Η άνοιξη είναι πια προ των πυλών. Όλη η φύση αρχίζει να αποτινάζει το παγωμένο πάπλωμα του χειμώνα που είχε σκεπάσει τα πάντα και η αναγέννηση ξεκινάει. Όλα είναι καλά ρυθμισμένα στο σύμπαν, μόλις η πρώτη ηλιαχτίδα χαϊδέψει στοργικά τη γη.
Ανέκαθεν, οι άνθρωποι υποδέχονταν τον πρώτο μήνα της άνοιξης με μεγάλη χαρά, καθώς ήταν και ο μήνας που τους έκανε να αισθάνονται όμορφα μετά από μια μεγάλη περίοδο εγκλεισμού και μελαγχολίας λόγω των άσχημων καιρικών συνθηκών. Φυσικά, παρέα με την φύση, την άνοιξη οργίαζε και η φαντασία των ανθρώπων πλάθοντας μύθους και θρύλους για όλα αυτά τα θαυμαστά που γίνονταν στον κύκλο του χρόνου.
Καθώς ξεπρόβαλε διστακτικά ο Μάρτης, άσπρες και κόκκινες κλωστές μπλέκονταν με δεξιοτεχνία από λεπτά κοριτσίστικα χέρια για να στολίσουν σαν βραχιόλια τους καρπούς τους με τη ευχή «να μην τους κάψει ο ήλιος». Αυτό το ταπεινό και γνωστό σε όλους μας κόσμημα εξακολουθεί ακόμα και τώρα να γίνεται. Είναι το έθιμο «Μάρτης» ή «μαρτάκι», όπως συχνά το αποκαλούμε. Τι όμως συμβολίζουν οι δυο κλωστές;Το θαυμαστό είναι πως το έθιμο δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό αλλά απαντάται σε ολόκληρα τα Βαλκάνια. Την 1η Μαρτίου, η ασπροκόκκινη κλωστή φοριέται στη Βουλγαρία, στην Αλβανία, στη Ρουμανία καθώς και σε άλλες βαλκανικές χώρες, έχοντας μεν διαφορετικά παρόμοια δε ονόματα, όπως «Μαρτσισόρ», «Μάρτινκα», «Βερόρε», «Μαρτσισόρ» κ.α
Στη Βουλγαρία, μέρος του ασπροκόκκινου βραχιολιού αποτελούν μία λευκή και μια κόκκινη κούκλα, ο Pizho και η Penda, συνθέτοντας τη δική τους εκδοχή του «Μάρτη», τη λεγόμενη «Μαρτενίτσα» που αποτελεί ευχή για υγεία και καλή ζωή. Στη βουλγαρική λαογραφία το λευκό χρώμα συμβόλιζε αρχικά τον ήλιο. Αργότερα, κάτω από την επιρροή του Χριστιανισμού άρχισε να συμβολίζει την ακεραιότητα και την αγνότητα. Το κόκκινο αντιπροσώπευε τη γυναίκα και την υγεία· είναι σύμβολο του αίματος, της σύλληψης και της γέννησης. Με βάση ορισμένους μύθους πάλι, η παράδοση του κόκκινου και του άσπρου έχει αποδοθεί στον θεό Άρη. Στους αρχαίους χρόνους, ο Άρης ήταν ο θεός του πολέμου αλλά και ο φύλακας της άνοιξης. Κατά τους πολέμους που πολέμησαν οι Βούλγαροι, οι γυναίκες έδιναν στους συζύγους τους κόκκινες και λευκές λωρίδες υφάσματος για να δέσουν τους καρπούς τους ως προστασία. Λέγεται ότι το λευκό χρώμα αντιπροσώπευε το ανοιχτόχρωμο πρόσωπο της γυναίκας που αφήνει πίσω ο στρατιώτης ενώ το κόκκινο χρώμα το αίμα του.
Μέχρι τις μέρες μας, οι άνθρωποι στις περιοχές αυτές φορούν τα ασπροκόκκινα βραχιόλια μια ορισμένη περίοδο, το τέλος της οποίας συνήθως σηματοδοτείται από την επιστροφή των αποδημητικών πουλιών. Μερικοί στη συνέχεια δένουν τη Μαρτενίτσα τους σε ένα δέντρο ενώ άλλοι την τοποθετούν κάτω από έναν βράχο και με βάση αυτό που βρίσκουν στη θέση της το επόμενο πρωινό, κάνουν μαντεψιές για το υπόλοιπο της χρονιάς. Άλλοι αφήνουν ένα κομμάτι κόκκινο ύφασμα έξω από το σπίτι τους. Με αυτό τον τρόπο προσπαθούν να καλοπιάσουν τη «Baba Marta», την διάσημη μαρτιάτικη γιαγιά που φέρνει μαζί της το τέλος του χειμώνα και την αρχή της άνοιξης.
Κανείς δεν γνωρίζει ακριβώς την προέλευση της «Baba Marta», όμως είναι γνωστό ότι ο μύθος της πηγαίνει πίσω αιώνες –ίσως και χιλιετίες. Ανεξάρτητα από την προέλευσή της, είναι γνωστό ότι είναι μάλλον μια από τις πιο αρχαίες παραδόσεις που υπάρχουν στη Βαλκανική Χερσόνησο και σχετίζεται με αρχαίες αγροτικές λατρείες.
Σύμφωνα με τις λαογραφικές παραδόσεις, η «Baba Marta» είναι η θηλυκή προσωποποίηση του Μάρτη. Εμφανίζεται σαν μια γριά γυναίκα που φαίνεται να είναι κακή με τους αδερφούς της, τον Γενάρη και το Φλεβάρη. Προσκαλεί τον ήλιο, τα λουλούδια και τα πουλιά για μια νέα εποχή γεμάτη ζωή. Όμως η διάθεση της αλλάζει στο λεπτό κι από ηλιόλουστες μέρες περνάμε σε χιονοθύελλες. Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο οι Βούλγαροι λένε ότι η «Baba Marta» έχει θυμώσει και έχει αφήσει τον χειμώνα να επιστρέψει. Κάποιοι λένε ότι εκείνη την περίοδο καθαρίζει το σπιτικό της και τινάζει το στρώμα της για τελευταία φορά πριν από τον επόμενο χειμώνα. Όλα τα φτερά που βγαίνουν από αυτό χύνονται στη Γη σαν χιόνι –το τελευταίο χιόνι του χρόνου. Σε μια άλλη εκδοχή του μύθου, η «Baba Marta» παρουσιάζεται ως αδελφή ή σύζυγος του Γενάρη και του Φλεβάρη. Είναι πάντα δυσαρεστημένη με αυτούς, καθώς είναι είτε μεθυσμένοι είτε φασαριόζοι. Η γριά τότε θυμώνει, με αποτέλεσμα ο καιρός να χαλάει. Όταν όμως είναι ευτυχισμένη ο ήλιος βγαίνει και όλα είναι φωτεινά.
Σύμφωνα με μια ευρέως διαδεδομένη ιστορία, που μοιάζει και με την δική μας ιστορία της γριάς που κορόιδεψε τον Μάρτη, είναι η ακόλουθη: Ένας βοσκός αποφάσισε να ανεβάσει τα κοπάδια στα βουνά κατά τις τελευταίες ημέρες του Μαρτίου. Σκεπτόμενος ότι η «Baba Marta» έφυγε, αφού βγήκε έξω την περιγέλασε λέγοντας: «Baba Marta εγώ τα έβγαλα έξω τα γίδια μου δεν θα με παγώσεις. Φύγε». Η «Baba Marta» εξοργίστηκε με αυτό και ζήτησε από τον μικρότερο αδερφό της, τον Απρίλιο, να της δανείσει λίγες μέρες. Ο Απρίλιος πραγματοποίησε την επιθυμία της και αυτές οι μέρες ονομάζονται «δανεικές ημέρες» στη βουλγαρική λαϊκή παράδοση. Η «Baba Marta» έριξε χιόνια που παγίδεψαν τον βοσκό και τα κοπάδια στα βουνά.
Μια διαφορετική λαογραφική «γιαγιά» που μεταφέρει το μήνυμα του ερχομού της άνοιξης είναι η «Baba Dochia». Αυτή τη φορά θα ταξιδέψουμε μέχρι τη Ρουμανία κι εκεί θα βρούμε τους μύθους που μπλέκονται γύρω και από αυτή τη βαλκάνια γιαγιά. Πιθανολογείται ότι το όνομα προέρχεται από το βυζαντινό ημερολόγιο, στο οποίο γιορτάζεται την 1η Μαρτίου η αγία Ευδοκία (Evdokia). Η ρουμανική Dochia είναι η προσωποποίηση της ανθρώπινης αναμονής για την επιστροφή της άνοιξης. Αρχικά, η Dochia γιορταζόταν ως αγροτική και σεληνιακή θεότητα. Το ίδιο το φεγγάρι, ως θεότητα, θεωρούνταν ότι εξυπηρετούσε σκοτεινές δυνάμεις σε αντίθεση με τον Ήλιο, τον προστάτη του φωτός και της ζωής. Με διάφορους μύθους να τη «στολίζουν», η «Baba Dochia» θεωρείται μια από τις σπουδαιότερες λαογραφικές φιγούρες της Ρουμανίας.
source pic: victoria-eu.com |
Σύμφωνα με την παράδοση, παρουσιάζεται άλλες φορές με τη μορφή ενός όμορφου κοριτσιού και άλλες φορές με την εμφάνιση μιας γηραιάς κυρίας. Μερικοί μύθοι περιγράφουν τη Dochia ως την όμορφη κόρη του Decebal, του βασιλιά των γενναίων Δακίων, των προγόνων της Ρουμανίας. Λέγεται ότι, αφού νικήθηκαν από τους Ρωμαίους το 106 μ.Χ., οι Δάκες προσπάθησαν να διαφύγουν και να κρυφτούν στα πυκνά δάση των Καρπαθίων Ορέων. Ο βασιλιάς, βλέποντας τον στρατό του νικημένο προτίμησε να αυτοκτονήσει παρά να συλληφθεί από τους Ρωμαίους. Η όμορφη κοπέλα προσπάθησε να δραπετεύσει, αλλά ο αυτοκράτορας Τραϊανός διέταξε τους καλύτερους στρατιώτες του να τη συλλάβουν. Περήφανη και γενναία, η Dochia έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Για εκείνη, δεν υπήρχε μεγαλύτερη ντροπή από το να τη συλλάβουν και να την παντρέψουν με τον Τραϊανό. Έτσι, όταν η Dochia είδε πως πλησίαζαν οι στρατιώτες, ανέβηκε σε έναν απόκρημνο βράχο και ρίχτηκε στις μυτερές πέτρες. Ακόμα και σήμερα, ο βράχος αυτός φέρει το όνομά της.
Άλλοι πιο διάσημοι θρύλοι της Dochia είναι εκείνοι που την συνδέουν με την άφιξη της άνοιξης. Υπάρχουν πολλές εκδοχές της ιστορίας που διαδίδονται σε όλη τη Ρουμανία, ωστόσο ο πυρήνας τους είναι ο ίδιος. Λέγεται ότι μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε μια γριά κυρία, η «Baba Dochia». Είχε ένα γιο, τον Dragobete, ένα όμορφο και ευγενικό αγόρι που κάποια στιγμή ερωτεύτηκε ένα κορίτσι. Η αγάπη τους ήταν τόσο δυνατή που παντρεύτηκαν αμέσως χωρίς την έγκριση της μάνας του. Εκείνη, θυμωμένη γι’ αυτό, αποφάσισε να δώσει ένα μάθημα στη νέα κόρη της. Έτσι, μια κρύα χειμωνιάτικη μέρα, η «Baba Dochia» έδωσε στο κορίτσι μια μπάλα μαύρου μαλλιού και της ζήτησε να πάει στο ποτάμι για να πλύνει το μαλλί μέχρι να γίνει λευκό, απειλώντας την να μην τολμήσει να επιστρέψει μέχρι να ολοκληρωθεί η δουλειά. Το νεαρό κορίτσι συνειδητοποίησε ότι ήταν αδύνατον, αλλά πήγε στο ποτάμι, ελπίζοντας σε ένα θαύμα. Εκεί, άρχισε να πλένει το μαλλί στα παγωμένα νερά του ποταμού. Τα χέρια της γρήγορα γέμισαν πληγές και άρχισαν να αιμορραγούν, όμως το μαλλί παρέμεινε μαύρο. Ξαφνικά τότε, από το πουθενά, εμφανίστηκε ένας παράξενος άνθρωπος, την λυπήθηκε και ήρθε κοντά της. Της έδωσε ένα όμορφο κόκκινο λουλούδι, λέγοντας ότι αν βάλει το λουλούδι στο νερό, το μαλλί θα γίνει λευκό. Το κορίτσι έκανε ό,τι της είπε ο άντρας και αυτό ακριβώς συνέβη. Υστέρα επέστρεψε με χαρά στο σπίτι, αλλά η «Baba Dochia», δεν ήταν καθόλου χαρούμενη γι’ αυτό. Ακούγοντας κιόλας την ιστορία της, την κατηγόρησε πως είχε και εραστή. Βλέποντας όμως το κόκκινο λουλούδι στα χέρια του κοριτσιού, η «Baba Dochia» πίστεψε ότι είχε έρθει ήδη η άνοιξη. Έτσι αποφάσισε να φύγει και να πάει τα πρόβατά της στα βουνά, παίρνοντας μαζί της εννιά ή δώδεκα παλτό. Όσο πιο ψηλά ανέβαινε, όμως, ο καιρός γινόταν ολοένα και πιο ζεστός κάνοντας τη να βγάζει από πάνω της κι από ένα παλτό ώσπου την ενάτη μέρα απέμεινε μόνο με μια μπλούζα. Για κακή της τύχη, το βράδυ ένας ψυχρός άνεμος άρχισε να φυσάει καθώς ο χειμώνας ήταν ακόμα παρών. Η Dochia πάγωσε με τα πρόβατά της και έγιναν πέτρες σύμφωνα με το θρύλο. Οι πέτρες είναι ορατές ακόμα και σήμερα στο βουνό Ceahlaul και αποτελούν ζωντανή απόδειξη αυτού του ρουμανικού μύθου.
Σε ορισμένες εκδοχές αυτού του μύθου, πιστεύεται ότι ο παράξενος άντρας που βοήθησε την κοπέλα ήταν ο Μάρτιος, ο αγγελιοφόρος της άνοιξης. Μια άλλη εκδοχή, πιθανώς επηρεασμένη από τον χριστιανισμό, λέει ότι η κοπέλα ήταν ο Μάρτιος και ο άνθρωπος που την βοήθησε ήταν ο Ιησούς. Μια άλλη παραλλαγή στην ιστορία της «Baba Dochia» είναι πως αυτή η ηλικιωμένη κυρία είχε έναν γιο ονόματι Dragomir, ο οποίος ήταν παντρεμένος με μια όμορφη κοπέλα. Όμως η Dochia κακομεταχειριζόταν τη νύφη της, στέλνοντάς την μάλιστα να μαζέψει μούρα στο δάσος στα τέλη Φεβρουαρίου μέσα στο χιονιά. Ο Θεός εμφανίστηκε στο κορίτσι ως γέρος και την βοήθησε στο έργο της. Όταν η Dochia είδε τα μούρα, σκέφτηκε ότι η άνοιξη έχει επιστρέψει και έφυγε, με την κατάληξη της να παραμένει η ίδια, με αυτή της εκδοχής που παρατέθηκε πιο πάνω.
Στη Ρουμανία, σύμφωνα με τη λαογραφία, οι ημέρες στις αρχές Μαρτίου θεωρούνταν ημέρες μιας νέας αρχής ή ημέρες της «Baba Dochia». Ως ανάμνηση των παραπάνω ιστοριών υπήρχε η παράδοση του «babele», το οποίο συνέδεε τις εννιά πρώτες ημέρες του Μαρτίου με τα εννιά παλτά που βγάζει η «Baba Dochia». Με βάση αυτήν την παράδοση, και τις καιρικές συνθήκες εκείνων των ημερών, οι άνθρωποι προέβλεπαν πώς θα ήταν το υπόλοιπο του έτους. Επέλεγαν μία από τις εννιά πρώτες ημέρες του Μαρτίου, μια «Baba» όπως την αποκαλούσαν, και περίμεναν να δουν πώς θα ήταν η μέρα αυτή. Αν ήταν ηλιόλουστη και καθαρή, θα ήταν χαρούμενοι, αλλά εάν ήταν μουντή και συννεφιασμένη θα έπρεπε να περιμένουν μερικά προβλήματα. Ωστόσο, αν χιόνιζε υπήρχε μια πιθανότητα να γίνουν πλούσιοι ή πλουσιότεροι. Έπρεπε να επιλέξουν τη «Baba» τους τουλάχιστον μια μέρα πριν και να αγνοήσουν τις ενδεχόμενες προγνώσεις καιρού για αυτήν την περίοδο. Στη ρουμανική γλώσσα «babele» είναι ο πληθυντικός του «baba», που σημαίνει γιαγιά.
Όπου κι αν βρισκόμαστε τον Μάρτη, σε όποια μεριά της Βαλκανικής Χερσονήσου, είτε φοράμε ασπροκόκκινο βραχιολάκι είτε όχι, οι ιστορίες αυτές θα μας συντροφεύουν όπως και τόσες γενιές πριν από μας. Το θαυμαστό είναι πως η άνοιξη σιγά σιγά πλησιάζει και το ακόμα πιο θαυμαστό είναι πως μέσα από αυτούς τους κοινούς μύθους και τα έθιμα συνειδητοποιούμε πως οι λαοί δεν έχουν τίποτα να τους χωρίζει αλλά πολλά να τους ενώνουν.
Καλό Μάρτη. Честита Баба Марта. Happy Baba Marta!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου