Κείμενο-φωτογραφίες-μετρήσεις: Απόστολος Κων. Καρακώστας |
Μέσα σε μικρότερη απόσταση από δέκα χιλιόμετρα οι γέφυρες αυτές γεφυρώνουν τον ποταμό Ίναχο-Μπζιάκο για τους παλιούς-καθώς και τον κυριότερο παραπόταμο το Μέγα Ρέμα που κατεβαίνει από το Παλιό Χαλκιόπουλο και κουβαλάει όλα τα νερά που συγκεντρώνουν οι νοτιοδυτικές πλαγιές της Καλάνας.
Όλες οι γέφυρες είναι μεταξύ των πέτρινων γεφυριών της Βέργας και των Χαλκιοπούλων στην ειδυλλιακή κοιλάδα όπου ο Ίναχος κυλάει ήσυχα τα νερά του όλο τον χρόνο, μέσα από παραδεισένια τοπία.
Στον 17ο αιώνα που για την περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας (Κάρλελι) ήταν μια περίοδος ειρήνης και σχετικής «ισορροπίας»στις σχέσεις με τους κατακτητές, άκμασε το εμπόριο από τα παράλια προς το εσωτερικό της χώρας, δηλαδή προς την Ευρυτανία, τα Άγραφα και τα χωριά της Αργιθέας. Έτσι για την διευκόλυνση των μεταφορών ανθρώπων και μεταφορικών ζώων, κατασκευάστηκαν πέντε πέτρινες γέφυρες στον Ίναχο ποταμό.
Ξεκινώντας από κάτω προς τα πάνω, της Ποδογοράς, της Βέργας, η παλιά των Χαλκιοπούλων (30 μέτρα πιο πάνω από την καινούργια), του Εμπεσού και του Σύντεκνου, (Θυάμου) αν και ίσως η τελευταία είναι ακόμη πιο παλιά.
Η κάθε γέφυρα απείχε από την άλλη, για πεζούς και για φορτωμένα με 80-100 οκάδες φορτίο μουλάρια, περίπου δύο ώρες.
Οι κάτοικοι των Χαλκιοπούλων δραστηριοποιούνταν σε κτηνοτροφία στην Καλάνα και στις απέναντι ράχες αλλά και στην γεωργία κάτω στον κάμπο απέναντι απ’ το ποτάμι.Έτσι προέκυψε η ανάγκη να κατασκευαστούν περισσότερες γέφυρες στην περιοχή.
Πάντα κατασκεύαζαν ξυλογέφυρα που τα στήριζαν στις διχάλες από τα κλαδιά των πλατανιών, γεφύρωναν τα ανοίγματα με μεγάλες τέμπλες που τις έκοβαν και τις πελεκούσαν για να τις ελαφρύνουν και μετά τις κουβαλούσαν στο ποτάμι. Συνήθως τραβώντας τες με μουλάρια, αλλά σε δύσβατα μονοπάτιαδυο-τρεις άνδρες την κάθε μία – μπροστά και πίσω. Έτσι με μεγάλο κόπο τις φέρνανε από μεγάλες αποστάσεις στο σημείο που θα φτιάχνανε το γεφύρι. Πάνω στις τέμπλες καρφώνανε «σκιζάρια», πελεκημένα σανίδια από βελανιδιά, και με λιανότερα ξύλα φτιάχνανε τα παραπέτα.
Όλα αυτά μέχρι πριν εβδομήντα περίπου χρόνια.Από το 1950 και μετά άρχισε να χρησιμοποιείτε ευρέως το συρματόσχοινο στην κατασκευή των ξυλογέφυρων, μπορούσε έτσι να γεφυρωθεί μεγαλύτερο άνοιγμα από όχθη σε όχθη κι από πλάτανο σε πλάτανο.
Η τελευταία ξύλινη γέφυρα που θυμάμαι να έγινε στην περιοχή χωρίς συρματόσχοινα, ήταν το καλοκαίρι του 1957, όταν πρωτολειτούργησε το Δημοτικό Σχολείο Γέφυρας Βέργας Πετρώνας. Τότε για να μπορούν να έρθουν τα Τσακαλάκια Νίκος και Δεσποινούλα και τα Τσολκάκια Γιώργος και Δέσπωστο σχολείο, δούλεψαν μία εβδομάδα ο πρωτομάστορας τεχνίτης πέτρας Μήτσος Τσιάκαλος μαζί με τους τεχνίτες γιούς του Ηλία και Γιάννη. (καταγωγή των Τσιακαλαίωναπό τα Σελιπιανά-(σημερινό Καταφύλλι)-Αργιθέας, εγκαταστάθηκαν οικογενειακώς πρώτα στο Λυπόρεμα-σύνορο Μαλεσιάδας και Χαλκιοπούλων-το 1948 και μετά στην θέση «στης Ελένης την βρύση» στο ΜαρανέλιΜαλεσιάδας). Κάθε πρωί πηγαίνανε στον Τούμπανο-βουνοκορφή της Μαλεσιάδας υψόμετρο 500 μέτρα. Απόσταση δύο και μισό χιλιόμετρα από το τότε μονοπάτι στο Λυπόρεμα, κόβανε βελανιδιές ίσιες και μακριές όσο γινόταν, τις πελεκούσαν και τις έφερναν το απόγευμα.
Παράγγειλαν με τον ΣτέφοΤορουνίδη και τους έφερε με τον «καρνάβαλό» του μια οκά πρόκες-πέντε δραχμές- από το Αγρίνιο. Γεφύρωσαν το Βουλτσόρεμα, παραπόταμο του Ινάχου που έρχεται από τον Μπονίκεβο-σημερινή Πετρώνα. (ο Γάλλος εξερευνητής Πουκεβίλπου πέρασε από την περιοχή το 1815 και κατέγραψε πολλές λεπτομέρειες πολύτιμες σήμερα, τοαναφέρει σαν Βοϊνίκοβο).
Η ξύλινη αυτή κατασκευή στηριγμένη σε δυο πλατάνια, μήκους είκοσι περίπου μέτρων άντεξε πολλά χρόνια, μέχρι που μια μεγάλη κατεβασιά την πήρε, όταν κλαδιά παρασυρμένου δένδρου την έσπασε στην μέση, οι τέμπλες πλέον είχαν παλιώσει, τις έφαγε και το σαράκι και δεν άντεξαν. Ωφέλησε πολύη γέφυρα αυτή, τα παιδιά τελείωσαν το εξατάξιο σχολείο, πολλοί άνθρωποι σώθηκαν γιατί αλλιώς θα έμπαιναν μέχρι την μέση μέσα στα κρύα χειμωνιάτικα νερά για να διαβούν απέναντι. Θυμάμαι κάθε Γενάρη στα φώτα τον παπά-Θόδωρο τον Σταμούλη εφημέριο στην Παλιά Μαλεσιάδα, που ερχόταν βρέχοντας σε όλα τα απομακρυσμένα σπίτια για να κάνει αγιασμό, μετά από μας περνούσε την γέφυρα αυτή και πήγαινε μέχρι τους Τσακαλαίους, μουσκεμένος μέχρι το κόκκαλο. Αλλά πάντα με χαμόγελο και αστραφτερά μάτια, γιατί πίστευε ότι όλοι οι άνθρωποι πρέπει να βλέπουν τον παπά να τιμάει το φτωχικό τους κατώφλι και να τους επισκέπτεται τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο. Ανεξάρτητα σε ποιόν απομακρυσμένο συνοικισμό κατοικούν πρέπει να μην τους ξεχνάει η εκκλησία-έλεγε… Έτσι ξεκίναγε από την εκκλησία του Αϊ Νικόλα από την παλιά Μαλεσιάδα για να κάνει τον γύρο. Και επειδή τον χειμώνα η μέρα είναι μικρή δεν περπατούσε απλώς αλλά κυριολεκτικά «πετούσε» για να προλάβει.
Ξεκινώντας από την Βέργα προς την Γέφυρα Χαλκιοπούλων-σημερινό Νέο Χαλκιόπουλο, η πρώτη κρεμαστή γέφυρα που συναντάμε είναι των Μακραίων στο Κρύο Νερό. Γεφυρώνει για 80 τουλάχιστον χρόνια τα σπίτια και τις στάνες των Μακραίων με τον δημόσιο αμαξιτό δρόμο προς Αμφιλοχία-Αγρίνιο. Την παλιά ξύλινη γέφυρα που υπήρχε πριν την δεκαετία του 1950 την πέρασα πολλές φορές μικρός μια και η οικογένειά μου είχε αδελφικές σχέσεις με την οικογένεια του Νίκου Μακρή και τα παιδιά του Κώστα και Λάμπρο. Οι μαυρόασπρες φωτογραφίες πιο κάτω είναι από αυτή την γέφυρα τις τράβηξα το 1969. Αργότερα ενισχύθηκε με συρματόσχοινα και άντεξε πολλά χρόνια. Παραδίπλα κατασκεύασε συρμάτινη γέφυρα ο Αναστάσιος Τουρλίδας με καταγωγή από την Πετρώνα, πρώην κάτοικος Προβέντζας. Με την κατασκευή του φράγματος Καστρακίου στον Αχελώο ποταμό την δεκαετία του 60, τα νερά της τεχνικής λίμνης πλημμύρησαν τον κάμπο και πήρε αποζημίωση για τα χωράφια που είχε εκεί. Δεν πήγε όπως όλοι «προς τα κάτω» αλλά ήρθε «προς τα πάνω» στα πατρικά χώματα για να «ριζώσει». Αγόρασε τον μύλο του «Κόκκινου» που η δέση του ήταν στα Λουτρά Χαλκιοπούλων, και κτήματα. Κατασκεύασε την γέφυρα για να πηγαίνει απέναντι χρησιμοποιώντας συρματόσχοινα και άλλα υλικά. Κράτησε πολλά χρόνια μέχρι που κάποια μεγάλη κατεβασιά του θυμωμένου Μπζιάκου την παρέσυρε, ακόμη κρέμονται οι άκρες από τα σύρματα στις όχθες του ποταμού.
Πριν εκατό χρόνια το 1922 έβρεχε στον Ορεινό Βάλτο τρία μερόνυχτα ασταμάτητα. Ο παππούς μου, απ’ την μεριά της μάνας μου Δημήτρης Τσατσαρώνης,ανέβηκε στα μαδέρια από το χάνι που είχε στην Γέφυρα Βέργας για να γλυτώσει τον πνιγμό, όταν η στάθμη των νερών ανέβηκε σε πρωτοφανές ύψος από ότι θυμόταν οι πιο παλιοί. Τέτοια τεράστια κατεβασιάξανασυνέβηκε στις 10-11 του Οκτώβρη το 2002, δυο μέρες πριν τις Δημοτικές εκλογές. Σχεδόν όλα τα γεφύρια στην περιοχή Χαλκιοπούλων παρασύρθηκαν από τα ορμητικά νερά…
Η επόμενη μεγάλη πλημμύρα την 1η Δεκέμβρη 2017 παρέσυρε την γέφυρα στους Φτεριάδες. Δεν αποκαταστάθηκε ακόμη, οι κάτοικοι την χρειάζονται για τις καθημερινές τους ανάγκες μετακίνησης εκατέρωθεν του ποταμού…
Ας ξεκινήσομε από κάτω προς τα πάνω, περιγράφοντας αυτές τις κρεμαστές γέφυρες στην περιοχή-γνωστές και άγνωστες.
1η Στο Κρύο Νερό, των Μακραίων
Κατασκευάστηκε στην θέση της παλιάς το 1998-99 από την κοινότητα Χαλκιοπούλων με επίβλεψη από την Τ.Υ.Δ.Κ. (Τεχνική υπηρεσία Δήμων & Κοινοτήτων). Κόστισε 5-6 εκατομμύρια Δραχμές. Έχει ολικό μήκος 46,9 μέτρα ενώ το μεγαλύτερο τόξο είναι 28,5 μέτρα. Απέχει 44 χιλιόμετρα από το Αγρίνιο και 6 χιλ. από το Νέο Χαλκιόπουλο. Βρίσκεται 15 μέτρα δεξιά, δίπλα από τον επαρχιακό δρόμο.
2η Στα Λουτρά Χαλκιοπούλων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου