links

ΚΑΙΡΟΣ

ΚΕΡΑΜΙΔΙ ΒΑΛΤΟΥ Καιρός

Σάββατο 6 Μαρτίου 2021

Αφιέρωμα 200 χρόνια από την Ελληνική επανάσταση 1821-2021: Η Μάχη στο Μανιάκι.

μανιακι
Το μνημείο των Ελλήνων πεσόντων στο Μανιάκι.

Λίγες ημέρες μετά την φυλάκιση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και άλλων οπλαρχηγών στην Ύδρα, τον Φεβρουάριο του 1825, ο Ιμπραήμ πασάς της Αιγύπτου αποβιβάστηκε στη Μεθώνη Μεσσηνίας. 

Μαζί του είχε φέρει κάμποσες χιλιάδες τακτικούς Αιγυπτίους στρατιώτες, εκπαιδευμένους με ευρωπαϊκά πρότυπα, και ήταν αποφασισμένος να πνίξει την Επανάσταση στο αίμα μια για πάντα. 

Οι υπουργοί της Ελληνικής Κυβέρνησης (Μαυροκορδάτος, Κωλέττης, Κουντουριώτης) αγνόησαν εντελώς τον Ιμπραήμ ώσπου ο τελευταίος πολιόρκησε τα κάστρα του Ναβαρίνου. Προς την αντιμετώπιση του στάλθηκε ο Κυριάκος Σκούρτης ο οποίος όμως ήταν ναυτικός και δεν είχε ιδέα πως να διαχειριστεί ένα στρατό. Έτσι στη μάχη στο χωριό «Κρεμμύδι» ο Ιμπραήμ διέλυσε τους Έλληνες με μεγάλη ευκολία.

1821: Το άνθος της Λευτεριάς

Λίγο αργότερα, στις 26 Απριλίου, το νησάκι της Σφακτηρίας καταστράφηκε και το Νεόκαστρο, το μεγαλύτερο κάστρο του Ναβαρίνου, παραδόθηκε στους Αιγυπτίους, στις 11 Μαΐου 1825.

Ο Γρηγόριος Δικαίος-Φλέσσας ή αλλιώς, όπως ήταν ευρύτερα γνωστός, Παπαφλέσσας, ήταν τότε υπουργός Εσωτερικών και Αστυνομίας. Τον προηγούμενο χρόνο, όταν μαινόταν ο Εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των στρατιωτικών και των πολιτικών, ο φιλόδοξος Παπαφλέσσας ήταν αντίπαλος του Κολοκοτρώνη και μάλιστα είχε συνυπογράψει στο διάταγμα φυλάκισης των Ελλήνων οπλαρχηγών. Όταν όμως ο Ιμπραήμ πήρε το Νεόκαστρο, ο Παπαφλέσσας έκανε οτιδήποτε μπορούσε για να αποφυλακιστεί ο Κολοκοτρώνης. Ήξερε, όπως είχε γίνει πριν σχεδόν τρία χρόνια στα Δερβενάκια, πως μόνο ο Κολοκοτρώνης θα μπορούσε να σταματήσει τον Ιμπραήμ και είχε μετατραπεί ξαφνικά σε ένα από τους πιο θερμούς υποστηρικτές της αμνηστίας του «Γέρου του Μωριά». Ωστόσο δεν μαζεύτηκαν αρκετές υπογραφές για την αποφυλάκισή του.

Τότε ο Παπαφλέσσας οργισμένος ζήτησε άδεια στρατολογίας από την Κυβέρνηση. Τελικά του δόθηκε η και εκείνος δεν έχασε καιρό: παράτησε την άχρηστη Κυβέρνηση στο Ναύπλιο και άρχισε να στρατολογεί πολεμιστές αποφασισμένος να σταματήσει εκείνος τον Ιμπραήμ! Ήλπιζε πως θα καταφέρει να μαζέψει, ώσπου να φτάσει στην Μεσσηνία, δέκα χιλιάδες άνδρες. Τα αποτελέσματα αυτής της στρατολόγησης θα ήταν απογοητευτικά…

Έτσι ο Παπαφλέσσας, έφτασε στην Τρίπολη όπου συνέχισε την στρατολογία του. Οι Τριπολιτσιώτες είχαν βγει από τα σπίτια τους γιατί νόμιζαν πως ήταν ο Κολοκοτρώνης. Όταν είδαν στην θέση του τον Παπαφλέσσα απογοητεύτηκαν και όλοι είχαν την ίδια απορία: «Τον Γέρο τι τον κάνανε;» Όταν το κατάλαβε αυτό ο Παπαφλέσσας, γεμάτος πικρία, φώναξε:

-Εγώ πάω να πολεμήσω τον «Μπραΐμη» και ή θα νικήσω ή θα πεθάνω. Όποιος θέλει ας έρθει μαζί μου να μάθει πως δεν ξέρει μόνο ο Κολοκοτρώνης να πολεμάει τους Τούρκους!

Μερικές εκατοντάδες Έλληνες τον ακολούθησαν. Δεν ήσαν όμως αρκετοί…

Ενώ ο Παπαφλέσσας συνέχιζε να ξεσηκώνει με φλογερούς λόγους και φοβέρες τους Έλληνες έστελνε γράμματα στην Κυβέρνηση για την απελευθέρωση του Κολοκοτρώνη λέγοντας πως οι Έλληνες έχουν δειλιάσει και μόνο ο Κολοκοτρώνης θα τους αναπτέρωνε το ηθικό. Κανείς όμως δεν τον ακούει…

Έφτασε στις 16 Μαΐου 1825 στο Λεοντάρι Αρκαδίας. Εκεί, αφού καταφέρνει να μαζέψει πάνω από χίλιους άνδρες, λαμβάνει γράμματα από φίλους του οπλαρχηγούς. Ο Δημήτρης Πλαπούτας βρίσκονταν στον Αετό της Τριφυλίας με χίλιους εξακόσιους άνδρες, ο Ηλίας Καζάκος από την Καλαμάτα με χίλιους άντρες και ο αδελφός του ο Νικήτας Φλέσσας από την Φρουτζάλα με άλλους επτακόσιους. Εκείνος όμως δεν τους περιμένει, βιάζεται. Γιατί; Λοιπόν υπάρχουν δύο εξηγήσεις για αυτό: α) ήθελε να εμποδίσει τον Ιμπραήμ να περάσει στην Αρκαδία από πολύ νωρίς και β) ήθελε να νικήσει σε μία τουλάχιστον μάχη τον Ιμπραήμ πριν γίνει η αποφυλάκιση του Κολοκοτρώνη προκειμένου να γίνει μία από τις ποιο σημαντικές μορφές της Επανάστασης. Ο Παπαφλέσσας είχε σε πολύ μεγάλη εκτίμηση τον εαυτό του και αν πετύχαινε μία νίκη κατά των Αιγυπτίων ο κόσμος θα εντυπωσιάζονταν και θα είχε δόξα ισάξια του Κολοκοτρώνη.

Έτσι λοιπόν ο Παπαφλέσσας μπήκε στην Μεσσηνία και πέρασε μέσα από την Πόλιανη, την γενέτειρά του, για να πάει στην Δράηνα. Εκεί στρατολόγησε πολλούς πολεμιστές και τον ακολούθησαν οι οπλαρχηγοί Παπα-Γιώργης, Παναγιώτης Κεφάλας, Θανάσης Καπετανάκης και Πιερός Βοϊδής Μαυρομιχάλης. Συνολικά οι Έλληνες δεν είναι πάνω από 2.000. Στη Δράηνα επίσης ο Παπαφλέσσας μαθαίνει πως ο Ιμπραήμ έχει περάσει στα Χίλια Χωριά και σκοπεύει να διανυκτερεύσει εκεί με 6.000 στρατιώτες. Το μισό του στράτευμα είναι Μαμελούκοι ιππείς και οι υπόλοιποι είναι Αιγύπτιοι πεζοί με ντόπιους Αλβανούς και Τούρκους. Την ίδια στιγμή μαθαίνει πως ο Ηλίας Καζάκος δεν θα έρθει γιατί δεν προλαβαίνει. Δεν τον ενδιαφέρει πολύ όμως και αμέσως ρωτάει τους χωρικούς που θα μπορούσε να βλέπει την Πύλο με άνεση και να μπορεί να συναπαντηθεί με τον Ιμπραήμ. Αν και η περιοχή γενικότερα δεν ήταν κατάλληλη για οχύρωση εκείνοι του έδειξαν το Μανιάκι. Τρέχει ο Παπαφλέσσας λοιπόν γρήγορα για το Μανιάκι. Είναι 17 του μήνα, νύχτα προχωρημένη. Οι Έλληνες αφού φτάνουν κατάκοποι από την πεζοπορία έπεσαν λίγο για ύπνο.

Πριν ξημερώσει, ο Παπαφλέσσας έστειλε σκοπούς στα υψώματα του χωριού «Βλαχόπουλο» για να είναι ενήμερος για τις κινήσεις του εχθρού. Ο ίδιος έχει καταλάβει το Μανιάκι, το οποίο τότε περιείχε τρεις λόφους. Εκεί, σε αυτούς τους λόφους διαλέγει να οχυρωθεί. Δειλά τον συμβουλεύουν μερικοί οπλαρχηγοί να οχυρωθούν σε ποιο ορεινές περιοχές γιατί το έδαφος ήταν σχετικά αδύναμο για οχύρωση. Εκείνος απορρίπτει τις προτάσεις τους επειδή γνωρίζει πως αν οχυρωθούν σε πολύ ορεινά μέρη ο Ιμπραήμ δεν θα ασχολούταν και θα περνούσε από τον κάμπο αφήνοντας τους Έλληνες στα όρη. Έτσι αποφασίστηκε να οχυρωθούν στο Μανιάκι. Οι Έλληνες στρατοπεδεύουν και ο Παπαφλέσσας τους διατάζει να ανάψουν πολλές φωτιές για να νομίζει ο Ιμπραήμ πως το στρατόπεδο είναι μεγάλο και οι Έλληνες αγωνιστές πολλοί.

Όσο συμβαίνουν όλα αυτά οι Έλληνες πολεμιστές ανησυχούν για τις ενισχύσεις που τους έχει υποσχεθεί ο Παπαφλέσσας. Όσο περνάει ο χρόνος αρχίζουν να αντιλαμβάνονται πως οι ενισχύσεις αργούν και ίσως δεν έρθουν ποτέ.  Δεν έχουν ενημερωθεί εν τω μεταξύ για την αποχώρηση του Καζάκου και αυτό προκαλεί διχασμό ανάμεσα στους πολεμιστές. Πολλοί μάλιστα σκέφτονται να φύγουν…

Στο μεταξύ ένα λυπηρό γεγονός συμβαίνει και καταστρέφει την ψυχολογία του Παπαφλέσσα: μαθαίνει πως ο αδελφός του, ο Νικήτας Φλέσσας, δεν μπορεί να έρθει γιατί δεν προλαβαίνει να έρθει ούτε αυτός. Ο Παπαφλέσσας θυμώνει, λυπάται ταυτόχρονα και βάζει τα κλάματα. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως ούτε ο ίδιος του ο αδελφός δεν θα ερχόταν! Και συγχρόνως καταλαβαίνει πως με μόνο δύο χιλιάδες πολεμιστές που έχει μαζέψει δεν θα μπορέσει να νικήσει τον Ιμπραήμ και θα σκοτωνόταν σίγουρα. Φώναξε λοιπόν τον γραμματέα του, τον Καραγιαννόπουλο, να του γράψει μία επιστολή στον αδελφό του. Αυτή είναι η επιστολή που έφτασε στα χέρια του Νικήτα Φλέσσα στις 20 Μαΐου 1825. Μα όταν ο Νικήτας την διάβαζε ο αδελφός του δεν ζούσε πια…

«Νικήτα

Έλαβα την επιστολή σου και εις απάντηση σου λέω πως δεν είμαι σαν και σένα ούτε σαν τον κουμπάρο σου τον Κεφάλα, όπου τρέχετε από ράχη σε ράχη στις βουνοκορφές και στους Αηλιάδες.

Εγώ άπαξ ορκίσθην να δώσω το αίμα μου στην ανάγκην της πατρίδας, και αυτή είναι η ώρα. Εύχομαι δε εις τον Θεόν η πρώτη κανονόμπαλα του Ιμπραήμ να με πάρει στο κεφάλι, διότι σας γράφω να επιταχύνετε τον ερχομό σας και εσείς μου γράφετε κουραφέξαλα.

Νικήτα πρώτη και τελευταία μου επιστολή είναι αυτή. Κράτα την να την διαβάζεις καμιά φορά να με θυμάσαι και να κλαις.»

Το βράδυ της ίδιας ημέρας καταφθάνει στο Ελληνικό στρατόπεδο ο Αμερικάνος γιατρός Σάμιουελ Χάου (Samuel Gridley Howe). Είχε ακούσει από νωρίς πως ο Παπαφλέσσας θα εκστράτευε κατά του Ιμπραήμ και εντυπωσιασμένος θέλησε να τον επισκεφτεί. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως θα τολμούσε να πολεμήσει την τεράστια στρατιά του Ιμπραήμ με τόσους λίγους πολεμιστές. Στο Μανιάκι ο Χάου βρήκε τον Παπαφλέσσα στα καλύτερά του. Αν και όδευε προς τον θάνατο ήταν καταχαρούμενος και του έλεγε συνέχεια πως θα νικήσει. Ο Χάου παραξενευμένος και εντυπωσιασμένος έφυγε από το στρατόπεδο των Ελλήνων για να περιγράψει την συνάντηση με τον θρυλικό παπά αργότερα.

Το πρωί της 19ης Μαΐου 1825 ο Παπαφλέσσας διέταξε τους πολεμιστές του να αρχίσουν να φτιάχνουν τα οχυρώματα τους. Τα οχυρά θα ήσαν τρία, ένα σε κάθε λόφο και έπρεπε να χτιστούν κλειστά, δηλαδή να είναι ολοκληρωμένα και χωρίς κενά. Το πρώτο θα το διηύθυνε ο ίδιος, το δεύτερο ο ανεψιός του ο Δημήτρης Φλέσσας και το τελευταίο ο Πιερός-Βοϊδής Μαυρομιχάλης. Τα παλικάρια του τότε άρχισαν τις διαμαρτυρίες. Είχαν πολύ λίγο χρόνο και ο τόπος δεν ήταν κατάλληλος για οχύρωση. Επίσης οι ενισχύσεις δεν έρχονταν οπότε το άγχος τους αυξάνονταν. Ο Παπαφλέσσας με ενθαρρυντικά λόγια προσπαθούσε να τους πείσει πως θα έρθουν πολλές χιλιάδες άνδρες να τους βοηθήσουν. Ο ίδιος ήξερε πως ο Καζάκος και ο αδελφός του δεν θα ερχόντουσαν και ο Πλαπούτας ήθελε κάμποσες ώρες δρόμο για να έρθει. Ωστόσο προσπαθούσε να τους ενθαρρύνει. Τους υπενθύμισε επίσης πως ακόμα κι αν δεν έρχονταν οι ενισχύσεις θα μπορούσαν να νικήσουν τον Ιμπραήμ και τους Αιγυπτίους, αρκεί να πολεμούσαν σαν ήρωες. Έτσι οι πολεμιστές του στρώθηκαν στην δουλειά. Όλη μέρα προσπαθούσαν να χτίσουν τα οχυρώματα πριν έρθει ο Ιμπραήμ. Η δουλειά όμως ήταν δύσκολη και όταν βράδιασε οι Έλληνες δεν είχαν ολοκληρώσει ακόμα τα οχυρώματα.

Κατά το ξημέρωμα της επόμενης ημέρας, την 20η του μηνός, ο στρατός του Ιμπραήμ φάνηκε σε απόσταση μίας ώρας από τους Έλληνες. Οι τελευταίοι όταν είδαν τον τεράστιο αυτό στρατό πάγωσαν. Ο τόπος είχε μαυρίσει και μία δυνατή βουή από τους αλαλαγμούς των πολεμιστών αντηχούσε στον τόπο που βούλωνε τα αυτιά των Ελλήνων. Απελπισμένοι πολλοί από αυτούς ζήτησαν από τον Παπαφλέσσα να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους μιας και τα οχυρώματα τους ήταν μισοτελειωμένα. Τότε ένας από τους οπλαρχηγούς, ο Βοΐδης Μαυρομιχάλης, οργισμένος από αυτές τις αντιδράσεις είπε:

-Πάμε στα οχυρώματα μας και όποιος δεν μείνει ας ακούει των γυναικών τα μοιρολόγια!

Πολλοί πολεμιστές τότε άρχισαν να φεύγουν. Σε λίγο χρόνο οι μισοί και παραπάνω είχαν φύγει. Λιγότεροι από χίλιοι είχαν μείνει τώρα στο Μανιάκι…

Ο Ιμπραήμ μόλις είδε τις αδύναμες θέσεις των Ελλήνων διέταξε το ιππικό του να κυκλώσει όλη την περιοχή για να μην μπορούν οι Έλληνες που είχαν μείνει να ξεφύγουν. Ύστερα διέταξε τους Αλβανούς και τους Τούρκους να επιτεθούν πρώτοι. Οι Έλληνες στο μεταξύ έχουν λάβει τις θέσεις τους όπως τους είπε ο Παπαφλέσσας.

Οι πρώτοι Τούρκοι και Αλβανοί φτάνουν σε απόσταση βολής από τα οχυρώματα των Ελλήνων και αρχίζουν να πυροβολούν. Οι Έλληνες ανταποδίδουν τους πυροβολισμούς με πρώτο και καλύτερο τον Παπαφλέσσα. Οι Τούρκοι και οι Αλβανοί δεν αργούν να υποχωρήσουν με βαριές απώλειες. Οι Έλληνες από την άλλη έχουν ελάχιστους νεκρούς. Ανάμεσα τους είναι και ο Παναγιώτης Κεφάλας, ο άνθρωπος που σήκωσε την σημαία στα τείχη της Τρίπολης το 1821.

Σύντομα ο Ιμπραήμ επαναλαμβάνει την επίθεση του. Οι Τούρκοι και οι Αλβανοί φέρνουν αυτή την φορά τους Έλληνες σε δύσκολη θέση. Κι όμως οι τελευταίοι καταφέρνουν να τους αποκρούσουν με επιτυχία. Τότε ο Ιμπραήμ χρησιμοποίησε τους Αιγυπτίους. Αυτή η επίθεση κράτησε αρκετή ώρα. Οι νεκροί αυξάνονταν και από τις δύο μεριές. Η μάχη φαινόταν πως δεν έχει σταματημό.

Όταν έφτασε το μεσημέρι οι Αιγύπτιοι σταμάτησαν για να φάνε και να κάνουν πολεμικό συμβούλιο. Οι Έλληνες τότε βρήκαν την ευκαιρία να φάνε κι εκείνοι τα ψωμοτύρια τους και να πιούν λίγο δροσερό νερό. Ο Μαγιάτικος ήλιος τους έκαιγε για τα καλά.

Το απόγευμα οι Έλληνες άκουσαν τουφεκιές να έρχονται από μακριά. Ήταν ο Πλαπούτας που με τους άντρες του πλησίαζε το Μανιάκι και έριξε μερικές τουφεκιές για να ενθαρρύνει τους συμπατριώτες του. Ωστόσο δεν θα προλάβαινε να πάρει μέρος στην μάχη γιατί ήθελε περίπου εννιά ώρες δρόμο για να φτάσει. Οπότε η πράξη του αυτή ήταν εντελώς ανούσια. Από την άλλη μεριά όμως ο Ιμπραήμ, φοβούμενος για τον ερχομό των ενισχύσεων, διέταξε γενική έφοδο.

Όλο το στράτευμα επιτέθηκε από όλες τις μεριές πάνω στους τρεις λόφους. Οι τουφεκιές αυξάνονται και σύννεφα σκόνης και καπνού σηκώνονται στον ουρανό. Το ιππικό του Ιμπραήμ δεν μπορεί να κάνει ουσιαστική διαφορά. Τα κανόνια όμως, οδηγούμενα από Γάλλους πολεμιστές, γκρεμίζουν με ευστοχία τα οχυρώματα των Ελλήνων. Οι Αιγύπτιοι και πάλι όμως δυσκολεύονται να περάσουν στις Ελληνικές οχυρώσεις. Ο Ιμπραήμ όταν είδε τις απώλειες να αυξάνονται και τους πολεμιστές του να μην κάνουν καμία πρόοδο, φοβούμενος πως θα χάσει την μάχη, διέταξε τους Γάλλους αξιωματικούς του να σπρώχνουν με λόγχες τους στρατιώτες τους. Εκείνοι υπάκουσαν και σύντομα οι Αιγύπτιοι έφτασαν στις οχυρώσεις των αντιπάλων τους. Τα τουφέκια σύντομα αντικαταστούνται από τα σπαθιά και τα μαχαίρια. Η μάχη τώρα είχε μετατραπεί σε μακελειό. Οι Έλληνες πολεμούσαν σαν λέοντες και με ό,τι μπορούσαν. Σπασμένα ξίφη, άδειες πιστόλες, πέτρες, ακόμη και με τα ίδια τους τα χέρια, τα νύχια και τα δόντια! Όλο αυτό όμως ήταν ανώφελο. Οι Αιγύπτιοι, εκπαιδευμένοι στις πολεμικές τέχνες, υπερείχαν κατά πολύ στην μάχη.

Το πρώτο οχυρό που έπεσε ήταν αυτό του Δημήτρη Φλέσσα. Σειρά είχε του θείου του. Σύντομα οι Έλληνες άρχισαν να πέφτουν ο ένας μετά από τον άλλο. Ο Παπαφλέσσας φορούσε μία περικεφαλαία, που είχε πάρει από την κατάληψη της Καλαμάτας τέσσερα χρόνια πριν, και ένα πανωφόρι που είχε από την μάχη στα Δερβενάκια το 1822. Το σπαθί του ανεβοκατέβαινε κομματιάζοντας Αιγυπτίους. Σκότωσε μάλιστα έναν Γάλλο αξιωματικό. Τώρα όμως ήταν μόνος του και μία ντουζίνα από Αιγυπτίους τον είχε περικυκλώσει. Ένας από αυτούς του άστραψε μία δυνατή σπαθιά και του έκοψε το κεφάλι. Ο Παπαφλέσσας, ο μπουρλοτιέρης των ψυχών, κείτονταν νεκρός! Ήταν μόλις 37 χρονών.

Το τελευταίο οχυρό που έπεσε ήταν του Βοϊδή Μαυρομιχάλη μιας και ήταν το ισχυρότερο. Η μάχη είχε κρατήσει επτά ώρες και όλοι οι Έλληνες έπεσαν νεκροί, εκτός από έναν, τον Δημήτρη Χίο, τον σημαιοφόρο των Ελλήνων. Αυτός μόλις είδε πως οι συμπατριώτες του σκοτώνονταν έσχισε την σημαία από το κοντάρι, την έδεσε στην ζώνη του και, με το σπαθί στο χέρι, κατάφερε να διαφύγει. Βαρύς ήταν όμως και ο φόρος αίματος των Αιγυπτίων. Είχαν χάσει 1.200 άνδρες και είχαν να περιθάλψουν 800 τραυματίες από τους οποίους τελικά λίγοι επέζησαν. Οι αξιωματικοί του Ιμπραήμ σχολίασαν έτσι αυτό το φαινόμενο:

-Αν βρούμε άλλους δέκα οπλαρχηγούς σαν τον Παπαφλέσσα θα γυρίσουμε στην Αίγυπτο.

Ο Ιμπραήμ δεν χάρηκε την νίκη του. Δεν έφταιγε σε αυτό το γεγονός πως είχε χάσει τόσους πολλούς άνδρες σε μία μέρα. Όσους ήθελε έφερνε από την Αίγυπτο. Νευρικός καθώς ήταν δεν κρατήθηκε άλλο. Φώναξε τους αξιωματικούς του και τους διέταξε να του στήσουν σε μία βελανιδιά το άψυχο σώμα του Παπαφλέσσα! Ήθελε να δει το άτομο που του είχε αντισταθεί με τέτοια γενναιότητα εναντίον του. Σύντομα το βρήκανε αλλά δεν είχε το κεφάλι του. Ο Ιμπραήμ διέταξε να του το φέρουν και αυτό. Τελικά το βρήκαν και το αναγνώρισαν λόγω της περικεφαλαίας του. Πήραν το σώμα του, το έπλυναν, του χτένισαν τα μαλλιά και την γενειάδα και τέλος το έστησαν στην βελανιδιά. Ο Ιμπραήμ βγήκε από την σκηνή του να τον δει. Έμοιαζε ζωντανός. Ο πασάς κοιτούσε εντυπωσιασμένος τον εχθρό του, από πάνω έως και αντίστροφα. Δεν χόρταινε να μην βλέπει τον άνδρα που δεν δείλιασε να τον πολεμήσει, που δεν φοβήθηκε τον στρατό του. Έτσι πλησίασε το σώμα του περισσότερο. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του, μιας και ήταν κοντός, και του φίλησε το μάγουλο. Ύστερα γύρισε στους αξιωματικούς του και τους στρατιώτες του και τίμησε τον ηρωικό Παπαφλέσσα με αυτά τα λόγια:

«Κρίμα! Καλύτερα να παθαίναμε άλλη τόση ζημιά και να τον είχαμε στο πλευρό μας, παρά να πέθαινε αυτός ο λεβέντης!»

μανιακι
Το μνημείο των Ελλήνων πεσόντων στο Μανιάκι.




 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

NEXT PAGE