O ερχομός του κούκου έχει συσχετιστεί με τον ερχομό της άνοιξης. Όπως μας αναφέρει και ο Διονύσιος, «ο πρώτος των λοιπών πτηνών ημίν το έαρ αγγέλλων» και κατά τη λαϊκή παράδοση σταματάει να λαλεί με τις φωτιές στο γενέθλιο του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου , στις 24 Ιουνίου.
Το λάλημά του, ανάλογα αν ακουγόταν νωρίς στην εποχή ή αργά, χρησίμευε και για καιρικές προγνώσεις: «Αν λάληγε πριν του Βαγγελισμού, θα έκανε καλή χρονιά και θα ζέσταινε ο καιρός. Άμα άργηγε νά’ρθει, δεν κινάγαν να φύγουν, να πάρουν τα βουνά οι τσοπάνηδες» (Πύλος Μεσσηνίας).
‘Όμως, προσοχή, κείνος που την άνοιξη θα πρωτακούσει νηστικός τη φωνή του κούκου, θα χάσει τη φωνή του. «Θα σε κομπώσει ο κούκος» λέγανε. Γι’ αυτό και στα χωριά , μόλις σηκώνονταν το πρωί, συνήθιζαν να τρώνε κάτι πριν ξεκινήσουν για τις εργασίες τους (Αικατερινίδης).
Στην πραγματικότητα όμως το «κού-κού» στο κρυφτό πρέπει να προέρχεται από το γεγονός ότι είναι ένα πολύ μοναχικό πουλί, που πολλοί τον έχουν ακούσει να τραγουδά, αλλά λίγοι κατάφεραν να τον δουν στη φύση - είναι βιρτουόζος να παίζει κρυφτό.
Κατά τον Σεραφείμ Τσιτσά "...Η φωνή του θεωρείται σε μερικά μέρη προφητική. Όταν τον πρωτακούσουν τον ρωτούν: « Κούκο μου, κουκάκι μου πόσα τα χρονάκια μου;» Όσες φορές επαναλάβει το κού-κου όσο να σταματήσει, τόσα χρόνια θα ζήσει αυτός που τον ρωτάει. Αν όμως είναι κορίτσι ανύπαντρο, θα του πει σε πόσα χρόνια θα παντρευτεί. Άλλωστε και στην ελληνική μυθολογία ο Δίας πήρε τη μορφή κούκου για να κατακτήσει την Ήρα.
Για όλα αυτά η λαϊκή δοξασία κρατάει στα χέρια της τον κούκο. Άλλοι φτερωτοί υπηρέτες τον κουβαλούν την άνοιξη από τις θερμές χώρες στον τόπο μας, άλλοι του κλωσσούν τα αυγά του, ταΐζουν και μεγαλώνουν τα ξεπεταρούδια του. Το αεροσκάφος του είναι ένα μεγάλο άσπρο πουλί που το ονομάζουν κουκάλογο....
Το σταφυλάκι του κούκου |
Ειδικό επίσης αγριολούλουδο,το "σταφύλι του κούκου"(ένα όμορφο μπλε λούλουδο) ανθίζει την εποχή αυτή στα βουνά μας για να θρέψει τον κούκο...
Ο θηλυκός κούκος, μόλις είναι έτοιμος να γεννήσει τα αυγά του, τα εκθέτει σαν μερικά εξώγαμα νόθα, στις ξένες φροντίδες. Αναζητεί ξένες φωλιές, όπως της σιταρίθρας, της τσίχλας, του φλώρου κι άλλων μικρών πουλιών. Παραμονεύει την κατάλληλη στιγμή, και εισβάλλοντας στη ξένη φωλιά, σπρώχνει ένα ή δύο αυγά του ιδιοκτήτη ώστε να πέσουν από τη φωλιά τοποθετώντας στη θέση τους ισάριθμα δικά του. (Αυτό λέγεται αναπαραγωγικός παρασιτισμός). Η όλη διαδικασία διαρκεί περίπου 10 δευτερόλεπτα, έτσι ώστε να μην πιαστεί “στα πράσα” από τον ιδιοκτήτη και απομακρύνεται ακαριαία.
Στη συνέχεια, επισκέπτεται κι άλλες ξένες φωλιές, μέχρι να εναποθέσει τον όλα τα αυγά του.
Μάλιστα, για να μην γίνει αντιληπτή η απάτη , φροντίζει τα αυγά του να μοιάζουν στο χρώμα και το σχέδιο των αυγών του ξενιστή της ώστε οι «θετοί» γονείς να μην υποψιάζονται ότι κάτι πάει λάθος και να ελαχιστοποιείται έτσι η πιθανότητα απόρριψης του δικού του αυγού. Και συνήθως τα καταφέρνει να κλωσήσει η άλλη μάνα το δικό του αυγό. Σύμφωνα δε με μια λαϊκή παράδοση τα μικρά του τα ανατρέφει η κουκουβάγια. Γι' αυτό πήρε το όνομα αυτό: Του κούκου η βάγια, δηλαδή η νταντά του κούκου.
...Όταν το περιστέρι ρωτάει γιατί δεν κάθεται να κλωσήσει όπως τα άλλα πουλιά, απαντάει:
«Δεν είμαι τόσο ανόητη δια να αποφασίσω
τ΄άνθος της ηλικίας μου αδίκως να μαράνω
δια να κτίζω φωλεάν κ΄εκεί αφού καθήσω
ακίνητη, ωσάν νεκρά, τ'αυγά μου να θερμάνω
Θέλουνε δε της μητρικής στοργής να συμμεθέξω
το εν αυγό μου γέννησα εις φωλεάν σπουργίτου
...ρίψασα το ιδικόν του έξω
και ΄τ' άλλο εις την φωλεάν γλαυκός της ανοήτου...»
Και σαν να μην έφτανε όλο αυτό, μόλις εκκολαφθεί το «κουκάκι», έχει τη συνήθειά να «πετάει» έξω από τη φωλιά των θετών του γονέων τους «συνδαιτημόνες» του, ώστε να μείνει ολομόναχος και μοναχοφάης. Πολλές φορές δε ο νεοσσός κούκος επειδή γεννιέται σε οικογένειες μικρότερων ειδών, ως μωρό είναι πιο μεγαλόσωμο από τους «γονείς» του, οι οποίοι εξαντλούνται να πετούν συνεχώς για να του φέρνουν αρκετή τροφή, γιατί επιπλέον είναι πολύ λαίμαργος και φωνακλάς. Ενίοτε δε σπεύδουν και άλλα, γειτονικά πτηνά να τον ταΐσουν γιατί δεν τον προλαβαίνουν οι «δικοί» του.
Είτε για όλα αυτά, είτε επειδή είναι μοναχικός και δεν πετάει σε σμήνος, συνετέλεσαν ώστε το όνομά του να συνδέεται με τη μοναξιά και την ερημιά: «Απόμεινε σαν κούκος», «Έμεινε στο σπίτι σαν τον κούκο» «Ένας κούκος μοναχός», "Ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη", «Ήταν όλοι τρεις κούκοι». (Μάλιστα αυτή η συγκεκριμένη φράση υπάρχει επακριβώς στον Αριστοφάνη: « Κόκκυγες τρεις», (Αχαρνής 598).
Υποθετικά και το παιχνίδι της πόκας «κούκος μονός» λέγεται έτσι επειδή το αρχικό φύλλο μπαίνει στη μέση πάνω στο τραπέζι μόνο του, σαν τον κούκο.
Πάντως ο κούκος είναι ωφελιμότατο πουλί και πολύ αγαπητό από τους αγρότες, οι οποίοι το θεωρούν σωτήρα τους, καθώς πολλά έντομα επιβλαβή και δηλητηριώδη για τις καλλιέργειες, που άλλα πτηνά τα αποφεύγουν - κυρίως κάμπιες, ακόμα και εκείνες με σκληρές, δηλητηριώδεις τρίχες ή με έντονα χρώματα δηλωτικά της δηλητηριώδους υφής τους, καθώς και της κάμπιας των πεύκων- αποτελούν το τεράστιο ημερήσιο «μενού» του.
Αυτά λοιπόν για τον κούκο, που με τη χαρακτηριστική , ηχηρή φωνή του έρχεται να ξυπνήσει την όμορφη Άνοιξη και με την κατεργαριά του καταφέρνει να εισβάλει όχι μόνον σε ξένη φωλιά αλλά και στα σπίτια μας, για να ξυπνάει και εμάς βγαίνοντας από όμορφα ξύλινα μηχανικά ρολόγια.
Το διαβάσαμε στο facebook -Ρουλα Λυρου - ΝΤΟΠΙΟΛΑΛΙΕΣ
Παραμύθι, Η πέρδικα και ο κούκος
(διασκευή από παράδοση της Κύθνου)
Μια φορά και έναν καιρό μαζεύτηκαν τα πουλιά του ουρανού και αποφάσισαν να ανοίξουν σχολείο, για να μαθαίνουν τα παιδιά τους γράμματα. Ένα πρωί λοιπόν, που τα μικρά πουλιά μαθητές ήταν στο σχολείο, ένας κούκος πήρε ένα τόσο δα μικρό καλαθάκι και πήγε να ταϊσει το κουκόπουλο. Τόση όμως ήταν η προκοπή του, που στο καλαθάκι δεν έβαλε παρά μόνο ελάχιστα ψίχουλα που του είχαν περισσέψει.
Εκεί που πήγαινε, συνάντησε μια πέρδικα.
"Για που το 'βαλες, κούκε;", τον ρώτησε η πέρδικα.
"Πηγαίνω στο σχολείο να ταϊσω το παιδί μου ζεστό φαγητό", της απάντησε ο κούκος.
"Μιας και πας, πάρε και το δικό μου καλαθάκι να ταϊσεις και το δικό μου παιδί", του απάντησε η πέρδικα, και του έδωσε ένα καλάθι μεγάλο, με κολατσιό για το περδικόπουλο.
"Και πως θα βρω το δικό σου;", την ρώτησε ο κούκος.
"Είναι πολύ εύκολο! Θα το καταλάβεις αμέσως γιατί είναι το πιο όμορφο απ' όλα τα πουλάκια", είπε η πέρδικα και έδωσε το καλάθι στον Κούκο. Μόλις τον ξαναβρήκε στην επιστροφή, τον ρώτησε αν τελικά έδωσε το κολατσιό στο περδικόπουλο.
"Μου πες να δώσω το φαγητό στο πιο όμορφο παιδί, μα πιο όμορφο παιδί απ' το δικό μου δεν βρήκα, και έτσι του 'δωσα το κολατσιό να φάει", της απάντησε αυτός.
Από τότε του έγινε συνήθεια, αφού δεν έχει ο ίδιος προκοπή να ταϊσει τα κουκόπουλα, να τα θρέφει με τεχνάσματα και πονηριά.
Πηγή παραμυθιού: www.feggaroskoni.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου