ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΟΝΟΜΑΤΟΘΕΣΙΑΣ ΑΦΟΡΜΗ ΓΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΙΣ ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΑΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΜΕ ΘΕΜΑ : «ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΒΑΛΤΟΥ»
Το ζήτημα της ονομασίας του νέου Καλλικρατικού Δήμου Αμφιλοχίας έχει απασχολήσει ως γνωστόν αρκετούς συμπατριώτες μας. Συστάθηκε μάλιστα και Συντονιστική Επιτροπή Πρωτοβουλίας Βαλτινών, η οποία - ήδη από το 2012 - προτείνει την μετωνομασία του, από ''Δήμος Αμφιλοχίας'' σε ''Δήμος Βάλτου''.
Η Επιτροπή επεδίωξε από τότε μία συνάντηση με τον Δήμαρχο, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Προσφάτως δε κατέθεσε το αίτημά της - συνοδευόμενο και από υπογραφές συμπολιτών μας - στο Δημοτικό Συμβούλιο προς συζήτηση και ενδεχόμενη απόφαση.
Εκτιμώ ότι η πρωτοβουλία της Επιτροπής αποτελεί θετική ενέργεια, υπό την άποψη ότι μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία γενικότερου προβληματισμού και την απαρχή μιας γόνιμης, ανοιχτής και δημόσιας συζήτησης για την Ιστορία του Τόπου μας.
Θα αναρωτηθεί εύλογα κάποιος! Μεταξύ των τόσων προβλημάτων που περιμένουν τη λύση τους, η προσθήκη ενός επί πλέον προβληματισμού για την ονομασία του Δήμου αποτελεί ρεαλιστική συνεισφορά στον τόπο;
ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΕΝΟΣ ΤΟΠΟΥ
Κατά την γνώμη μου, το όνομα ενός τόπου έχει τεράστια σημασία. Με αυτό εκφράζεται το ''είναι'' του και το βαθύτερο ''νόημά'' του. Σ' αυτό συνοψίζονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ''προσωπικότητάς'' του. Η ονοματοθεσία επομένως δεν είναι καθόλου μια απλή επιλογή ή μια αμελητέα υπόθεση. Είναι ένα πολύ σημαντικό ζήτημα.
Τα παραπάνω δεν αποτελούν ένα άκαιρο ''φιλοσοφικό προβληματισμό'', αλλά έχουν άμεση επίπτωση στη ζωή μας. Καθότι το όνομα - σύμφωνα με μιαν άλλη αναπτυξιακή προσέγγιση - έχει και μια διάσταση κοινωνικοοικονομική και δύναται ν' αναδειχτεί σε ένα «βασικό μοχλό ενεργοποίησης της οικονομίας ενός τόπου». 1
Και είναι ίσως τώρα, στην περίοδο της βαθιάς κρίσης που διανύουμε, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, αναγκαία μια ''βουτιά'' στο ιστορικό παρελθόν. Κι αυτό όχι μόνο για να γνωρίσουμε αυτό που θέλουμε να ονοματίσουμε ή για να αποκτήσουμε ιστορική συνείδηση, αυτοπεποίθηση και αυτογνωσία. Αλλά για να εντοπίσουμε και να αναδείξουμε την φυσιογνωμία μας, την ταυτότητά μας, τα σύμβολά μας. Για να μπορέσουμε να συμβάλλουμε εποικοδομητικά στον σχεδιασμό της παραγωγικής ανασυγκρότησης του τόπου μας.
Η Ιστορία, το Όνομα, η Ταυτότητα, τα Σύμβολα δεν είναι παρελθοντολογία. «Είναι θεμελιώδη στοιχεία της βιωσιμότητας ενός τόπου». «Σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης χωρίς ταυτότητα κανείς δεν επιβιώνει». Το Όνομα και τα Σύμβολα αποτελούν εφόδια για το πέρασμα σε ένα εναλλακτικό αναπτυξιακό πρότυπο παραγωγής επώνυμων προϊόντων, τα οποία «δεν θάχουν μόνο ποιότητα, αλλά θα εμπεριέχουν και συμβολισμούς, θα εκπέμπουν και νοήματα». Στην εποχή της πολιτιστικής οικονομίας και των συμβόλων, όλα τα παραπάνω σύμφωνα με μια νέα οπτική «αποτελούν τον πλούτο ενός τόπου». Είναι ένα «άυλο κεφάλαιο που μπορεί ν' αξιοποιηθεί και να μετασχηματισθεί σε αγαθά, οικονομία, ανάπτυξη». 2
ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΑΜΦΙΛΟΧΙΑΣ
Όσον αφορά τη νεότερη ιστορία του τόπου μας υπάρχει αρκετή γνώση, η οποία όμως ούτε της πρέπουσας σημασίας έτυχε, ούτε έχει αξιοποιηθεί μέχρι τώρα. Κι αυτό είναι ένα θέμα που πρέπει στο άμεσο μέλλον να μας απασχολήσει.
Σχετικά όμως με την αρχαία ιστορία, η συντριπτική πλειοψηφία των συμπατριωτών μας διαθέτει μηδαμινή γνώση και το απώτερο παρελθόν της περιοχής μας είναι παντελώς άγνωστο σ' αυτούς. Αποτέλεσμα της άγνοιας είναι κάποιοι να νομίζουν ότι η Αρχαία Αμφιλοχία ήταν μόνο μια πόλη, άλλοι να θεωρούν ότι ταυτιζόταν με μια μικρή περιοχή γύρω από το Αμφιλοχικό Άργος και οι πιο πολλοί τέλος να πιστεύουν πως το υπόλοιπο τμήμα του Βάλτου και ειδικότερα ο Ορεινός Βάλτος ανήκε στη χώρα των Αγραίων.
Οι αιτίες της μεγάλης άγνοιας έχουν τις ρίζες τους στην αρχαιότητα και κυρίως, κατά τη γνώμη μου, στην ερήμωση που προκάλεσαν οι Ρωμαίοι σε πολλές περιοχές, μεταξύ των οποίων και στη δική μας, προκειμένου να καταστήσουν τη Νικόπολη μεγαλούπολη. Ερήμωση, η οποία στα χρόνια που ακολούθησαν είχε ως συνέπεια την απάλειψη και εξαφάνιση των αρχαίων τοπωνυμιών. Τα νέα ονόματα που αντικατέστησαν τα παλιά, προέκυψαν με κριτήρια τοπομορφολογικά ή άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως Ξηρόμερο, Βάλτος, Βραχώρι, Καρβασσαράς κ.λπ.
Μια πρώτη απόπειρα για τον εντοπισμό αρχαίων πόλεων και οικισμών στην περιοχή μας γίνεται το 1448 μ.Χ. από τον Κυριακό Αγκωνίτη, ο οποίος εκτίμησε ότι το Αμφιλοχικόν Άργος βρισκόταν στην Άρτα, ονομάζοντας μάλιστα και την περιοχή «Ακαρνανικήν Αράχθειαν». 3
Η αντίληψη αυτή επικράτησε μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, οπόταν ανακαλύφτηκε ότι στην Άρτα βρισκόταν η αρχαία Αμπρακία. Τότε λοιπόν θεωρήθηκε ότι το Αμφιλοχικό ΄Αργος ήταν ο Καρβασσαράς, που για το λόγο αυτό μετωνομάσθηκε σε Αμφιλοχία το 1908.
Το καλοκαίρι του 1918 περιηγείται την Ακαρνανία ο καθηγητής αρχαιολογίας Κων/νος Ρωμαίος, ο οποίος εντοπίζει το Αμφιλοχικό Άργος στη θέση Καινούργιο της κοινότητας Αμπελακίου, που απέχει 200 στάδια από την Αμπρακία, όπως αναφέρει ο Πολύβιος. Η θέση αυτή του Αμφιλοχικού Άργους δεν αμφισβητείται πλέον από κανένα.
Παράλληλα ο Κ. Ρωμαίος σχετικά με τις άλλες τοποθεσίες που αναφέρει ο Θουκυδίδης εκτιμά ότι: Οι Όλπες βρίσκονταν στο λόφο της Μπούκας Αγριλοβούνι, Θύαμον όρος ήταν η οροσειρά του Πεταλά και οι Κρήνες αντιστοιχούν στην Παλιαυλή, δηλαδή στην άκρη της από Καρβασσαρά προς Μπούκα λοφοσειράς. Δεν στηρίζει όμως τις εκτιμήσεις του σε επιστημονικά εδρασμένη επιχειρηματολογία, καθόσον αυτά που πρότεινε βρίσκονται σε πλήρη αναντιστοιχία με όσα περιγράφονται στις παραγράφους 105 έως 114 του Γ' Βιβλίου των Ιστοριών του Θουκυδιδη.
ΕΛΛΕΙΨΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗΣ ΦΛΟΓΑΣ - ΚΑΙ ΟΙ ΑΥΘΕΝΤΙΕΣ ΣΦΑΛΛΟΥΝ
Γιατί όμως οι παραπάνω αστήρικτες παραδοχές του Κ. Ρωμαίου δεν είχαν αμφισβητηθεί για μία σχεδόν 100ετία; Κατά τη γνώμη μου δύο είναι οι σπουδαιότεροι λόγοι:
Πρώτον, η έλλειψη ερευνητικής φλόγας από την πλευρά των αρχαιολόγων που είχαν υπό την αρμοδιότητά τους την περιοχή μας και ο ''τεμπέλικος'' συμβιβασμός τους με τα ''έτοιμα'', στον οποίο διακρίθηκαν. Κι ας ληφθεί υπόψη, ότι είχαν στη διάθεσή τους όλα τα μέσα. Είχαν πρόσβαση σ' όλες τις πηγές (συγγραμματα) καθώς και άμεση πρόσβαση σ' οποιαδήποτε αρχαία τοποθεσία, ενώ ο Κ. Ρωμαίος επισκέφτηκε την περιοχή μας μόνο μια φορά και μάλιστα με άλογο.
Δεύτερον, η ανυπαρξία ιστορικών ερευνών με αντικείμενο την Αρχαία Αμφιλοχία και επομένως η έλλειψη ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για μια εξονυχιστική εξέταση όλων των στοιχείων που την αφορούν διαχρονικά. Οι ιστορικές έρευνες μέχρι τώρα που αναφέρονταν στην Αρχαία Αμφιλοχία είχαν ως κύριο αντικείμενο έρευνας είτε την Αιτωλία, είτε την Ήπειρο, είτε την Ακαρνανία. Γι'αυτό και δεν τους απασχόλησε ιδιαίτερα η επάρκεια των παραδοχών του Κ. Ρωμαίου. 4
Στη μελέτη μου για την Αρχαία Αμφιλοχία που παρουσίασα στο Β' Αρχαιολογικό Συνέδριο Αιτ/νίας, 5 αφού επισημαίνω τις κατάφορες αντιθέσεις και τις πολλές αντιφάσεις που δημιουργούνται από μία άκριτα υποθετική παραδοχή των εκτιμήσεων του Κ. Ρωμαίου, αποδεικνύω με επιχειρήματα ότι:
• Θύαμον όρος ονομάζονταν το νότιο τμήμα της οροσειράς του Μακρυνόρους , δηλαδή η μεταξύ ξεροποτάμου και Ινάχου οροσειρά της Βαρετάδας που έφθανε μέχρι το ύψος του παλιού Λουτρού.
• Οι Όλπες βρίσκονταν πέραν του Λουτρού σε λόφο «προς τηι θαλάσσηι» (κοντά στη θάλασσα) και όχι «επί της θαλάσσης» ( σε επαφή με την θάλασσα ).
• Οι Κρήνες βρίσκονταν στημ Πυληχρηνιάσσα ( Κεχρηνιά ).
Στην ίδια μελέτη επισημαίνω, οτι τόσο ο Κ. Ρωμαίος, όσο και όλοι οι άλλοι μεταφραστές του Θουκυδίδη ( Ελ. Βενιζέλος, Αγ. Βλάχος, Έλλη Λαμπρίδη, Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, Γ.Δ. Ζηκίδης και λοιποί ) οδηγήθηκαν σε λαθεμένη ερμηνεία της περικοπής του Θουκυδίδη: «Λαβόμενοι δε του Θυάμου όρους, ό εστίν Αγραϊκόν, εχώρουν δι' αυτού και κατέβησαν ες την Αργείαν νυκτός ήδη, και διεξελθόντες μεταξύ της τε Αργείων πόλεως και της επί Κρήναις φυλακής έλαθον και προσέμειξαν τοις εν Όλπαις Αμπρακιώταις» (Θουκ. Γ' 106, επειδή δεν γνώριζαν επαρκώς την τοπική γεωμορφολογία. Για το λόγο αυτό δεν διέκριναν ότι η διάβαση των Πελοποννησίων ανάμεσα από τις Κρήνες και το Αμφιλοχικό Άργος δεν έγινε στο τέλος της πορείας τους, δηλαδή μετά την κάθοδό τους από το Θύαμον όρος εις την Αργείαν, αλλά είχε γίνει κατά την διάρκεια της πορείας τους και πιο συγκεκριμένα καθώς περνούσαν τον ξεροπόταμο, κατευθυνόμενοι από τον Καρβασσαρά (Λιμναία) προς το Μέγα Κάμπο (Θύαμον όρος). Πολλοί εξ αυτών στην ερμηνεία τους μπορεί και να εννοούν ότι είχαν διέλθει ανάμεσα από τις δύο θέσεις κατά το παρελθόν, (κατά την διάρκεια δηλαδή της πορείας τους), όπως π.χ. ο Βενιζέλος που μεταφράζει ως εξής το συγκεκριμένο σημείο: «και αφού διήλθαν απαρατήρητοι μεταξύ του Άργους και των Ακαρνάνων που εφρούρουν εις τας Κρήνας, ηνώθηκαν με τους Αμπρακιώτες, οι οποίοι κατείχαν τις Όλπες». Όμως δεν διευκρινίζουν καθαρά ότι το ''αφού'' προσδιορίζει το αίτιο ή τον τρόπο και παρερμηνεύονται.
Το ζήτημα αυτό εξετάζεται πολύ αναλυτικά στην εισήγησή μου. Εκεί αναφέρω χαρακτηριστικά ότι στην πρόταση «και διεξελθόντες...έλαθον», ο σύνδεσμος «και» δεν συνδέει τις προηγούμενες κινήσεις των Πελοποννησίων με μια χρονικά επόμενη κίνησή τους, αλλά συνδέει τις κινήσεις των Πελοποννησίων με το αποτέλεσμα των κινήσεών τους. Επομένως η σωστή μετάφραση της ανωτέρω περικοπής είναι: ''Παίρνοντας δε το Θύαμον όρος, το οποίο είναι Αγραϊκό, προχωρούσαν δι' αυτού (κατά μήκος του) και κατέβηκαν νύχτα πιά στην Αργεία, και (έτσι με την πορεία τους αυτή) πέρασαν κρυφά ανάμεσα από την πόλη των Αργείων και από την επί των Κρηνών ενέδρα των Ακαρνάνων (χωρίς δηλαδή να πέσουν στην ενέδρα των Ακαρνάνων) και ενώθηκαν με τους εντός των Ολπών Αμπρακιώτες''.6
Στην ημερίδα της Ένωσης Βαλτινών Επιστημόνων για τις αρχαιότητες του Βάλτου, στις 29-6-2008, δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να παρουσιάσω εισήγηση με τις απόψεις μου για την Αρχαία Αμφιλοχία. Θεωρούσα όμως βέβαιο και επιστημονικά δεοντολογικό, ότι οι εισηγήσεις που παρουσιάσθηκαν θα αναφερόταν σ’ όλες τις απόψεις που έχουν διατυπωθεί για την αρχαία τοπογραφία του Βάλτου και κάθε μία θα απορριπτόταν ή θα υποστηριζόταν με τα ανάλογα επιχειρήματα.
Όμως η προϊσταμένη της ΛΣΤ' ΕΠΚΑ αρχαιολόγος κα Μαρία Σταυροπούλου-Γάτση εξέθεσε μόνο την εκφρασθείσα από τον Κ. Ρωμαίο αντίληψη. Όταν δε ανέφερε: «ξέρουμε ότι οι Αγραίοι με τους Στράτιους είχαν εδαφικές διαφορές μεταξύ τους στον Πεταλά», διεπίστωσα με πόση ρηχότητα αντιμετώπιζε το ζήτημα, αφού εξέλαβε μια εκτίμηση του Κ. Ρωμαίου - ότι δηλαδή οι εδαφικές διαφορές ήταν στον Πεταλά - ως κάτι το αδιαμφισβήτητο στοιχείο γνωστό από τις πηγές.
Στην παρέμβασή μου είχα αναφέρει: «Η εκδοχή αυτή για την αρχαία τοπογραφία της περιοχής μας, που μας παρουσιάστηκε, δεν ευσταθεί. Και την έχω ανατρέψει με επιχειρήματα στην εισήγησή μου προς το Β’ Διεθνές Αρχαιολογικό Συνέδριο Αιτ/νίας». 7 Έντονες αντιδράσεις προς τις εισηγήσεις για τα όρια της αρχαίας Αμφιλοχίας, υπήρξαν επίσης και από άλλους ομιλητές, οι οποίοι πολύ εύστοχα επεσήμαναν, ότι «οι εισηγητές δεν παρουσίασαν κάποιες δικές τους επιστημονικές θέσεις , αλλά τις απόψεις περιηγητών».
Προσφάτως τα μέλη της Συντονιστικής Επιτροπής Πρωτοβουλίας Βαλτινών για τη Μετωνομασία του Δήμου, με την ανακοίνωση θέσεων που δημοσιοποίησαν, αναφέρονται και στη δική μου μελέτη. Δηλώνουν δε χαρακτηριστικά : «Ο αυτοσχέδιος χάρτης - σκαρίφημα του κου Χούτα, έχει χαθεί στα τοπωνύμια. Οι Κρήνες δεν είναι στην Κεχρινιά, αλλά στην Παλιαυλή. Το Θύαμον όρος είναι ο Πεταλάς». Εκλαμβάνοντας δηλαδή ως δεδομένα τα προς διερεύνηση τοπωνύμια, απορρίπτουν τις απόψεις μου. Άκριτα όμως, διότι δεν παρουσιάζουν κανένα επιχείρημα που να αντικρούει την δική μου στοιχειοθέτηση. Αν βέβαια υπονοείται ως επιχείρημα το σύνηθες σκεπτικό: ''Αφού το λένε οι Αρχαιολόγοι και οι Ειδικοί και το γράφουν και οι χάρτες, έτσι θα είναι'', τότε οπισθοδρομούμε. Καταλήγουμε στην κατάργηση του μυαλού μας και την υποταγή της σκέψης μας στις υποτιθέμενες αυθεντίες.
Η σύντομη αναδρομή μου λοιπόν στις διάφορες απόψεις από το Στράβωνα, στον Κυριακό Αγκωνίτη, στους αρχαιολόγους του 19ου αιώνα, έως τον Κ. Ρωμαίο, είχε ως επιδίωξη να γίνει φανερό και αντιληπτό, ότι και οι ''αυθεντίες'' πολλές φορές σφάλλουν, ότι οι γνώμες αλλάζουν, όταν παρουσιάζονται νέα δεδομένα και ότι η έρευνα πρέπει να είναι συνεχής, δημιουργικά και γόνιμα αμφισβητούσα.
Η ΠΑΡΑΘΑΛΑΣΣΙΑ ΑΜΦΙΛΟΧΙΑ
Σχετικά με τις Όλπες, το Θύαμον όρος, τις Κρήνες και την Ιδομένη ακόμα και μια απλή επόπτευση της περιοχής αναδεικνύει με σαφήνεια τις παρακάτω διαπιστώσεις, που πρέπει να γίνουν γνωστές και σε όσους δεν γνωρίζουν την περιοχή.
Όλπες: Όταν κάποιος ξεκινάει από το Αμφιλοχικό Άργος για να πλησιάσει προς το Αγριλοβούνι δεν συναντά –διότι δεν υπάρχει - καμμιά χαράδρα και μάλιστα μεγάλη, όπως τόσο παραστατικά περιγράφει ο Θουκυδίδης: «Ο δε Δημοσθένης (εκ του Άργους) προσαγαγών εγγύς της Όλπης εστρατοπεδεύσατο, χαράδρα δ’ αυτούς (τους δύο στρατούς) μεγάλη διείργεν». (Θουκ. Γ' 108 ). Επομένως οι Όλπες δεν ήταν στο Αγριλοβούνι, αλλά σε λόφο πέραν του Λουτρού, διότι στο παλιό Λουτρό υπάρχει χαράδρα μεγάλη.
Επί πλέον το Αγριλοβούνι είναι ένας απομονωμένος λόφος και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνορεύει με την οροσειρά της Βαρετάδας, δηλαδή το Θύαμον όρος που κατέχονταν τότε από τους Αγραίους, αλλά ούτε έστω και με την οροσειρά του Πεταλά, όταν λαθεμένα εκλαμβάνεται ως Θύαμον όρος: «Οι δ’ άλλοι (Αμπρακιώτες εκ της Όλπης) διέφυγον ες την Αγραϊδα όμορον ούσαν ».(Θουκ. Γ' 111). 8
Τέλος αφού το Αμφιλοχικό Άργος ήταν πάνω στη θάλασσα: «πόλεως επιθαλασσίας ούσης» ( Θουκ. Γ΄105 ), τότε πιθανότατα και το Αγριλοβούνι εκείνη την εποχή θα ήταν νησί. Εξ’ άλλου το Αγριλοβούνι και σήμερα είναι πάνω στη θάλασσα, δηλαδή λόφος ''επιθαλάσσιος'' κι όχι όπως ήταν οι Όλπες: «λόφος προς τηι θαλάσσηι » ( Θουκ. Γ' 105 ), δηλαδή κοντά στη θάλασσα.
Θύαμον όρος: Η απόσταση μεταξύ του Άργους, πρωτεύουσας των Αμφιλόχων και της Λιμναίας, πόλεως των Ακαρνάνων είναι μικρή. Με δεδομένη μάλιστα την ένταξη του Άργους στο Κοινό των Ακαρνάνων, μπορούμε να θεωρήσουμε βέβαιη την επικοινωνία μεταξύ των δύο πόλεων. Αυτό συνεπάγεται την απρόσκοπτη και χωρίς κινδύνους διέλευση από το ένα μέρος προς το άλλο . Επομένως είναι αδύνατον οι μεταξύ τους - από Λιμναία έως Παλιαυλή -λοφοσειρά να βρίσκονταν υπό την κατοχή των Αγραίων.
Εξ' άλλου όσοι πέραν κάθε λογικής ταυτίζουν το Θύαμον όρος με αυτή τη λοφοσειρά και συγχρόνως, όπως ο Ρωμαίος θεωρούν ότι οι Κρήνες ήταν στην Παλιαυλή, δηλαδή στην απόληξη αυτής της λοφοσειράς βρίσκονται σε αντίφαση. Καθότι η Παλιαυλή δεν μπορεί να βρίσκεται ταυτόχρονα και στο Θύαμον όρος των Αγραίων, αλλά και σε μέρος της Αμφιλοχίας: «οι δε της Αμφιλοχίας εν τούτωι τωι χωρίωι ό Κρήναι καλείται»( Θουκ. Γ' 105 ).9
Είχα επισημάνει και στην εισήγησή μου, ότι η πιθανότητα να κατευθύνθηκαν οι Πελοποννήσιοι προς τα ανατολικά, όχι απο την τειχισμένη Λιμναία, αλλά από κάποιον άλλο περί την Αμβρακία λίμνη οικισμό, που θα ανήκε στην Λιμναία, είναι ανύπαρκτη.
1) Γιατί αν οι Πελοποννήσιοι ήθελαν να βρεθούν στην ανατολική πλευρά της οροσειράς του Πεταλά, δεν θα επέλεγαν ν' ανέλθουν, ομαδικά 3.000 άτομα, κατακόρυφα μια κρημνώδη βουνοκορφή 600 μ. και πολύ επικίνδυνη λόγω αποκόλλησης λίθων, αλλά όταν διέρχονταν δίπλα από την Στράτο, θα επέλεγαν ν' ακολουθήσουν το δρόμο προς το Άργος κατ' ευθείαν μέσω Λεπενούς και Πυληχρηνιάσας, γιά να βρεθούν πολύ πιο εύκολα σε οποιοδήποτε σημείο της ανατολικής πλευράς της οροσειράς του Πεταλά.
2) Γιατί μια τέτοια (εν)αλλαγή πορείας, από την δυτική προς την ανατολική πλευρά της οροσειράς του Πεταλά, είναι μια τελείως άσκοπη ενέργεια.
Όσοι υποστηρίζουν την άποψη του Ρωμαίου, ότι Θύαμον όρος ήταν ο Πεταλάς και ότι η ενέδρα των Ακαρνάνων στήθηκε στην Παλιαυλή, θα δέχονται φυσικά ότι από εκείνο το σημείο θα περνούσε και ο δρόμος προς το Αγριλοβούνι, τις υποτιθέμενες Όλπες. Θα αποδέχονται επίσης, όπως και κάθε εχέφρων σ' αυτή την περίπτωση, ότι οι Πελοποννήσιοι πέρασαν, κρυφά την νύκτα, ανάμεσα από το Άργος και την Παλιαυλή όχι τυχαία, αλλά προφανώς γιατί γνώριζαν επακριβώς τις τόσο κοντινές (2 χλμ. περίπου) μεταξύ τους θέσεις των Ακαρνάνων.
Επομένως αφού οι Πελοποννήσιοι γνώριζαν, ότι στην Παλιαυλή είχαν στρατοπεδεύσει οι Ακαρνάνες, τότε γιά να φθάσουν από την ανατολική πλευρά της λίμνης στην Αργεία, (δηλαδη στην περιοχή γύρω από το Άργος), δεν θα ''παίρναν τα βουνά'', αλλά θα συνέχιζαν μέχρι την τειχισμένη Λιμναία, όπου τελειώνει και η οροσειρά του Πεταλά, θα κατευθύνονταν στη συνέχεια ανατολικά προς τον Φαλαγγιά και από εκεί στην Αργεία.
Πόσο πιο σαφής έπρεπε να είναι ο Θουκυδίδης; Έγραψε την ιστορία του γιά να γίνει «κτήμα ες αεί» των ανθρώπων που θα θελήσουν να μάθουν την καθαρή αλήθεια των όσων έγιναν (Θουκ. Α' 22,4). Αντί αυτού θα έβλεπε σήμερα την μικρότητα εκείνων που εκλαμβάνουν την πορεία που περιγράφει, ως ''τρελλή πορεία'' και επιμένουν σε ερμηνείες των περιγραφών του παράλλογες, γιά να τεκμηριώσουν τις δικές τους παράλλογες εμμονές ή για να μη διασαλευτούν υφιστάμενες ισορροπίες.
Αν λοιπόν παρατηρήσουμε πιό προσεκτικά την περιγραφόμενη από τον Θουκυδίδη πορεία των Πελοποννησίων, θα διαπιστώσουμε ότι μετά τον Αχελώο είχαν προς τα δεξιά τους την Στράτο, αλλά έφθασαν στην Λιμναία μέσω της Φυτίας και της Μεδεώνος: «και διαβάντες τον Αχελώιον...εν δεξιάι μεν έχοντες την Στρατίων πόλιν και την φρουράν αυτών...Και διελθόντες την Στρατίων γην εχώρουν διά της Φυτίας και αύθις Μεδεώνος παρ' έσχατα, έπειτα διά Λιμναίας». (Θουκ. Γ' 106). Όμως η Φυτία που βρίσκονταν στο κάστρο της Πόρτας, βορείως του χωριού Μπαμπίνι και πολύ περισσότερο η Μεδεών που βρίσκονταν στην Κατούνα, δεν έχουν καμμία σχέση με την ανατολική πλευρά της Αμβρακίας λίμνης. Επομένως οι Πελοποννήσιοι πήραν τον δρόμο από την δυτική πλευρά της Αμβρακίας και στην άκρη της Μεδεώνος, δηλαδή στην δυτική γωνία της λίμνης, βάδισαν προς τον Άγριλο και την Λιμναία.10
Η κοινή λογική λοιπόν επιβάλλει να θεωρήσουμε ότι οι Πελοποννήσιοι μετά τη Λιμναία (Καρβασσαρά) βάδισαν ανατολικά, πέρασαν τον ξεροπόταμο προς τα Σαρδίνινα και ανέβηκαν στο Μέγα Κάμπο, δηλαδή στην οροσειρά της Βαρετάδας, που κατέχονταν τότε από τους Αγραίους. «Λαβόμενοι δε το Θύαμον όρος εχώρουν δι' αυτού» και φθάνοντας στο ύψος του Άργους, δηλαδή στο Αμπελάκι, «κατέβησαν ες την Αργείαν νυκτός ήδη», όπου (στην Αργεία) σε λόφο πέραν της χαράδρας του παλιού Λουτρού, βρίσκονταν και οι 'Ολπες και επομένως εκεί τελείωσε και η πορεία τους.
Κρήνες: Αφού οι Όλπες δεν ήταν στο Αγριλοβούνι και Θύαμον όρος δεν ήταν ο Πεταλάς, τότε και οι Κρήνες δεν θα βρίσκονταν στην Παλιαυλή. Όμως εκτός από την πλάνη τους σχετικά με τη θέση των Ολπών, παρατηρούμε ότι, όσοι αποδέχονται την Παλιαυλή ως Κρήνες, έχουν επίσης και μιά λαθεμένη αντίληψη ως προς τις ενέδρες.
Η παρεμπόδιση της διέλευσης των Πελοποννησίων δεν μπορούσε να είχε σχεδιαστεί από τους Ακαρνάνες με την οχύρωση δύο θέσεων, μία στο Αμφιλοχικό Άργος και μια άλλη στον απέναντι λόφο της Παλιαυλής. Ο σκοπός όσων οχυρώνονται μέσα στα τείχη είναι για ν' αποτρέψουν την κατάληψή τους. Δεν έχουν την δυνατότητα να εμποδίσουν την διέλευση κάποιου έξω από αυτά. Πολύ περισσότερο μακριά απ' αυτά. Διότι εκείνη την εποχή οι μάχες γίνονταν σώμα με σώμα κι όχι από κάποια απόσταση με ντουφέκια, όπως το 1821.
Οι ενέδρες στήνονταν σε διάβαση στενή και απόκρυφη. Και η Παλιαυλή δεν ήταν ούτε καν σε κάποια διάβαση. Επι πλέον βρίσκονταν σε πολύ κοντινή απόσταση απο τις Όλπες και ιδιαίτερα απ' το Αγριλοβούνι, αν κάποιος επιμένει να το ταυτίζει με τις Όλπες. Μια τέτοια θέση είναι τελείως απρόσφορη για ενέδρα - και πολύ περισσότερο για τους ειδικούς σ' αυτές Ακαρνάνες - γιατί σε ενδεχόμενη συμπλοκή, αυτή θα γινόταν αντιληπτή από τους Αμπρακιώτες των Ολπών και πολύ γρήγορα θα κατέφθαναν στα νώτα των Ακαρνάνων.
Ο Θουκυδίδης καθορίζει ότι οι Κρήνες δεν ήταν στην Αργεία, δηλαδή στην περιοχή γύρω από το Άργος - όπου βρίσκονταν και οι Όλπες - αλλά σε περιοχή της Αμφιλοχίας, δηλαδή πέραν της Αργείας: «οι δε της Αμφιλοχίας εν τούτωι τωι χωρίωι ό Κρήναι καλείται».(Θουκ. Γ' 105). Κι επειδή οι Πελοποννήσιοι έρχονταν απο το Μεσολόγγι, η περιοχή αυτή της Αμφιλοχίας θα βρισκόταν νοτίως του Άργους και της Αργείας.
Νοτίως της Αργείας βρίσκεται ο Πεταλάς, ο οποίος αφού δεν ταυτίζεται με το Θύαμον όρος, δεν θα κατέχονταν από τους Αγραίους. Εκεί στους πρόποδες του Πεταλά – σε στενό μάλιστα πέρασμα - έχει διασωθεί το τοπωνύμιο Πυληχρηνιάσσα με β' συνθετικό τις Κρήνες. Συμπεραίνουμε λοιπόν, ότι οι Κρήνες βρίσκονταν στην Κεχρηνιά και ειδικότερα στημ Πελιχρηνιάσσα (=παλιά Κρηναία) ή (μ)Πυληχρηνιάσσα (=πύλη ή πέρασμα Κρηναίας), όπου και σήμερα ακόμα υπάρχουν κρήνες. 11
Οι Πελοποννήσιοι επομένως δεν πέρασαν κατ’ ευθείαν από τημ Πυληχρηνιάσσα, όπου είχαν στήσει την ενέδρα οι Ακαρνάνες, αλλά την παρέκαμψαν, περνώντας - κατά την μέσω Λιμναίας πορεία τους - ανάμεσα από τημ Πυληχρηνιάσσα (Κρήνες) και το Άργος, όπως πολύ αναλυτικά εξηγώ στην εισήγησή μου προς το Β΄Αρχαιολογικό Συνέδριο Αιτ/νίας.
Ιδομένη: Ως προς την Ιδομένη, όπου έγινε η δεύτερη πανωλεθρία των Αμπρακιωτών, ο Θουκυδίδης είναι πολύ κατατοπιστικός. Βρίσκεται επί της διαδρομής από την Αμπρακία προς το Αμφιλοχικό Άργος, πιθανότατα στην Καστριώτισσα του Μενιδίου. Η μάχη βεβαίως δόθηκε σε δύο λόφους που ξεχωρίζουν και βρίσκονται στα ανατολικά της. Από λάθος των υπηρεσιών ονοματοδοσίας των διαφόρων περιοχών, αποδόθηκε το 1830 το όνομα Ιδομένη σε Δήμο του Ορεινού Βάλτου που περιλάμβανε και τον Εμπεσό. Αποτέλεσμα αυτού υπήρξε η δημιουργία αρκετών παρεξηγήσεων, με επινοήσεις περί βασιλιά Ιδομενέα στον Εμπεσό κ.λπ. 12
Η Ιδομένη ήταν πόλη της Αρχαίας Αμφιλοχίας, όπως ξεκάθαρα αναφέρεται από τον Θουκυδίδη κατά την περιγραφή της μάχης : «των μεν Αμφιλόχων εμπείρων όντων της εαυτών γής ». ( Θουκ. Γ΄112 ). Αναφέρει επίσης, ότι η χώρα των Αμφιλόχων άρχιζε μετά την απομάκρυνση των Αμπρακιωτών από την πόλη τους ( Άρτα ) και πριν φθάσουν στους δύο λόφους της Ιδομένης (Λαγκάδα): «τους Αμπρακιώτες τους εκ της πόλεως πανδημεί... επιβοηθείν διά των Αμφιλόχων ». ( Θουκ. Γ' 110 ).
Επομένως η χώρα των Αμφιλόχων άρχιζε από την κορυφή του Πεταλά και εκτείνονταν βορείως της Αργείας μέχρι τα σημερινά όρια του νομού Άρτας.
ΟΡΕΙΝΗ ΑΜΦΙΛΟΧΙΑ, ΟΡΕΙΝΟΣ ΒΑΛΤΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΑΠΟΙΗΣΗ
Όσον αφορά τον Ορεινό Βάλτο έχει επικρατήσει η άποψη, ότι κατοικούνταν από τους Αγραίους και ότι δεν έχει καμμία σχέση με την Αρχαία Αμφιλοχία. Αυτό όμως αποτελεί μια καθαρή ιστορική παραποίηση.
Βεβαίως όταν το 1807 ο γεωγράφος Μελέτιος και ακολούθως ο Λεόν Εζέ (Heuzey) και ο Πουκεβίλ είχαν ταυτίσει την επαρχία Βάλτου με την Αγραία, υπήρχε μεγάλη σύγχυση ως προς την αρχαία τοπογραφία στην περιοχή μας, αφού εθεωρείτο ότι το Αμφιλοχικό Άργος βρισκόταν στην Άρτα. Αν ζούσαν σε μια νεώτερη εποχή και με άλλα δεδομένα, φυσικά και θα είχαν αναθεωρήσει προ πολλού αυτές τις αρχικές τους απόψεις. Το ότι συνεχίζεται αυτή η πλάνη και φθάνουμε στην Ημερίδα για τις αρχαιότητες στο Βάλτο την 28.6.2008, όπου η κα Μαρία Σταυροπούλου-Γάτση και οι εισηγητές αρχαιολόγοι της ΛΣΤ’ ΕΠΚΑ επαναδιατυπώνουν την άποψη του Μελετίου, οφείλεται κυριολεκτικά στους δύο λόγους που αναφέρθηκαν προηγουμένως.
Ο σύγχρονος ιστορικός και μελετητής των αρχαίων αιτωλικών φύλων Μάρκος Γκιόλιας στο πρόσφατο βιβλίο του «Ιστορία Της Αρχαίας Αιτωλικής Αγραίας» αποκαθιστά κάπως τα πράγματα. Αναφέρει ότι οι Αγραίοι ήταν αιτωλικό φύλο εγκατεστημένο στην ανατολική όχθη του Αχελώου, το οποίο έφθασε κάποια εποχή προς τα νότια μέχρι το Αγρίνιο. Στην περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου βρίσκουμε ένα τμήμα των Αγραίων και στη δυτική πλευρά του Αχελώου. Αναφέρει δε κατηγορηματικά : «πάντως η αγραϊκή επικράτεια δεν υπερβαίνει την κοιλάδα του Ινάχου στον Εμπεσό» και οτι μια αντίθετη άποψη περί αυτού «δεν έχει ιστορικά εδραιώματα». Η άποψη όμως ότι στην αρχαία Αμφιλοχία συμπεριλαμβανόταν και ο Ορεινός Βάλτος, εδραιώνεται ιστορικά τόσο από τον Θουκυδίδη και διάφορους άλλους συγγραφείς, όσο και από επιγραφικές πηγές.
Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι το μεγαλύτερο μέρος της Αμφιλοχίας, πριν από την μάχη των Ολπών, κατεχόταν ήδη από τους Αμπρακιώτες: «και γαρ Αμφιλόχων ολίγοι ( οι γαρ πλείους υπό Αμπρακιωτών βία κατείχοντο )» (Θουκ. Γ’ 106). Αναφέρει επίσης ότι τα μέρη αυτά αποδόθηκαν ξανά όλα στους Αμφιλόχους βάσει συμφωνίας μετά την ήττα των Αμπρακιωτών: «και αποδούναι Αμπρακιώτας οπόσα ή χωρία ή ομήρους Αμφιλόχων έχουσι».(Θουκ. Γ’ 114). Το μέρος της Αμφιλοχίας που κατείχαν και απέδωσαν οι Αμπρακιώτες ήταν το υπόλοιπο τμήμα του Ορεινού Βάλτου, που εκείνη την εποχή δεν το κατείχαν οι Αγραίοι, δηλαδή το βορείως των Χαλκιοπούλων ή Εμπεσού τμήμα του Ορεινού Βάλτου που έφθανε μέχρι την Ήπειρο.
Το ότι τα ανατολικά όρια της επικράτειας των Αμφιλόχων έφθαναν ως τον Αχελώο ποταμό τεκμηριώνεται και από μίαν άλλη αναφορά του Θουκυδίδη : «ο γαρ Αχελώος ποταμός ρέων εκ Πίνδου όρους δια Δολοπίας και Αγραίων και Αμφιλόχων και δια του ακαρνανικού πεδίου». ( Θουκ. Β’ 102 ).
Ένα επί πλέον στοιχείο που τεκμηριώνει την διαχρονική και μόνιμη παρουσία των Αμφιλόχων στον Ορεινό Βάλτο είναι και μια περικοπή του Πολυβίου, όπου αναφέρεται ότι ο αιτωλικός στρατός με τον Νίκανδρο για να πάει το 190 π.Χ. στην Απεραντία πέρασε μέσα από τη χώρα των Αμφιλόχων κι όχι μέσα από την χώρα των Αγραίων: «Αθροίσαντος δε Νικάνδρου του στρατηγού πάνδημον στρατιάν, ενέβαλον εις την Αμφιλοχίαν. Των δε πλείστων αυτοίς εθελοντήν προσχωρησάντων μετήλθον εις την Απεραντίαν. Και τούτων δε προσθεμένων εκουσίως εστράτευσαν εις την Δολοπίαν» (Πολύβιος κβ').
Το ίδιο αναφέρει και ο Τίτος Λίβιος για την πορεία του αιτωλικού στρατού προς την Απεραντία: «Amphiloxia recepta - nam fuerat quodam Aetolorum - eadem spe in Aperantiam transcenderunt; ea quoquex magna ex parte sine certamine in deditionem ueni». (Τitus Livius XXXVIII,3,4).13
Πρόσθετο επίσης στοιχείο αποτελεί και το ότι οι Αμφίλοχοι, σε αντίθεση με τους Αγραίους, άφησαν και τοπωνύμια στον Ορεινό Βάλτο. Το όνομα που ταυτίζει τον Ορεινό Βάλτο με την Αρχαία Αμφιλοχία είναι το ''Ίναχος''. Με αυτό οι Αμφίλοχοι έβαλαν τη σφραγίδα τους στην περιοχή μας. Η παρουσία τους βέβαια ανάγεται στους μυθικούς χρόνους, όταν ο Αλκμαίων πήγε στις πηγές του Αχελώου, δηλαδή στην Μαδράχα (= Νερομάνα)14 για να εξαγνιστεί. Εκεί όπου παντρεύτηκε επίσης και την κόρη του Αχελώου Καλλιρρόη.
Το ότι ο Ορεινός Βάλτος και η κοιλάδα του Ινάχου ανήκει στους Αμφιλόχους και τους Ακαρνάνες το επιβεβαιώνει και ο Σοφοκλής (Ίναχος 249): «ρεί γαρ απ' άκρας Πίνδου τ' από Περραιβών εις Αμφιλόχους και Ακαρνάνας μίσγει δ' ύδασιν τοις Αχελώου». ( Στρ. VI, 2, 4 ).
Όσοι συνεχίζουν να θεωρούν ως Αγραία τον Ορεινό Βάλτο, βασίζονται μόνο σε μία περικοπή του Θουκυδίδη, όπου ως γνωστόν αναφέρεται, ότι κατά την μάχη των Ολπών το Θύαμον όρος ήταν αγραϊκό και αντιλαμβάνονται την κατοχή αυτή ως μια κατάσταση μόνιμη. Ίσως βέβαια να μην γνωρίζουν τα παραπάνω αναφερόμενα αποσπάσματα. Σίγουρα όμως δεν έχουν υπ' όψη τους μιάν άλλη περικοπή του Θουκυδίδη, η οποία μας διαφωτίζει σχετικά με τον χρόνο παραμονής των Αγραίων στο Θύαμον όρος και στον Ορεινό Βάλτο.15 Ο Θουκυδίδης στο Δ' βιβλίο του αναφέρει ότι οι Αγραίοι μετά την μάχη των Ολπών παρέμειναν μόνο 2 χρόνια δυτικώς του Αχελώου, καθώς οι Αθηναίοι με τους Ακαρνάνες τους κατεδίωξαν και τους προσάρτησαν (πιθανότατα προσάρτησαν όλα τα δυτικώς του Αχελώου κατειλημμένα εδάφη τους): «και αυτός (Δημοσθένης) αναστήσας το συμμαχικόν το εκείνη παν, επί Σαλυνθίου και Αγραίους στρατεύσας πρώτον και προσποιησάμενος τ' άλλα ητοιμάζετο». (Θουκ. Δ' 77.2). Εξανάγκασαν μάλιστα τους Αγραίους να στρατευθούν και στο πλευρό τους: «και ο Δημοσθένης...έχων τον στρατόν επί των νεών των τε Ακαρνάνων και Αγραίων και Αθηναίων τετρακοσίους οπλίτας, απόβασιν εποιήσαντο ες την Σικυωνίαν». (Θουκ. Δ΄101.5).
ΑΤΡΑΝΑΧΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ Η ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ
Βεβαίως τα όρια εκείνη την εποχή όπως και σήμερα, ποτέ δεν ήταν σταθερά, πάντα παραβιάζονταν και πολύ συχνά ήταν εναλλασόμενα. Πολλές φορές οι Ακαρνάνες είχαν επεκταθεί και ανατολικώς του Αχελώου με την κατάληψη π.χ. του αρχαίου Αγρινίου και περισσότερες ακόμα φορές ήταν οι Αιτωλοί που επεκτείνονταν δυτικώς του Αχελώου καταλαμβάνοντας την μισή Ακαρνανία και φυσικά την πρωτεύουσά τους Στράτο. Αλλά και οι Ηπειρώτες είχαν κατακτήσει πολλές φορές την Ακαρνανία, όπως κατακτούσαν κάθε τόσο και την Αμφιλοχία. Κάποιες φορές μάλιστα διαμοίραζαν τα εδάφη σε συνεννόηση με τους Αιτωλούς. Οι Αμφίλοχοι μέσα σε μια τέτοια κατάσταση προσεταιρίσθηκαν το συγγενές τους φύλο των Ακαρνάνων και εντάχθηκαν στο Κοινό τους γιά να έχουν και κοινή μοίρα.
Όμως άλλο πράγμα είναι μια κατάκτηση και άλλο είναι η μόνιμη εγκατάσταση ενός φύλου σε μια περιοχή. Αυτά τα εδάφη πλέον στην ιστορική περίοδο θεωρούνται ως τα ιστορικά τους εδάφη. Την πιο αξιόπιστη εικόνα σχετικά με τα ιστορικά εδάφη των διαφόρων φύλων αποδίδουν οι Συμφωνίες. Μια Συμφωνία είναι παραδοχή, ομολογία και αποδοχή μιας ιστορικής πραγματικότητας από αμφότερα τα μέρη.
Η γραπτή συμφωνία μεταξύ του Κοινού των Αιτωλών και του Κοινού των Ακαρνάνων, η οποία βρέθηκε στο Θέρμο, αποτελεί το πιο ατράνταχτο στοιχείο, που μας διαφωτίζει σχετικά με τα ιστορικά εδάφη στα οποία είχαν εγκατασταθεί τα αρχαία φύλα της περιοχή μας, συμπεριλαμβανομένων και των Αγραίων και Αμφιλόχων, οι οποίοι συμμετείχαν στα αντίστοιχα κοινά των Αιτωλών και των Ακαρνάνων. Η Αιτωλοακαρνανική Συμφωνία μάλιστα θεωρείται ως η πιο δίκαιη στην ιστορία των Συμφωνιών μεταξύ γειτονικών λαών. Παρ’ όλα αυτά η ιστοριογραφία επιμένει να μην την αξιοποιεί.
Η Συμφωνία αυτή μεταξύ άλλων ορίζει ότι : «Τα μεν ποτ’ αώ του Αχελώϊου ποταμού Αιτωλών είμεν, τα δε ποθ’ εσπέραν Ακαρνάνων πλαν του Πραντός και τας Δέμφιδος. Ταύτας δε Ακαρνάνες ουκ αντιποιούνται». Δηλαδή ''τα μεν προς ανατολάς του Αχελώου είναι των Αιτωλών, τα δε προς δυσμάς (είναι) των Ακαρνάνων εκτός από τον Πράντα και την Δέμφιδα''. Τονίζεται ακόμη στην Συμφωνία ότι: ''Αυτές (τις δύο πόλεις) παύουν πιά να τις διεκδικούν οι Ακαρνάνες από τους Αιτωλούς''.
Από τα παραπάνω προκύπτουν πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία :
1. Ότι στους Αγραίους παραχωρήθηκε μόνο μία μικρή λουρίδα γης δυτικά του Αχελώου, που θα βρίσκονταν στην συνέχεια της διάβασής τους από την ανατολική προς την δυτική όχθη του Αχελώου και περιελάμβανε την Μακρυάδα ( Πρεβέτζα ή Πράντικο ), όπου βρισκόταν ο Πρας 16 και προφανώς την γειτονική Αλευράδα, όπου πιθανόν βρισκόταν η Δέμφιδα. Οι υπόλοιπες αρχαίες θέσεις - Παλιόκαστρο Τρικλίνου, Σακαρέτσι, Μπλέτσι, Βρουβιανά, Πετρώνα, Μαρανέλι, Βαρετάδα, Αγ. Ιωάννης Σαρδηνίων, Χαλκιόπουλο, Αρρωνιάδα,17 Εμπεσό, Πατιόπουλο, Λιαποχώρι, Θεριακήσι, Φλωριάδα, Καστριώτισσα, Πυληχρηνιάσσα - που αναφέρθηκαν στις εισηγήσεις της ημερίδας δεν ανήκαν λοιπόν στους Αγραίους ( Αιτωλούς ), αλλά στους Αμφιλόχους ( Ακαρνάνες ).18
2. Εξόχως σημαντικό επίσης είναι και το ότι αυτή η τόσο μικρή λουρίδα γης, αλλά και γενικώς η κατάσταση αυτή των πραγμάτων δυτικά του Αχελώου, γίνεται αποδεκτή και από τους Αγραίους τους ίδιους, καθώς και από την Αιτωλική Συμπολιτεία που βρίσκονταν σε άνοδο εκείνη την εποχή (262 π.Χ.), ενώ οι Αμφίλοχοι και οι Ακαρνάνες είχαν απαλλαχτεί από την κηδεμονία των Ηπειρωτών, μόλις λιγα χρόνια πριν.
3. Η διατύπωση στην Αιτ/κή Συμφωνία: «Ταύτας δε Ακαρνάνες ουκ αντιποιούνται», είναι εκ πρώτης όψεως πλεονασμός. Το ότι προστέθηκε στη Συμφωνία καταδεικνύει την επιδίωξη των Αιτωλών να κατοχυρώσουν και στο μέλλον κάποια εδάφη στην δυτική όχθη του Αχελώου. Καταδεικνύει όμως ακόμη ότι και αυτές οι δύο πόλεις ήταν διεκδικούμενες μέχρι τότε από τους Ακαρνάνες. Διαφαίνεται δε ότι εξαναγκάσθηκαν οι Ακαρνάνες να αποδεχθούν, ώστε να συμπεριληφθεί ως πρόσθετο στοιχείο αυτή η διατύπωση μέσα στη συμφωνία και ότι ως προϊόν εξαναγκασμού η αποδοχή αυτή προφανώς υποκρύπτει μια άλλη ιστορική πραγματικότητα. Εύκολα επομένως εξάγεται το συμπέρασμα, ότι όλα τα δυτικώς του Αχελώου εδάφη ανήκαν ιστορικά στο Κοινό των Ακαρνάνων και ότι οι Αγραίοι σ' αυτά τα εδάφη θεωρούνταν παρείσακτοι.
ΔΗΜΟΣ ΑΜΦΙΛΟΧΙΑΣ Ή ΔΗΜΟΣ ΒΑΛΤΟΥ;
Η Αρχαία Αμφιλοχία λοιπόν ήταν και παραθαλάσσια προς τα δυτικά της, αφού το Άργος ήταν πόλις «επιθαλασσία», αλλά και ορεινή, αφού προς τα ανατολικά της έφθανε μέχρι τον Αχελώο και επομένως όλα τα όρη του Βάλτου ήταν και όρη της Αρχαίας Αμφιλοχίας. Τα δε όριά της βρίσκονταν περίπου στα όρια του σημερινού Δήμου Αμφιλοχίας, όπως τα είχα διατυπώσει στη μελέτη μου 12 χρόνια πριν. 19
Σημαντικό επίσης είναι να αναφέρουμε, ότι ο χώρος αυτός, ορεινός και παραθαλάσσιος, υπήρξε ενιαίος τόσο στην αρχαία, όσο και στην νεώτερη εποχή με τα αρματωλίκια. Αυτό εξηγεί και τον λόγο γιά τον οποίο επικράτησε η οξύμωρη ονομασία ''Ορεινός Βάλτος''. Όταν η Αμφιλοχία μετωνομάσθηκε σε Βάλτος, εξ αιτίας του έλους που σχηματίσθηκε στο κέντρο της ( μπροστά από την πρωτευουσά της ), τότε και η ορεινή Αμφιλοχία μετωνομάσθηκε σε ορεινός Βάλτος, γιατί η ορεινή περιοχή συνέχιζε να θεωρείται αυτονόητο τμήμα του ενιαίου χώρου. 20
Και για να επανέλθουμε στο αρχικό δίλλημα : Να μετωνομάσουμε το Δήμο Αμφιλοχίας σε Δήμο Βάλτου ή να διατηρήσουμε την ονομασία του;
Κατ' αρχήν και ως γενική παρατήρηση πρέπει να επισημανθεί, οτι οι Δήμοι δεν ανήκουν στις πόλεις ή στις περιοχές, αλλά στους δημότες. Μιά πρώτη επομένως διόρθωση εκφραστική, όταν αναφερόμαστε στο Δήμο μας, είναι να τον αποκαλούμε ''Δήμο Αμφιλόχων'' ή ''Δήμο Βαλτινών''.
Ως προς την ουσία τώρα του ζητήματος: Με την επικράτηση της ονομασίας ''Αμφίλοχοι'' και ''Αμφιλοχία'' - απέδειξα ήδη - οτι δεν θα πρόκειται για την επιβολή του ονόματος μιας πόλης στην ονομασία μιας περιοχής ή για την προσάρτιση δύο Δήμων σε ένα άλλο Δήμο. Πρόκειται όμως γιά ένα ακρωτηριασμό της ταυτότητας μας. Οι ονομασίες αυτές μάς αποκόβουν από την πρόσφατη Παράδοση μας. Δεν θυμίζουν κάτι από την νεώτερη εποχή, ως να μη πρωταγωνίστησαν οι Βαλτινοί τόσο στον μεγάλο Απελευθερωτικό Αγώνα των Ελλήνων, όσο και στον πρόσφατο Αντιστασιακό-Αντιφασιστικό Αγώνα .21
Το ίδιο ισχύει και με μια ενδεχόμενη αποδοχή της ονομασίας ''Βαλτινοί'' και ''Βάλτος''. Τα ονόματα αυτά δεν αποκαλύπτουν, ότι η παρουσία μας στο προσκήνιο της ιστορίας βρίσκεται μακριά στους αιώνες. Μάς αποκόβουν απο τις βαθιές ρίζες τού τόπου μας, που φθάνουν ως τους μυθικούς χρόνους και μας καθιστούν μετέωρους. Πρόκειται επομένως και σε αυτή την περίπτωση για ακρωτηριασμό της ταυτότητας μας.
Κανένα από τα παραπάνω ονόματα λοιπόν δεν εκφράζει τα κύρια χαρακτηριστικά και την ουσία του τόπου μας. Πώς επομένως μπορεί να καθοριστεί μια ορθή ονομασία για τους σημερινούς κατοίκους του Δήμου μας;
ΔΗΜΟΣ ΑΜΦΙΛΟΧΩΝ ΒΑΛΤΙΝΩΝ
Τα πράγματα είναι απλά. Αποτελούμε μια τοπική ενότητα και το όνομά μας πρέπει να είναι δηλωτικό της ταυτότητάς μας, δηλαδή αυτού που είμαστε. Και κατά τον Κορν. Καστοριάδη «είμαστε η ιστορία μας». Ξέρουμε επίσης σήμερα, οτι η ιστορία μάς παρέδωσε δύο ονόματα: Το αρχαίο ''Αμφίλοχοι'', που φθάνει ως τα όρια του μύθου 22 και το νεώτερο ''Βαλτινοί'', που έχει όλες τις προϋποθέσεις να αναδειχθεί σε όνομα ''μυθικό''.23
Τα δύο ονόματα που σήμερα φαίνεται να μας διχάζουν, από μιάν άλλη οπτική μπορεί ίσως να είναι και ευλογία. Η υιοθέτηση διπλού ονόματος δεν πρόκειται να προκαλέσει κάποια επιβάρυνση ή σύγχυση. Αντίθετα δύναται να μας ωφελήσει εμπλουτίζοντας και προσδίδοντας κύρος στον τόπο μας. Όπως συμβαίνει με τις πόλεις που έχουν διπλά ονόματα: ''Αγία Πετρούπολη'', ''Μπουένους Άιρες'', ''Βουδαπέστη'', ''Λουξεμβουργο'', ''Άργος Ορεστικόν'', ''Ιερά Πόλις Μεσολογγίου'', ''Παλαιαί Πάτραι'', ''Αμφιλοχικόν Άργος'' κ.λπ. Προτείνω λοιπόν να επιλέξουμε το ''Αμφιλοχικός Βάλτος'',24 ως όνομα του τόπου μας. Οι κάτοικοι του Δήμου να αποκαλούνται ''Αμφιλόχιοι Βαλτινοί'' 25 και ο Δήμος μας να ονομάζεται ''Δήμος Αμφιλόχων Βαλτινών''. Νομίζω οτι αυτά τα ονόματα μας κάνουν κληρονόμους όλων των μεγάλων παραδόσεων του τόπου μας. Τόσο της Μυθικής και Κλασικής Παράδοσης, όσο και της Νεώτερης Παράδοσής μας.
Οι παραπάνω ονομασίες είναι ενδεικτικές και γίνονται σε μια προσπάθεια επιλογής του κατάλληλου ονόματος για τον τόπο μας. Σε μια προσπάθεια να αξιοποιήσουμε ισότιμα και τα δύο ονόματά μας και όχι να εξαφανίσουμε το ένα από αυτά.
Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι ο δημόσιος διάλογος για την ιστορία, την φυσιογνωμία, για το παρόν και το μέλλον του τόπου μας, για το όνομά του. Η πρωτοβουλία για το άνοιγμα και η ευθύνη για την αποτελεσματικότητα του διαλόγου ανήκει στο Δήμο και στους άλλους φορείς των Βαλτινών (Ο.ΣΥ.ΒΑ , Ε.Β.Ε, κ.λπ.). Μόνο με προτάσεις και ανοικτή συζήτηση - σ’ ένα κλίμα νηφαλιότητας και μακριά από φανατισμούς που τυφλώνουν - θα καταλήξουμε σ’ ένα σωστό αποτέλεσμα και στο ζήτημα του ονόματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου