links

ΚΑΙΡΟΣ

ΚΕΡΑΜΙΔΙ ΒΑΛΤΟΥ Καιρός

Τετάρτη 3 Μαρτίου 2021

Αφιέρωμα 200 χρόνια από την Ελληνική επανάσταση 1821-2021: Ανδρέας Μιαούλης

Άσπρη θάλασσα λέγαν παλιά το Αιγαίο πέλαγος. Το λέγαν έτσι επειδή πολλοί βόρειοι άνεμοι την έκαναν αφρισμένη. 

Ίσως να έπαιξε ρόλο και το ότι πλοία των Ελλήνων με λευκά πανιά βολτάριζαν ανά τους αιώνες πάνω στο πέλαγος αυτό. Από την Μυκηναϊκή εποχή ως σήμερα το Αιγαίο πέλαγος είναι Ελληνικό. 

Πάνω σε αυτό τόσοι και τόσοι θρυλικοί καπετάνιοι είχαν περάσει. Ανάμεσά τους ήταν ο πιο τρομερός καπετάνιος του 1821, ο Ανδρέας Μιαούλης. Ο ναύαρχος του Αγώνα, ο φόβος και τρόμος των Τούρκων ναυτών, ο μεγάλος ήρωας γεννήθηκε στην Ύδρα το 1769.

1821: Το άνθος της Λευτεριάς

Το κανονικό όνομα του Ανδρέα Μιαούλη ήταν Βώκος. Το «Μιαούλης» ήταν παρατσούκλι που λένε ότι του είχε μείνει από το πρώτο πλοίο που αγόρασε το τούρκικο «Μιαούλ» (=μικρή βάρκα). Η οικογένεια του Μιαούλη, οι Βωκαίοι, ερχόταν από την Εύβοια και έναν αιώνα πριν την γέννηση του ήρθαν στην Ύδρα που ήταν τότε για τους Τούρκους ένα νησί χωρίς σημασία καθώς το θεωρούσαν πολύ αδύναμο.

Διάλεξαν λοιπόν οι Βωκαίοι το νησί για δεύτερη πατρίδα τους και ο Ανδρέας από πολύ μικρή ηλικία φάνηκε πως ήταν ζωηρός, επιθετικός και πεισματάρης. Τσακωνόταν με παιδιά, μικρά και μεγάλα, και τα έδερνε ανελέητα. Ο πατέρας του, Δημήτρης Βώκος, προσπαθούσε να τον δασκαλέψει αλλά το μόνο που κατάφερνε ήταν να τον κάνει ακόμα πιο επιθετικό. Έφτασε σε σημείο ο πατέρας του εκνευρισμένος να σταματήσει να ασχολείται μαζί του. 

Ο Ανδρέας όμως δεν είχε το μυαλό στους καβγάδες και στις φασαρίες. Το μυαλό το είχε στη θάλασσα και στα καράβια. Έβλεπε κάθε τόσο στα λιμάνια τους μπαρουτοκαπνισμένους καπετάνιους να κατεβαίνουν από τα πλοία τους και τα πλούσια ρούχα τους. Είχε την βαθιά επιθυμία να γίνει ένας απ’ αυτούς και να κάνει ταξίδια σε όλους τους ωκεανούς. Αυτή η επιθυμία φάνηκε στα οχτώ του χρόνια: ένα πρωί εκείνος με άλλους τρεις φίλους του έκλεψαν μία βάρκα από ένα λιμάνι και άρχισαν να κάνουν βόλτες πάνω στα κύματα! Είχε βραδιάσει όταν αποφάσισαν να γυρίσουν αλλά ξέσπασε μία φουρτούνα! 

Ο κόσμος είχε μαζευτεί γύρω από το λιμάνι να δει τι θα γίνονταν η βάρκα με τα παιδιά. Όλοι απελπισμένοι πίστευαν ότι θα πνιγούν αλλά εντυπωσιάστηκαν όταν είδαν την βάρκα να επιστρέφει και τα παιδιά σώα και αβλαβή! Ο μικρός Ανδρέας είχε αναλάβει «καπετάνιος» της βάρκας και με τις διαταγές του είχε σώσει τα παιδιά από τον βέβαιο θάνατο! Ωστόσο το ξύλο που έφαγε από τον πατέρα του δεν μιλιέται…

Ωστόσο απ’ όλη την οικογένειά του μόνο ένας τον θαύμαζε: ο Γιώργης Στύπας, ο θείος του, που ήταν μεγάλος μπαρουτοκαπνισμένος καπετάνιος του οικογενειακού πλοίου του πατέρα του. Κάθε φορά λοιπόν που ο Ανδρέας έκανε τις αταξίες του πήγαινε στο σπίτι του θείου του να κρυφτεί από τον πατέρα του. Ωστόσο μία μέρα ο Ανδρέας, δώδεκα χρονών πια δεν ήρθε να κρυφτεί αλλά να ζητήσει από τον θείο του να τον κάνει ναύτη στο οικογενειακό του καράβι. 

Ο Στύπας, αν και δίστασε για λίγο, το ζήτησε την επόμενη μέρα από τον πατέρα του και τελικά ο Ανδρέας έγινε ο τελευταίος μούτσος του πλοίου! Παρ’ ‘λα αυτά τα πράγματα δεν ήσαν τόσο ευχάριστα όσο περίμενε. Καθώς είχε την κατώτερη θέση πάνω στο πλοίο οι άλλοι ναύτες ήταν πολύ σκληροί μαζί του. Τον κορόιδευαν, τον ενοχλούσαν, τον φορτώνανε με δουλειές, δεν τον άφηναν σε χλωρό κλαρί. Όμως η αίσθηση το ότι ταξίδευε με ένα πλοίο σε  διάφορες χώρες ενθουσίαζε τόσο πολύ τον Ανδρέα που ξεχνούσε όλα τα άλλα βάσανα και τις ταλαιπωρίες πάνω στο πλοίο. Σύντομα άρχισε να αναλαμβάνει διάφορες θέσεις, άλλες φορές μούτσος, άλλες φορές λοστρόμος κι άλλες φορές μάλιστα πηδαλιούχος. Πέρασε κάμποσες περιπέτειες και φουρτούνες και σιγά-σιγά το όνειρο του να γίνει καπετάνιος φάνηκε να γίνεται πραγματικότητα…

Όταν ο Στύπας παράτησε τα πλοία ο Αντρέας, 17 χρονών πια, ζήτησε από τον πατέρα του να του δώσει το πλοίο. Ο πατέρας του αρνήθηκε αυστηρά και ο Αντρέας πήρε μία τρομερή απόφαση: να γίνει κουρσάρος! Αυτή την ιδέα του την έβαλε στο μυαλό ο Μιχάλης Χατζημιχάλης που ένας συγγενής του είχε ένα καράβι. Αποφασισμένοι να το κλέψουν, μάζεψαν ένα τσούρμο μαντράχαλους και μία νύχτα, αφού έλυσαν το καράβι από το λιμάνι, σάλπαραν κι άρχισαν να κυνηγάνε ξένα πλοία…

Ωστόσο αυτή η χαρά για τον Αντρέα δεν κράτησε πολύ. Τρία χρόνια αργότερα ένα μαλτέζικο πειρατικό καράβι επιτέθηκε στο πλοίο τους και το πλήρωμα του Αντρέα, μιας και δεν είχε αντιμετωπίσει τόσο σφοδρή επίθεση, το βάλε στα πόδια. Ο Αντρέας απελπισμένα προσπάθησε να αμυνθεί αλλά δεν τα κατάφερε. Πιάστηκε απ’ τους Μαλτέζους αλλά τους ξέφυγε με ένα απλό τέχνασμα. Γύρισε στην Ύδρα όπου ο πατέρας του τον έβαλε στο πλήρωμα του Αντώνη Βώκου, του μεγαλύτερου αδερφού του. Σύντομα όμως ο Αντρέας ξέσπασε και αρπάζοντας μία κάσα χρυσάφι από το κελάρι του πλοίου το έσκασε και πήγε στην Κρήτη. Εκεί αγόρασε το πλοίο με το όνομα «Μιαούλ».

Άρχισε πάλι λοιπόν να οργώνει τις θάλασσες και σιγά-σιγά άρχισαν να τον φοβούνται όλοι οι ναυτικοί της Μεσογείου. Ωστόσο υπήρχαν περιστατικά όπου ο Μιαούλης και το πλήρωμα του κινδύνεψαν θανάσιμα. Η πιο επικίνδυνη, αλλά και θρυλική, περίπτωση ήταν το 1800 όταν ο Μιαούλης αιχμαλωτίστηκε από τον ίδιο τον σπουδαίο Άγγλο ναύαρχο Οράτιο Νέλσων! Ήταν στο Κάδιξ της Ισπανίας όταν ο Μιαούλης προσπαθούσε να περάσει προμήθειες στην πόλη αλλά επειδή οι Άγγλοι, που τότε είχαν πόλεμο με τους Ισπανούς, εφάρμοζαν αποκλεισμό αιχμαλωτίστηκαν και ο Μιαούλης συναντήθηκε με τον Νέλσων πάνω στο πλοίο του. Την ώρα της ανάκρισης ο Νέλσων ρώτησε τον Μιαούλη:

-Αν ήμουν εγώ στην θέση σου και ’συ στην δική μου τί θα έκανες;

-Θα σε κρεμούσα φυσικά, απάντησε ψύχραιμα ο Μιαούλης.

Ο Νέλσων εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από το θάρρος και την αφοβία του Μιαούλη που τον άφησε ελεύθερο. Ωστόσο πριν φύγει ο Άγγλος ναύαρχος προφήτεψε: «Αυτός ο άνθρωπος θα κάνει στην πατρίδα ή πολύ καλό ή πολύ κακό» Και έκανε και τα δύο…

Στα 1816 ο Μιαούλης, 47 χρονών πια, αποφάσισε να εγκαταλείψει το ναυτικό και να δώσει τα πλοία του στα παιδιά του (ήταν παντρεμένος και είχε έξι παιδιά, εκ των οποίων τα περισσότερα ήταν ενήλικα). Άλλωστε ήταν ήδη πάμπλουτος και με τα πλούτη που είχε μπορούσαν να ζήσουν μέχρι και τα εγγόνια του. Υπήρχε όμως και ένας άλλος λόγος που εγκατέλειπε το εμπόριο: η καταραμένη ποδάγρα. Υπέφερε σχεδόν καθημερινά από επίπονους ρευματισμούς στα πόδια και δεν άντεχε άλλο, ήθελε να ξεκουραστεί πια.

Τις επόμενες τέσσερις χρονιές η κρυφή Φιλική Εταιρεία, που εξακολουθούσε να ψάχνει πατριώτες για να επαναστατήσουν, αποφάσισε να στρατολογήσει και τον Μιαούλη μιας και ως ναύαρχος θα μπορούσε να είναι εξαίσιος. Γι’ αυτόν τον σκοπό στάλθηκε ο «Ορφέας των Φιλικών», ο Χρήστος Παπαγεωργίου, ο ευρύτερα γνωστός Αναγνωσταράς. Ο Αναγνωσταράς είχε κερδίσει αυτόν τον τίτλο γιατί μυούσε άτομα στην Φιλική Εταιρεία με τον ξεχωριστό τρόπο να τους τραγουδάει απαγορευμένα τραγούδια και ποιήματα όπως για παράδειγμα ο Θούριος του Ρήγα Βελεστινλή. Με αυτήν την μέθοδο προσπάθησε να μυήσει και τον Ανδρέα Μιαούλη. Αλλά ήταν άτυχος γιατί ο Μιαούλης είχε μάθει για την ύπαρξη της Εταιρείας και, όσο φλογερός πατριώτης κι αν ήταν, είχε πάρει απόφαση να μην πάρει μέρος σε μία τέτοια δράση γιατί ήταν αβέβαιος για την επιτυχία που θα είχε η Επανάσταση. Αρνήθηκε λοιπόν να γίνει μέλος της Εταιρείας. Προσπάθησαν και άλλοι δύο να τον μυήσουν, ο περιβόητος Παπαφλέσσας και ο Οικονόμου. Και οι δύο όμως απέτυχαν. Αυτό όμως δεν σήμαινε πως δεν θα αναλάμβανε δράση ο Μιαούλης που θα φανεί στην συνέχεια…

Στις αρχές Απριλίου του 1821 η Επανάσταση σαν φωτιά επεκτάθηκε από την Πελοπόννησο στην Ύδρα. Το νησί ξεκίνησε την εξέγερση του με επιτυχία και οι Έλληνες ύψωσαν το λάβαρο της λευτεριάς στα τότε εμπορικά πλοία τους και με το ταμείο που δημιουργήθηκε στο νησί κατάφεραν να τα οπλίσουν. Αρχηγός του Ελληνικού στόλου εκλέχθηκε ο Γιακουμάκης (=Ιάκωβος) Τομπάζης. Ο Τομπάζης εισηγήθηκε στην επιτυχημένη πυρπόληση του Τουρκικού πλοίου στην Ερεσό αλλά δεν κατάφερε να κάνει και πολλά στον τομέα της πειθαρχίας του στόλου. Άλλωστε δεν είχε και πολλή μεγάλη εμπειρία σε πολεμικές επιχειρήσεις. Οι Υδραίοι άρχοντες του νησιού γνώριζαν πως χρειάζονταν ένα ακόμη πιο στιβαρό χέρι για να διευθύνει την ναυτική Επανάσταση. Και όλοι γνώριζαν πως ο καταλληλότερος για αυτήν την δουλειά ήταν ο Μιαούλης και όλοι γνώριζαν πως ήταν αρνητικός με όλα αυτά. Μα δεν υπήρχε καιρός για χάσιμο. Έστειλαν αμέσως τον Λάζαρο Κουντουριώτη να πείσει τον Ναύαρχο να λάβει μέρος στον Αγώνα. Ο Κουντουριώτης κατάφερε το ακατόρθωτο: έπεισε τον Μιαούλη να ακολουθήσει στον Αγώνα για την ελευθερία μέσα σε μία μόλις ημέρα! Άλλωστε δεν ήταν και πολύ δύσκολο γιατί ένα γεγονός είχε επηρεάσει τον Μιαούλη πολύ:  ο γιος του, ο Δημήτρης είχε συνδράμει την Επανάσταση και ο πατέρας του, συγκινημένος από όλα αυτά τα γεγονότα που συνέβαιναν γύρω του, πήρε την απόφαση να γίνει συγκυβερνήτης του στόλου μαζί με τον Τομπάζη!  

Ήταν Αύγουστος του 1821 όταν συνέβη αυτό…

Ο στόλος όμως που ανέλαβε να διοικήσει ο Μιαούλης κάθε άλλο παρά στόλος ήταν. Απειθαρχία κυριαρχούσε παντού, δεν υπήρχε οργάνωση στον στόλο, ο κάθε καπετάνιος έκανε ό,τι ήθελε. Ο Μιαούλης και ο Τομπάζης με πολύ κόπο προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν αυτά τα προβλήματα. Ο χρόνος όμως σύντομα λιγόστεψε γιατί ακούστηκε πως μία Τούρκικη αρμάδα αποτελούμενη από 95 ισχυρά πλοία με αρχηγό τον ναύαρχο Νασουχζαντέ Αλή πασά ετοιμάζονταν να αποβιβάσουν στρατό στα κάστρα της Κορώνης, της Πάτρας και της Κορίνθου πριν η Τρίπολη κατακτηθεί  από τους Έλληνες. Το πρώτο κάστρο το είχαν προλάβει και ο στόλος βρισκόταν στα παράλια της Ζακύνθου, Τριφυλίας και Ηλείας, απλωμένος στο Ιόνιο πέλαγος.

Ο Μιαούλης και ο Τομπάζης αμέσως έκπλευσαν με είκοσι πλοιάρια από τον στόλο της Ύδρας ενώ παράλληλα έκαναν εκκλήσεις στις Σπέτσες και στα Ψαρά για ενισχύσεις. Τελικά έλαβαν από εκεί δεκαοχτώ επιπλέον πλοιάρια. Με τα τριάντα οχτώ τους πλοία οι Έλληνες διοικητές έφτασαν κοντά στην Ηλεία στις 28 Σεπτεμβρίου 1821. Από εκεί διέκριναν τα πρώτα τουρκικά πλοία. Η κατά μέτωπο ναυμαχία έπρεπε να αποφευχθεί με κάθε μέσο γιατί τα μικρά πλοία των Ελλήνων δεν μπορούσαν να συγκριθούν με τα μεγάλα Τούρκικα. Έτσι αναγκάστηκαν να κάνουν μανούβρες και να παρασύρουν τα Τούρκικα στις ακτές όπου δεν μπορούσαν να δράσουν λόγω του μεγάλου μεγέθους τους και βάρος τους. Τα δεύτερα αναγκαζόντουσαν να στέλνουν βάρκες επιβίβασης στα Ελληνικά πλοία τα οποία με την σειρά τους κανονιοβολούσαν τις βάρκες και τις διέλυαν. Μετά από 48 περίπου ώρες αψιμαχιών η Αγγλοκρατούμενη τότε Ζάκυνθος, ενθαρρυμένοι από  την δράση του Ελληνικού στόλου εξεγέρθηκαν και έδιωξαν τα Τουρκικά πλοία από τις ακτές τους ώσπου οι Άγγλοι κυρίαρχοι τους έβαλαν πάλι σε τάξη. Οι Έλληνες λοιπόν ύστερα από μία επίθεση κατά των Τούρκων που έληξε με αμφίρροπο αποτέλεσμα αποφάσισαν να φύγουν στις 3 Οκτωβρίου. Μπορεί να μην ανέκοψαν την πορεία της αρμάδας, αλλά τους καθήλωσαν εκεί για αρκετό καιρό. Άλλωστε, εκτός από τις ζημιές που υπέστησαν τα τουρκικά πλοία, 18 τουρκικές βάρκες επιβίβασης είχαν καταστραφεί και είχαν χάσει 600 άνδρες.

Στη συνέχεια η Ύδρα, οι Σπέτσες και τα Ψαρά έφτιαξαν ένα ταμείο, στο οποίο πολλά χρήματα έδωσε και ο ίδιος ο Ανδρέας Μιαούλης, και έναν στόλο ολοκληρωμένο και πειθαρχημένο, που τον ονόμασαν Τρινήσιο. Ο Γιακουμάκης Τομπάζης όμως δεν θα ήταν πια άλλο διοικητής. Αναγνωρίζοντας τον Μιαούλη ως τον καλύτερο άνθρωπο που μπορούσε να αναλάβει την αρχηγία, εγκατέλειψε την θέση του και ανέλαβε αυτή του υποδιοικητή. Άρα όλη η αρχηγία του στόλου ήρθε στα χέρια του Μιαούλη!

Δεν άργησε να ξαναναλάβει δράση ο Μιαούλης. Τον Ιανουάριο του 1822, μία άλλη μεγάλη Τούρκικη αρμάδα με αρχηγό τον Καρά Μεχμέτ πασά κατευθυνόταν στην Πάτρα με σκοπό τον ανεφοδιασμό της. Ο Μιαούλης κινήθηκε με τον Τρινήσιο στόλο εναντίον της αρμάδας. Λόγω του χειμώνα και της φουρτουνιασμένης θάλασσας τα πλοία των Ελλήνων άργησαν να καταφθάσουν. Ο τουρκικός στόλος πρόλαβε να ανεφοδιάσει την Πάτρα. Αυτό όμως δεν σήμαινε τίποτα για τον Μιαούλη. Έναν χρόνο σχεδόν ο Ελληνικός στόλος δεν είχε πραγματοποιήσει κανονική ναυμαχία κατά μέτωπο. Είχε έρθει όμως η ώρα να γίνει και αυτό το ήξερε καλά ο Μιαούλης. Αφού μετακίνησε τα πλοία του προσωρινά στο Μεσολόγγι, στις 20 Φεβρουαρίου 1822 ο Ελληνικός στόλος επιτέθηκε αιφνιδιαστικά εναντίον της αρμάδας που είχε αγκυροβολήσει στην Πάτρα. Ξαφνιασμένοι οι Τούρκοι που δεν περίμεναν την επίθεση των Ελλήνων με τόσο άσχημο καιρό πανικοβλήθηκαν. Προσπάθησαν να σπάσουν τον κλοιό των Ελλήνων πράγμα που τους πήρε 6 ώρες, εκατοντάδες νεκρούς, πολλές ζημιές στα πλοία τους και την σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή ενός πλοίου τους. Κατάφεραν να διαφύγουν στην Ζάκυνθο και ο Μιαούλης θα τους κυνήγαγε αν οι Άγγλοι δεν του απαγόρευαν την είσοδο στα Ιόνια νησιά. Αυτό όμως δεν είχε σημασία γιατί ο Ελληνικός στόλος είχε εκτελέσει την πρώτη του κανονική ναυμαχία. Και ήταν νικηφόρα!

Το ταμείο των Ύδρας-Σπετσών-Ψαρών όμως δεν ήταν ικανό να αναπληρώσει τις ζημιές του Ελληνικού στόλου και να πληρώσει τους μισθούς των ναυτών. Άδειασε γρήγορα και ήταν δύσκολο να αναπληρωθεί το κενό. Η τότε Κυβέρνηση αγνόησε το γεγονός πως ο στόλος έμενε αχρηστευμένος. Και πάνω σε αυτό μία άλλη είδηση ανησυχεί ακόμη πιο πολύ τους Έλληνες: Ο Νασουχζαντέ Αλή πασάς με στόλο και στρατό απειλούσε την Χίο. Ο Μιαούλης επανειλημμένα ζητούσε από την Κυβέρνηση να του παραχωρήσει χρήματα για τον στόλο πριν συμβεί κάτι κακό. Όταν όμως βρέθηκαν τα χρήματα το κακό είχε ήδη συμβεί. Οι Τούρκοι αποβιβάστηκαν στην Χίο και κατάσφαξαν πάνω από 20.000 κατοίκους του νησιού! Ο Μιαούλης οργισμένος και λυπημένος ταυτόχρονα που δεν μπόρεσε να βοηθήσει αυτούς τους ανθρώπους ορκίστηκε να πάρει εκδίκηση…

Και η εκδίκηση δεν άργησε να έρθει. Σύντομα παρουσιάστηκαν δύο γενναίοι πυρπολητές: ο Ανδρέας Πιπίνος και ο Κωνσταντίνος Κανάρης. Τον δεύτερο τον εμπιστεύονταν πιο πολύ ο Μιαούλης γιατί είχε πολεμήσει και στην ναυμαχία της Πάτρας. Τον ανέθεσε λοιπόν αρχηγό της αποστολής για την πυρπόληση του τουρκικού στόλου. Η απάντηση του Κανάρη ήταν απλή:

-Ευχαριστώ πολύ. Είμαι έτοιμος.

Και πράγματι ήταν έτοιμος. Το βράδυ της 6ης Ιουνίου 1822, όταν οι Τούρκοι γιόρταζαν την τελευταία νύχτα του Ραμαζανιού τους, ο Κανάρης και ο Πιπίνος εξόρμησαν με δύο πυρπολικά εναντίον του στόλου. Ο Πιπίνος δεν κατάφερε να προσδέσει το πυρπολικό του σε κάποιο εχθρικό πλοίο με αποτέλεσμα να το αφήσει να καεί χωρίς αποτέλεσμα (ο ίδιος αποχώρησε με τους άνδρες του πριν την έκρηξη του). Ο Κανάρης όμως ήταν πιο τυχερός. Έδεσε γερά το πυρπολικό του στην ναυαρχίδα του Νασουχζαντέ Αλή πασά και, αφού αποχώρησε, το πυρπολικό ανατινάχτηκε παίρνοντας στον υγρό τάφο του 2.000 ναύτες και τον ίδιο τον Νασουχζαντέ Αλή!

Μετά την καταστροφή του Δράμαλη το 1822 οι Έλληνες πολιόρκησαν ο κάστρο του Ναυπλίου. Ο Σουλτάνος, για να μην χάσει ένα από τα τελευταία προπύργια του στην Πελοπόννησο, έχρισε ναύαρχο τον Καρά Μεχμέτ ο οποίος κινήθηκε με περισσότερα από 80 πλοία να ανεφοδιάσει το Ναύπλιο. Ο Μιαούλης επειγόντως μάζεψε περίπου 70 πλοία και αποφάσισε να σταματήσει την πορεία του στόλου στο λιμάνι του Ναυπλίου. Αφού κατέστρωσε ένα σχέδιο μάχης περίμενε τον εχθρό. Οι Τούρκοι φάνηκαν στις 8 Σεπτεμβρίου. Ο Μιαούλης έκανε μία τακτική υποχώρηση για να τους περικυκλώσει αλλά τέσσερις πλοίαρχοι δεν τον άκουσαν και επιτέθηκαν στον στόλο. Ο Μιαούλης αναγκάστηκε να τους ακολουθήσει για να μην καταστραφούν και σύντομα ξεκίνησε ναυμαχία η οποία κράτησε όλη την ημέρα. Τελικά χρειάστηκαν να καούν άσκοπα δύο πυρπολικά για να εκφοβίσουν τον στόλο και τον κάνουν να υποχωρήσει. Τρεις μέρες αργότερα ο στόλος κινήθηκε ξανά αλλά απέτυχε για δεύτερη φορά. Τελικά αναγκάστηκαν να στείλουν ένα Αγγλικό και ένα Αυστριακό πλοίο για να εφοδιάσουν το Ναύπλιο αλλά ο Μιαούλης σε συνεργασία με την Μπουμπουλίνα τα αιχμαλώτισαν. Το Ναύπλιο τελικά έπεσε στα χέρια των Ελλήνων στις 30 Νοεμβρίου 1822.

Το 1823 ήταν ο χειρότερος χρόνος που πέρασε ο Μιαούλης. Δεν σημείωσε καμία στρατιωτική επιτυχία γιατί είχε να αντιμετωπίσει την καταραμένη διχόνοια μεταξύ των ναυτών και καπετάνιων. Αυτό εκμεταλλεύτηκε ο νέος ναύαρχος του Τουρκικού στόλου, ο Μεχμέτ Χοσρέφ πασάς. Ανακοίνωσε στους Έλληνες πως αν σταματήσουν τις επαναστάσεις στα νησιά θα ανταμειφθούν και αν όχι θα τιμωρηθούν σκληρά. Η τακτική του αυτή άρχισε να δουλεύει ιδίως αφού η Ελληνική Κυβέρνηση επέβαλε φόρους στα νησιά. Ο Μιαούλης με νύχια και με δόντια κατάφερε να συγκροτήσει τον στόλο, τουλάχιστον ένα μέρος του, από την καταστροφή.

Το 1824 ξέσπασε ο Εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των πολιτικών και στρατιωτικών επειδή είχε σχηματιστεί μία παράνομη Κυβέρνηση στο Κρανίδι. Ο Μιαούλης για το συμφέρον των νησιών τάχθηκε με τους πολιτικούς και πρώτη του διαταγή ήταν να κανονιοβολήσει τις ακτές των Μύλων όπου βρίσκονταν άνδρες του Κολοκοτρώνη. Ο Μιαούλης με βαριά καρδιά αναγκάστηκε να εισακούσει στις διαταγές τους. Στις 4 Μαρτίου ο Μιαούλης εκτέλεσε την πιο θλιβερή αποστολή της ζωής του… Από τότε δεν περνούσε μέρα που ο Μιαούλης δεν μετάνιωνε για τον θάνατο των οχτώ Ελλήνων κατά δικιά του διαταγή…

Στο μεταξύ ο Χοσρέφ πασάς, εκμεταλλευόμενος την απουσία του Μιαούλη, εκτέλεσε την δουλειά του και δίχασε τους ναύτες και τους καπετάνιους σχεδόν διαλύοντας τον Ελληνικό στόλο. Έτσι οι Τούρκοι με ισχυρό στόλο επιτέθηκαν σε δύο ισχυρά νησιά του Αιγαίου, την Κρήτη και την Κάσο. Τα δύο νησιά καταστράφηκαν πριν ο Μιαούλης προλάβει καν να δράσει. Σειρά είχαν τα Ψαρά μία πολύ δυνατή και σημαντική εστία της Επανάστασης. Μάταια φτάνουν στην Κυβέρνηση κραυγές αγωνίας για τον επερχόμενο κίνδυνο, μάταια ο Μιαούλης ζητάει δάνειο για να κινητοποιήσει τα πλοία του. Στις 20 Ιουνίου τα πλοία των Τούρκων φάνηκαν στις ακτές των Ψαρών. Χιλιάδες στρατιώτες αποβιβάστηκαν και το νησί ύστερα από πολλές ώρες έγινε στάχτη… Ο Μιαούλης έφτασε στο νησί δεκατέσσερις μέρες αργότερα. Ως αντίποινα για την καταστροφή επιτέθηκε και κατέσφαξε δύο χιλιάδες στρατιώτες που είχε αφήσει εκεί ο Χοσρέφ πασάς.

Ύστερα από τις καταστροφές αυτών των νησιών οι Τούρκοι σε συνεργασία με την Αίγυπτο στοχοποίησαν την νήσο της Σάμου. Η κατάσταση τότε έγινε κρίσιμη. Ο Μιαούλης για αντιμετωπίσει αυτήν την απειλή συγκέντρωσε όλους τους ναυάρχους, πλοιάρχους και πυρπολητές. Τον Κανάρη, τον Πιπίνο, τον Παπανικολή, τον Σαχτούρη, τον Νικοδήμο, τον Ματρόζο, τον Βατικιώτη και πολλούς άλλους αγωνιστές. Συνολικά έφτασαν τα 80 πλοία. Ο τουρκικός στόλος από την άλλη αποτελούταν περισσότερα από 200 πλοία!

Η ναυμαχία για την τύχη της Σάμου, έγινε κοντά στην Αλικαρνασσό, στον κόλπο του Γέροντα, στις 29 Αυγούστου του 1824. Στην αρχή επικρατούσε απόλυτη νηνεμία και ο στόλος του Μιαούλη δεν μπορούσε να κινηθεί και παρέμενε περικυκλωμένος. Αλλά ο αποφασιστικός Μιαούλης έδεσε τα πλοία του στις βάρκες και κάνοντας κουπί κατάφερε να βγάλει τα πλοία του από τον κλοιό! Οργάνωσε τον στόλο και τον παρέταξε κατά του εχθρικού. Και τότε με τη γαλανόλευκη σημαία στο χέρι έδωσε το σύνθημα:

-Με την βοήθεια του Σταυρού επιτεθείτε!

Και τότε όλοι οι επώνυμοι ναυτικοί επιτέθηκαν με τα πυρπολικά τους πάνω στον εχθρικό στόλο! Ευέλικτα καθώς είναι τα πυρπολικά προσδένονται εύκολα στα μεγάλα πλοία των Τούρκων και τα τινάζουν στον αέρα. Ο ακατάπαυστος κανονιοβολισμός των Ελληνικών πλοίων των Ελλήνων τους βοηθάει και ένα τεράστιο καράβι με πενήντα κανόνια απάνω ανατινάζεται και ο τόπος σείεται από τον έκρηξη! Ήταν τόσος πολύς ο καπνός της μάχης που δεν ξεχωρίζονταν τα πλοία! Το βράδυ ο κόλπος του Γέροντα είχε μετατραπεί σε κόλαση. Δύο πλοία των Τούρκων είχαν καταστραφεί και εκατοντάδες πτώματα επέπλεαν στα νερά της Αλικαρνασσού… Χάρη στον Μιαούλη η πολύτιμη Σάμος είχε σωθεί.

Τον επόμενο χρόνο ο Ιμπραήμ επιτέθηκε στην Πελοπόννησο από νότια και κυριολεκτικά την διέλυσε σχεδόν όλη. Ο Μιαούλης αποφασισμένος να διαλύσει τον στόλο του επιτίθεται με 4 πυρπολικά και λίγα πλοία εναντίον 46 τουρκικών. Καταστρέφει έντεκα από αυτά στις 30 Απριλίου. Το χρέος όμως τον ήθελε αλλού, στο Μεσολόγγι που είχε πολιορκηθεί από τα στρατεύματα του Κιουταχή και οι κάτοικοι της πόλης λιμοκτονούσαν. Ο Ανδρέας Μιαούλης κατάφερε να σπάσει τον θαλάσσιο πολιορκητικό κλοιό του Μεσολογγίου τρεις φορές και να βάλει τρόφιμα μέσα στην πόλη. Όλα αυτά όμως ήταν μάταια γιατί οι κάτοικοι αποφάσισαν να κάνουν έξοδο στις 10 με 11 Απριλίου 1826. Την ηρωική έξοδο του Μεσολογγίου βοήθησε και ο Μιαούλης. Ήταν πάλι μάταιο όμως. Πάνω χίλιοι επτακόσιοι πολεμιστές σκοτώθηκαν και ο Μιαούλης δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για αυτό…

Χάρη στην παρέμβαση των Ευρωπαϊκών δυνάμεων η Ελλάδα ελευθερώθηκε και ο Ιωάννης Καποδίστριας ανέλαβε Κυβερνήτης της χώρας. Για να μην υπάρξουν αντιζηλίες μεταξύ των οπλαρχηγών οι αρχηγίες του στρατού και του στόλου ανατέθηκαν σε Ευρωπαίους. Ο Μιαούλης δέχτηκε αυτήν την αλλαγή. Αυτό που δεν μπόρεσε όμως να δεχτεί ήταν το πολίτευμα που παρουσίασε ο Καποδίστριας. Το θεωρούσε ρωσόφιλο και αισχρό προς τον Ελληνισμό όπως πολλοί άλλοι αγωνιστές. Για αυτό ο Καποδίστριας τον διέταξε να αφήσει τα πλοία που είχε στα χέρια του, το «Ελλάδα» και το «Ύδρα» στον Άγγλο ναύαρχο Ρίκορντ γιατί θεωρούνταν επικίνδυνος. Δεν γνώριζε όμως ο Καποδίστριας καλά τον Μιαούλη. Ο Μιαούλης εξοργισμένος άφησε τον κακό του εαυτό να ξεσπάσει. Αντί να παραδώσει τα πλοία τα έκαψε ολοσχερώς!

Όταν ο Όθωνας ανέλαβε Βασιλιάς της Ελλάδας ο Μιαούλης μαζί με τον Κώστα Μπότσαρη (αδελφό του Μάρκου) και τον Δημήτριο Πλαπούτα στάλθηκαν το 1832 στο Μοναχό αποτελώντας μία Επιτροπή αντιπροσωπίας της Ελλάδας για να υποδεχτούν τον Όθωνα. Προς τιμήν τους παρευρέθηκαν σε πολλά βασιλικά γεύματα και παρακολούθησαν πολλές θεατρικές παραστάσεις για αυτούς.

Ο Μιαούλης όμως δεν πρόλαβε να ζήσει καλά την Βασιλεία του Όθωνα. Τρία χρόνια αργότερα αρρώστησε βαριά από πνευμονία. Είχε φτάσει η ώρα του αλλά το αντιμετώπισε πολύ ψύχραιμα όπως πολλά προβλήματα της ζωής του. Πέθανε στις 11 Ιουνίου 1835, στα 66 του χρόνια, στην Ύδρα. Η μεγαλοπρεπής κηδεία του πραγματοποιήθηκε στον Ναό της Αγίας Ειρήνης. Μπροστά πήγαιναν έξι κανόνια του ναυτικού, τέσσερα μαυροντυμένα άλογα, Στρατιωτικές και Πολιτικές Αρχές,  η Ιερά Σύνοδος, οι Ξένοι Διπλωμάτες, όλοι ζώντες συμπολεμιστές του και τέλος το φέρετρο… Τάφηκε δίπλα σε έναν ισάξιο του, έναν μεγάλο ναυτικό ήρωα, τον Θεμιστοκλή…

Να ήσαν δυο σαν τον Μιαούλη

Καίγανε την αρμάδα ούλη!

Να ήταν άλλη μια «Ναβέτα»

 Κάναν την αρμάδα νέτα!

Οι εικόνες περιέχονται στα βιβλία

των Εκδόσεων Στρατίκη



 

 

 

 

 

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

NEXT PAGE