επιθυμούσε να μάθει, αν ο Βάλτος θα συμπεριλαμβανόταν στο νέο ελληνικό κράτος και αν ο ίδιος θα είχε κάποιες προσωπικές εγγυήσεις, έχοντας κατά νου τη στρατιωτική του σταδιοδρομία και επιδιώκοντας μια θέση χιλίαρχου στη νέα στρατιωτική οργάνωση υπό τον Καποδίστρια. Ο Κυβερνήτης αποδέχεται τη συνεργασία του και του απευθύνει τιμητικότατη επιστολή στις 03.10. Το μεγάλο ενδιαφέρον βέβαια και η μεροληψία για τον Ίσκο εξηγείται από το γεγονός ότι ο καπετάνιος κρατούσε τη σπουδαία για τους Έλληνες θέση του Μακρυνόρους, όπως επιβεβαιώνεται και από τη επιστολή που έστειλε ο κυβερνήτης στον Τσωρτς. Βέβαια ο Ίσκος τους ταλαιπώρησε πολύ, γιατί πέρα από τη νευραλγική θέση που κατείχε στο Μακρυνόρους είχε και μεγάλη επιρροή στους άλλους προσκυνημένους. Για αυτό ο Τσωρτς στις 25.11 αποβιβάστηκε στο Καρακονήσι με σκοπό να διαπιστώσει την κατάσταση που επικρατούσε στην απέναντι ακτή του Αμβρακικού και να συναντηθεί με τον Ίσκο, όπως είχαν συνεννοηθεί. Ήταν αποφασισμένος να τον αναγκάσει να πάρει ξεκάθαρη θέση ως εχθρός ή ως φίλος, γιατί δεν μπορούσε πια να τον εμπιστευτεί, καθώς φημολογούνταν πως ο ερχομός ισχυρών εχθρικών δυνάμεων που είχαν εμφανιστεί στο Καρπενήσι οφειλόταν σε δική του πρόσκληση. Ο Ίσκος δεν πήγε να τον συναντήσει, αλλά ούτε και τον κυβερνήτη που τον είχε καλέσει στο Ναύπλιο, για να συζητήσουν. Εξακολουθούσε να θέτει τους δικούς του όρους

Με το πρωτόκολλο του Λονδίνου συμπεριλαμβάνεται η Αιτωλοακαρνανία ως ένα σημείο στα βόρεια σύνορα της γραμμής Παγασητικού- Αμβρακικού. Η πτώση του φρουρίου της Βόνιτσας δεν άργησε να επιφέρει και την παράδοση των στενών του Μακρυνόρους. Τη νύχτα της 13ης Μαρτίου 700 άνδρες υπό τις διαταγές των χιλίαρχων Τσέλιου και Ζέρβα αποβιβάσθηκαν σε διάφορα σημεία των στενών και κυρίως στο Μενίδι χωρίς οι Τούρκοι να τους αντιληφθούν. Μαζί τους ενώθηκαν τα τμήματα του Ίσκου και άλλων καπεταναίων του Βάλτου που βρίσκονταν εκεί. Πήγε και ο Τσωρτς στο Μακρυνόρους, ζητώντας από τον Καποδίστρια να στείλουν ενισχύσεις. Λίγες ημέρες αργότερα κυριεύτηκε το κυριότερο οχύρωμα του Μακρυνόρους, όπου αιχμαλωτίστηκαν 300 Τούρκοι. Η κατάληψη του επίκαιρου αυτού σημείου από τις ελληνικές δυνάμεις σήμανε την αρχή του τέλους του πολέμου στη δυτική Στερεά.

Στις 26.03 ο Ίσκος ύψωσε την ελληνική σημαία στον Κραβασαρά , ενώ με την παράδοση του Αιτωλικού και του Μεσολογγίου στις 03.05 ο αγώνας ολοκληρώθηκε. Στη νέα κατάσταση ο καπετάνιος ζητά τη θέση του. Με τον ερχομό του νέου χρόνου η κυβέρνηση ενέταξε τον Ίσκο στον ελληνικό στρατό. Η προαγωγή του σε χιλίαρχο έγινε από τον Αυγουστίνο Καποδίστρια. Στις 14.02 ο προσωρινός διοικητής των επαρχιών Βάλτου και Βλοχού Μάριος Δεμιράλης δίνει γραπτή άδεια στο χιλίαρχο Ίσκο «να καλλιεργήσει πλήρως και απροσκόπως όσους τόπους δυνηθεί δια τον παρόντα χρόνο και η κυβέρνηση θα αποφασίσει για το ενοίκιο που θα πληρώσει» . Στο στρατιωτικό Δικαστήριο της Δυτικής Ελλάδος που συστήθηκε στο Μεσολόγγι με πρόεδρο το Βαρνακιώτη ο χιλίαρχος Ίσκος διορίστηκε μέλος. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια το Σεπτέμβριο του 1831 μη νιώθοντας σιγουριά με τον Αυγουστίνο συνεννοήθηκε με τον Τάτση Μαγγίνα να παρουσιαστούν στη Συνέλευση στο Άργος υπέρ του Κωλέττη. Η εκλογή όμως του Αυγουστίνου ως προέδρου της ελληνικής κυβέρνησης φέρνει χάσμα και συγκρούσεις. Ο Ίσκος στάλθηκε εκ μέρους της αντιπολίτευσης για συνδιαλλαγή.

Προτείνουν λόγω έλλειψης πολεμοφοδίων και της πίεσης των κυβερνητικών στρατευμάτων να αποχωρήσουν ασφαλείς για τη Στερεά. Ο Αυγουστίνος το δέχτηκε. Αποχωρούν στις 12.12. Το 1832 συγκρούεται με κυβερνητικές δυνάμεις. Αργότερα πάλι με τον Κωλέττη θριαμβεύει σε μάχη και εισβάλλει στο Ναύπλιο, όταν η Ε΄Εθνική Συνέλευση ανακήρυξε τον Αυγουστίνο Αντιβασιλιά. Συμμετέχει πάλι ως πληρεξούσιο του Βάλτου σε συνέλευση στο Άργος τον Ιούλιο, όπου με το Β΄ψήφισμα της αναγνωρίζεται και επικυρώνεται η εκλογή του Όθωνα. Το Σεπτέμβριο επιστρέφει στην επαρχία του, η οποία εδώ και καιρό είναι παραδομένη στη ληστεία, τη βία, την ανταρσία και τις καταχρήσεις. Με το διορισμό του Μαγγίνα ως επιτρόπου ξεκινούν εμφύλιες τοπικές συγκρούσεις. Συγκροτείται στρατιωτική επιτροπή από αξιωματικούς προσκείμενους σε αυτόν και ο Ίσκος ορίζεται υπεύθυνος στην επαρχία του Βάλτου!

Τον Απρίλιο του 1833 με διάταγμα της Αντιβασιλείας συστήθηκε ο νομός Αιτωλίας και Ακαρνανίας. Βία, αταξία, ληστεία παντού. Ο νομός είναι ακυβέρνητος και παραδομένος στην αναρχία. Ξεκινούν εστίες κινημάτων και αντιδυναστικών εξεγέρσεων, από παλιούς αγωνιστές. Η ύπαιθρος μαστιζόταν από συμμορίες ανταρτών και ληστών χωρίς καμία κρατική επέμβαση. Η είδηση για ανελέητη καταδίωξη ληστο-συμμοριών από τον Ίσκο, μαρτυρά τη στάση του στην κατάσταση που διαμορφώθηκε. Η έκρυθμη κατάσταση στην Αιτωλοακαρνανία καταλήγει σε επανάσταση κατά του καθεστώτος.
Ο Ίσκος αρχικά υποσχέθηκε να στηρίξει την επανάσταση όμως πολλοί αμφέβαλλαν, γνωρίζοντας τον καλύτερα. Του απεύθυναν επιστολές, ζητώντας τη συνδρομή του όμως η κυβέρνηση όχι τυχαία στις 14.02 προβιβάζει τον Ίσκο σε συνταγματάρχη. Το δίπλωμα του επιδόθηκε το Μάιο του 1837. Στις 23.02 ο συνταγματάρχης Ίσκος με επιστολή προς τον επιθεωρητή στρατού Αιτωλοακαρνανίας κ. Μπότσαρη γνωστοποίησε την πρόθεση του να ταχθεί στην Οθωνική πλευρά. Στην επανάσταση του 1836 στην Ακαρνανία ο Ίσκος συγκαταλέχθηκε σε αυτούς οι οποίοι έτρεξαν « ….πιστώς από αρχής και με αφοσίωσιν υπέρ του θρόνου».
 
Το βιβλιο του Ευθ. Πριόβολου για τον Ίσκο
Προβιβασμός του Ίσκου σε υποστράτηγο.
 
Στις 25.05.1836 ο Τσωρτς διατάζει τον Ίσκο να πάρει «δραστήρια και έντονα μέτρα», γιατί έλαβε είδηση για μετακίνηση ληστών στα βόρεια της επαρχίας του. Προκειμένου να αντιμετωπίσει τους στασιαστές και τους ληστές, συγκέντρωσε όσους περισσότερους στρατιώτες μπορούσε, πάνω από 240.
Ο Τσωρτς τον διατάζει για λόγους οικονομίας να κρατήσει μόνο 100. Πληρώνει τους απολυμένους με δικά του χρήματα. Ζητά από την κυβέρνηση την πληρωμή των στρατιωτών που δίκαια δυσανασχετούσαν. Παρακαλεί τον Όθωνα να τον «απαλλάξει του μεγάλου βάρους και να μην ανεχθή την ζημίαν…..ενός υπηκόου, όστις εθυσίασεν ότι ηδυνήθη δια να δείξη την πίστιν του εις τον βασιλέα» .
Ο Ίσκος διέμεινε στο Βάλτο και συγκεκριμένα στη Μηλιά, από όπου επικοινωνούσε με τις αρχές για διάφορα ζητήματα. Ενημερώθηκε ότι η Διοίκηση Ακαρνανίας τον προτείνει για τη δημιουργία συνοικισμού στο Βάλτο. Στις 17.05 εκδόθηκε το δίπλωμα της προαγωγής του σε συνταγματάρχη. Στις 20.05 1843 ο Ανδρέας Ίσκος προβιβάστηκε σε υποστράτηγο. Μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 ο Ανδρέας Λόντος ως υπεύθυνος του Υπουργείου των Στρατιωτικών του στέλνει επιστολή, ζητώντας του να προσπαθεί για τη διατήρηση της ησυχίας και της τάξης στις επαρχίες όπου είναι τοποθετημένος. Στις 05.05 1844 ειδοποιήθηκε από τη Διοίκηση της Ακαρνανίας να χτυπήσει το στασιαστή Ακαρνάνα υποστράτηγο Θοδωράκη Γρίβα. Διενεργούνται εκλογές και με νοθεία στην κυβέρνηση έρχεται το γαλλικό κόμμα, το οποίο υποστήριζε και ο Ίσκος

Η ληστρική αταξία βασιλεύει και για αυτό στις 18.11.1846 το υπουργείο Στρατιωτικών γνωστοποιεί με επιστολή του στον υποστράτηγο νομοεπιθεωρητή Ακαρνανοαιτωλίας Ίσκο ότι όποτε θεωρεί αναγκαία τη μετάβαση του σε οποιαδήποτε επαρχία του νομού «προς διατήρηση της δημόσιας ευταξίας και ησυχίας» έχει το ελεύθερο να το κάνει. Τον ευχαριστεί επίσης και για τη συνδρομή του στην αντιμετώπιση του κινήματος του Γρίβα το 1844.
Τον Ιανουάριο του 1854, όταν άρχισαν να ξεσηκώνονται κατά των Τούρκων οι επαρχίες της Ηπείρου, ξεκινώντας από την Άρτα, ο παλαίμαχος αγωνιστής δεν έμεινε απαθής. Μαζί με άλλους αξιωματικούς του ελληνικού στρατού και παλιούς αγωνιστές πολέμησε στο πλευρό των επαναστατών. Τα τελευταία χρόνια ζούσε στο χωριό του, τη Δούνιτσα.

Στα τέλη Νοεμβρίου του 1857 κατέβηκε στο Μεσολόγγι για μια υπόθεση του. Εκεί στις μέρες περίπου από 25 μέχρι 27 του μήνα, πέθανε ξαφνικά. Ήταν 62 χρονών, αν γεννήθηκε το1795 ή στα 72, αν γεννήθηκε το 1785. Η κηδεία του έγινε σε εκκλησία της πόλης. Η εφημερίδα Ήλιος έγραψε για αυτά τα γεγονότα στις 29.11.1857:
Ο Ανδρέας Ίσκος απεβίωσεν. Κατήγετο από Σταθά Βάλτου. Τον επιτάφιον λόγον εξεφώνησεν ο Περικλής Αργυρόπουλος, φίλος του μακαρίτου και τον λόγον έχων ευχερή. Ο Ίσκος υπήρξε δια της επιρροής του ο λυσιτελέστερος εις την Επανάστασιν. Νικήσας τον Πλιάσα εις το Μακρυνόρος, εις Καστριώτισσαν και Πέτα τον Μάιον του 1821, έδωσεν εδραιότητα εις την στερέωσιν της Επαναστάσεως της Δυτικής Ελλάδος. Κατά το 1825 διέπρεψεν εις την πολιορκίαν του Μεσολογγίου μετά 500 Ακαρνάνων. Προ του Αγώνος είχε περιουσίαν ου την τυχούσαν. Σήμερον απέθανε στερούμενος και των εξόδων της ταφής του. Ο Ανδρέας Ίσκος υπήρξε συνετός, σεμνοπρεπής και φίλος της τάξεως.όπως επίσης και η εφημερίδα « Ελπίς» που την επόμενη 30.11.1857, αναφέρθηκε στον αποθανόντα καπετάνιο:
Και έτερον σεβαστόν λείψανον του ηρωικού αγώνος μας ο υποστράτηγος Ανδρέας Ίσκου μετέβη εις την αιώνιον ζωήν. Εν ωραίαις σελίσι της Εθνικής μας ιστορίας φαίνεται του μακαρίτου το όνομα. Και ανδρείος ήτο και στρατηγηματικός, εις τους κινδύνους ερρίπτετο προθύμως αλλά μετ ’ απερισκεψίας δεν τους ανεζήτει ηθικά προτερήματα είχε πολλά, διό και ηγαπάτο όχι μόνον υπό των υπ ’ αυτού συμπολεμούντων, αλλά και υπό εκείνων, οίτινες έφερον τα ‘ βάρη του πολέμου.
 
Ανήκεν εις οικογένειαν πλουσίαν εν τω αγώνι κατανάλωσεν την πατρικήν του περιουσίαν, μετά τον αγώνα δεν εζήτησε να πλουτίση, αλλά την επιρροήν του να διατηρήση εν τη επαρχία του. Δεν νοστιμευόμεθα τας ποιητικάς υπερβολάς, αίτινες βλάπτουσιν εν ω η αλήθεια ωφελεί, διό δεν λέγομεν ως άλλοι προ ημών είπον ίνα κατακρίνωσι την Εξουσίαν ή φέρωσιν αυτήν εις συναίσθησιν των προς την οικογένεια του μακαρίτου καθηκόντων της ότι απέθανεν επί της ψ ά θ η ς λέγομεν όμως ότι απέθανεν άπορος, και περιουσίαν δεν αφήκεν εις την πολυμελή οικογένειάν του. Ανήρ, οίος ο Ανδρέας Ίσκου, δεν είναι ανάγκη ν’ απέθανεν επί της ψάθης, ίνα περιποιηθή η κυβέρνησις την οικογένειαν του ο τοιούτος λόγος είναι ύβρις κατά των αισθημάτων του έθνους η κυβέρνησις οφείλει να λάβη την θέσιν πατρός της οικογενείας του Ανδρέα Ίσκου, όχι διότι αυτός απέθανεν επί της ψάθης, όπερ μάλιστα ψευδές, αλλά διότι είναι οικογένεια του διαπρέψαντος εν τω αγώνι και τιμήσαντος τα ελληνικά όπλα Ανδρέου Ίσκου.

Πέθανε άπορος. Παρόλο που υπέβαλε στις 06.05.1846 αίτηση στην Επιτροπή Εκδουλεύσεων περί της αποδόσεως 253.742 γροσιών που του όφειλε το εθνικό ταμείο, δε δικαιώθηκε…

ΠΗΓΕΣ: 

WIKIPEDIA 

agriniopress.gr


*τζοχαντάρης ο (ουσιαστικό) στην τουρκοκρατία, ο επίλεκτος σωματοφύλακας ενός αξιωματούχου: Δημ.Τραγ. "πέντε Τούρκοι την κυνηγούν, πέντε τζοχανταραίοι" 
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

NEXT PAGE