Το κυριλλικό αλφάβητο – Πόσες είναι οι σλαβικές λέξεις που υπάρχουν στο σύγχρονο ελληνικό λεξιλόγιο;
Στο σημερινό άρθρο θα ασχοληθούμε με τα σλαβικά «δάνεια» στη νέα ελληνική γλώσσα. Δεν θα επεκταθούμε και στα τοπωνύμια με τα οποία έχουμε άλλωστε ασχοληθεί σε παλαιότερα άρθρα μας. Όπως θα δούμε και τα σλαβικά «δάνεια» στη νέα ελληνική γλώσσα είναι ελάχιστα, λίγο περισσότερο από τα αλβανικά.
Σλαβικές λέξεις στην ελληνική γλώσσα
Η ευρύτητα της πολιτισμικής σχέσης μεταξύ του Βυζαντίου και των Σλάβων διαπιστώνεται από τις αμοιβαίες γλωσσικές επιδράσεις. Η εκκλησιαστική και η διοικητική ορολογία των Σλάβων προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από τα ελληνικά, ενώ ο τρόπος σχηματισμού πολλών από τις σύνθετες λέξεις ακολουθεί ελληνικά πρότυπα.Στην ελληνική γλώσσα διατηρήθηκε μέχρι σήμερα ένας μικρός αριθμός «δάνειων» σλαβικών λέξεων που δηλώνουν κυρίως ονόματα ζώων ή φυτών, ιδιότητες του ανθρώπου, ποιμενική ή γεωργική δραστηριότητα, ενδυμασία, διατροφή και γενικά τη φύση.
Ας δούμε αναλυτικότερα τις περίπου τριάντα αυτές λέξεις. Βασική πηγή μας είναι το βιβλίο του ΚΩΣΤΑ ΕΥ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ «ΣΛΑΒΙΚΑ ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΙΔΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ».
βάβω, «ηλικιωμένη γυναίκα, γριά» (<σλαβικό babo, κλητική του αρχ. σλαβικού baba). Υπάρχει επίσης και ο τύπος μπάμπω. Το Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας της Ακαδημίας Αθηνών(ΧΛΝΓ), το ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ και το Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη, αναφέρουν ότι υπάρχουν μεσαιωνικές λέξεις βαβά και μπάμπω προερχόμενες από το baba/babo. Ωστόσο στο «ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΔΗΜΩΔΟΥΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ» του Εμμ. Κριαρά υπάρχει μόνο η λέξη «μπαμπόγερος» (και μπομπόγερος).
Η λέξη «βάλτος» είναι σλαβικής προέλευσης (<blato). Με τη σημασία αυτή, βάλτος=τέναγος, έλος, εμφανίζεται ήδη τον 12ο αιώνα.
σβάρνα «γεωργικό εργαλείο, ο βολοκόπος» (<σερβικό-σλοβενικό brana<αρχαίο σλαβικό borna)
μπράτιμος «στενός φίλος, σύντροφος» (<σλαβικό bratin=αδελφός ή βουλγαρικό bratimya)
τσάσκα «κούπα, φλιτζάνι» (<σλαβικό casca)
τσέλιγκας «ιδιοκτήτης μεγάλου κοπαδιού» (<σλαβικό celnik= επιστάτης)
τσέργα «μάλλινη κουβέρτα» (<σλαβικό cerga=τάπητας, χοντρό σκέπασμα)
ντόμπρος «ειλικρινής» (<σλαβικό dobr=αγαθός, καλός)
γκλάβα «το κεφάλι» (<σλαβικό glava= το κεφάλι)
Επίσης στη φράση: «δεν κόβει η γκλάβα του», είναι ανόητος.
Η λέξη γκλαβανή «καταπακτή» αποδίδεται από τον Γ. Μπαμπινιώτη σε ανάλογη σλαβική Klavanije «η καταπακτή», όμως η συγκεκριμένη λέξη δεν υπάρχει στα σλαβικά λεξικά. Ο Κ. Οικονόμου τη θεωρεί παραγωγή από τη λ. γκλάβα ενώ αναφέρει και τους αρωμονικούς (βλάχικους) τύπους galvanie και galvanie
Γκόλιος «νεοσσός πτηνού που δεν έχει φτερά» και μτφ. «φαλακρός» (<σλαβικό gol=γυμνός ασκεπής)
γουστέρα «είδος σαύρας» (<σλαβικό guster=σαύρα)
χλεμπονιάρης «χλομός και καχεκτικός» (<σλαβικό cleb=το ψωμί και επίθετα chleben, -bna, -bno=ο του ψωμιού). Κατά τον Ε. Μπόγκα από τις λέξεις αυτές προέρχεται η ηπειρωτική χλεμπόνα «ωχρή όψη, ελώδης καχεξία». Η έννοια «κίτρινος, ασθενικός» προέκυψε από το χρώμα του ψωμιού. Στο ΧΛΝΓ δεν υπάρχει ετυμολογία, ενώ ο Γ. Μπαμπινώτης ετυμολογεί τη λέξη από το χλεμπόν(α) «παραγινωμένο αγγούρι» ίσως <φλεμ(π)όνα<πλεμόνα, κάτι που δεν θεωρούμε πιθανό. Γενικότερα, πρόκειται για μία αβέβαιης προέλευσης λέξη.
κασόπιτα «είδος πίτας, αλευρόπιτα» (<σλαβικό kasa=το πλιγούρι,ο χυλός+πίτα). Η ετυμολογία του πρώτου συνθετικού από το αρωμουνικό casu= το τυρί, δεν ευσταθεί καθώς το τυρί δεν αποτελεί βασικό συστατικό της κασόπιτας. Η κασόπιτα είναι μία ευρέως διαδεδομένη στην Ήπειρο πίτα.
κορύτα «ξύλινη σκάφη» και καρούτα «η σκάφη» (<σλαβικό koryto=σκάφη)
κόσα «δρεπάνι με μακριά λαβή για το κόψιμο χόρτων» (<σλαβικό kosa=δρεπάνι)
κοτέτσι «ορνιθώνας» (<σλαβικό kotets=φωλιά/θάλαμος, αποθήκη)
καστραβέτσι «το αγγούρι» (<σλαβικό krastava=αγγούρι)
Το αγγούρι λέγεται στα βουλγαρικά krastavarica, στα αλβανικά kastravec-i και στα ρουμανικά crastavete και castravete
Κουνάβι «μικρό νυχτόβιο παμφάγο δύσοσμο θηλαστικό». Η λέξη είναι μεσαιωνική, κουνάδι, σλαβικής αρχής: kuna+κατάλ. -άδι
Κούρβα «η πόρνη». Η λέξη είναι μεσαιωνική. Σύμφωνα με το Λεξικό Κριαρά προέρχεται από το παλαιότερο σλαβικό Kourava=πόρνη. Λιγότερο πιθανή η ετυμολογία από το λατινικό curva.
Λόγγος (και λόγκος) «πυκνόφυτη έκταση με θάμνους» (<μεσαιωνικό λόγγος <παλαιότερο σλαβικό loga=δάσος)
Λούτσα «λακκούβα με νερό» και κυρίως στη φράση «γίνομαι λούτσα»=μουσκεύομαι (<μεσαιωνικό λούτσα <σλαβικό luza=τέλμα, βάλτος, ή το αλβανικό lluce=νερόλακκος)
Μόρα «εφιάλτης στη διάρκεια του ύπνου» (<σλαβικό mora=επιδημία, θανατικό)
Μουχρίτσα «ζιζάνιο των αγρωστωδών» (ίσως <σλαβικό muchur-ica)
Μπέμπελη «ιλαρά» και κυρίως στη φράση «βγάζω την μπέμπελη» (<σλαβικό pepel=στάχτη)
Πλόσκα «ξύλινο δοχείο νερού ή κρασιού» (<σλαβικό ploska=πλατύ δοχείο νερού)
Ο Κώστας Οικονόμου θεωρεί ότι η λέξη παγάνα «ενέδρα την οποία στήνουν οι κυνηγοί» σχετίζεται με το σλαβικό pogon=μονοπάτι<po(d) «υπό, κάτω, από» +gon=καταδίωξη)
Οι Ν. Ανδριώτης και Ε. Κριαράς ετυμολογούν τη λέξη από το ρήμα παγανεύω. Και ο Γ. Μπαμπινιώτης από το παγανεύω <λατινικό paganus=χωρικός, κάτοικος αγροτικής περιοχής).
Η λέξη παπάρα «είδος σούπας με ψωμί, νερό και λάδι» και «κομμάτι ψωμιού που έχει βουτηχτεί σε γάλα, βραστό νερό, λάδι σαλάτας, ζωμό σούπας ή σάλτσας, σύμφωνα με το ΧΛΝΓ <ιταλικό pappara. O Κώστας Οικονόμου παραθέτει τις λέξεις popara (βουλγαρική), papara (αρωμουνική) και papara (ρουμανική) με την ίδια περίπου σημασία.
Μπουχός «πυκνό σύννεφο σκόνης» και στη φράση «γίνομαι μπουχός», εξαφανίζομαι (<σλαβικό puh)
Πέστροφα «εδώδιμο ψάρι του γλυκού νερού» (<μεσαιωνικό πέστροφα <βουλγαρικό pusturva=πέστροφα)
Ρούχο «ένδυμα» (<μεσαιωνικό ρούχο<υστερολατινικό roccus ή σλαβικό rucho=πανί)
Στάνη «ποιμνιοστάσιο» (<σλαβικό stan)
Ντορός «ίχνη βαδίσματος θηραμάτων» (<σερβοκροατικό tor=ίχνος). Η αλβανική λέξη torrua από την οποία θεωρεί ο Γ. Μπαμπινιώτης ότι προέρχεται η λέξη, παράγεται από την ελληνική τορός (Δώρης Κυριαζής, «Ελληνικές επιδράσεις στην αλβανική», Διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη, 2001)
Βερβερίτσα, «ο σκίουρος» (<σλαβικό ververica)
Βίδρα «ενυδρίδα» (<σλαβικό vydra και vidra)
Ζακόνι «συνήθεια, έθιμο» (<σλαβικό zakon=συνήθεια, νόμος)
Κατά μια εκδοχή, τέλος, σλαβικής προέλευσης είναι και η αγοραία λέξη για το πέος (<butsa=εξόγκωμα, προεξοχή) (ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ). Στο ίδιο λεξικό δίνονται οι επίσης πιθανές ετυμολογίες <αρχαίο πόσθη=δέρμα που περιβάλλει το πέος ή <τουρικό puc=σχισμή γλουτών. Στο ΧΛΝΓ δεν υπάρχει ετυμολογία, καθώς η λέξη θεωρείται αβέβαιας προέλευσης.
ΥΓ. Στο άρθρο μας για τις αλβανικές λέξεις στα ελληνικά παραλείψαμε κάποιες καθώς ανήκουν στις λεγόμενες ντοπιολαλιές. Παραλείψαμε όμως να αναφέρουμε τη λέξη μαρμάγκα «η αράχνη» που χρησιμοποιείται κυρίως στη φράση «τον έφαγε η μαρμάγκα»=εξαφανίζεται ή καταστρέφεται. Η λέξη μαρμάγκα <αλβανικό merimange.
Όπως αναφέραμε η αλβανική «συνεισφορά» στην ελληνική γλώσσα είναι πενιχρότατη (10-15 λέξεις). Πώς αρκετοί σχολιαστές από αυτό, συμπέραναν ότι έχουμε αλβανική καταγωγή, κάνουμε προπαγάνδα υπέρ της Αλβανίας κλπ. αδυνατούμε να αντιληφθούμε. Ιδιαίτερα όταν σύμφωνα με άλλους σχολιαστές, ο υπογράφων είναι persona non grata στην Αλβανία…
Πηγές: ΚΩΣΤΑΣ ΕΥ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, «ΣΛΑΒΙΚΑ ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΙΔΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ», Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα, 2010.
ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΠΑΡΧΑΡΙΔΟΥ, «ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΟΙ ΣΛΑΒΟΙ», στο συλλογικό έργο «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ», ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ, ΑΘΗΝΑ, 1999
Source: karvasaras.gr |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου