Του Δημήτρη Σπ. Τσερέ
Με αφορμή το θέμα της υποθαλάσσιας ζεύξης της Λευκάδας είχα γράψει πρόσφατα στο «ΑΡΩΜΑ ΛΕΥΚΑΔΑΣ» ένα μικρό σχόλιο, στο οποίο έκανα λόγο, εκτός των άλλων, και για μια μεγάλη αρχαία γέφυρα, τη μεγαλύτερη του αρχαίου κόσμου, η οποία ένωνε την Λευκάδα με την Ακαρνανία.
Η γέφυρα αυτή άρχιζε από τη θέση «Πέραμα» της Λευκάδας (κοντά στον ερειπωμένο ναϊσκο του Αγίου Γεωργίου στην περιοχή του Καλλιγονίου) και κατέληγε στο μικρό ακρωτήριο «Ρούγα» της ακαρνανικής ακτής, λίγο βορειότερα του «Παλιοχαλιά»(1).
Το σχόλιο αυτό έγινε αφορμή να δεχτώ πλήθος ερωτημάτων από γνωστούς και αγνώστους, που δεν γνώριζαν τίποτα για την εν λόγω γέφυρα. Το παρόν κείμενο γράφτηκε αφενός για να απαντήσω σ’ αυτά τα ερωτήματα αλλά βεβαίως και για να συμβάλλω στον δημόσιο διάλογο περί της υποθαλάσσιας ζεύξης Λευκάδας-Ακαρνανίας.
Ότι η γέφυρα υπήρξε δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Οι μαρτυρίες είναι σαφείς. Ήδη το 1822 ο άγγλος περιηγητής Goodisson, που περιηγήθηκε τη Λευκάδα, είδε τα λείψανά της και γράφει: Ένα μικρό κατεδαφισμένο φρούριο, που λέγεται Ρωσσικό Φρούριο [Σημείωση δική μου: είναι το φρούριο «Κωνσταντίνος» ή «Φορτίνο»), δείχνει το σημείο, όπου έκοψαν τον ισθμό οι Κορίνθιοι. Προχωρώντας από δω ίσα στο κανάλι διακρίνουμε προς την Ακαρνανία τα λείψανα της γέφυρας, που περιγράφει ο Στράβων(2).
Πράγματι ο Στράβων στο περίφημο χωρίο του αναφέρει ότι οι Κορίνθιοι έκοψαν τον ισθμό μεταξύ Ακαρνανίας και Λευκάδας, μετέφεραν την πόλη Νήριτο σε τόπο ο οποίος ήταν κάποτε ισθμός τώρα όμως είναι πορθμός, που τις δύο όχθες του συνδέει γέφυρα, και την ονόμασαν Λευκάδα(3). Ο τόπος, στον οποίο, κατά τον Στράβωνα, μεταφέρθηκε η Νήριτος ήταν ο λόφος του Καλλιγονίου και ο ισθμός, που κόπηκε, βρισκόταν στο σημείο, όπου κατασκευάστηκε (κατ’ άλλους από τους Κορίνθιους, κατ’ άλλους αργότερα) η γέφυρα για την οποία συζητάμε – δηλαδή μπροστά (ανατολικά) από το Καλλιγόνι(4).
Σε χάρτη του 19ου αιώνα, που απόκειται στα Αρχεία Νομού Λευκάδας(5), σημειώνεται η γέφυρα, συνέδεε το Πέραμα της Λευκάδας με την Ρούγα της Ακαρνανίας. Και τα δύο τοπωνύμια αναγράφονται στον χάρτη στο δε υπόμνημά του, υπό το στοιχείο F, σημειώνεται: F: Παλάτι (corte) του Κωνσταντίνου, όπως σημειώνεται και που στην αρχαιότητα λεγόταν Πέραμα, όπως ακριβώς και σήμερα, και που σημαίνει στα ιταλικά πέρασμα, απ’ όπου πήγαινε κανείς στην T. F., πράγμα που είναι πιθανό, γιατί εκεί κοντά υπάρχουν τείχη και τοίχοι αντιστήριξης (contra mura) κατασκευασμένα με μεγάλες πέτρες, που προεξείχαν από την επιφάνεια του νερού και ξεκινώντας από το σημείο G καταλήγουν στην απέναντι T. F αποδεικνύοντας έτσι ότι από το σημείο F στο G υπήρχε από την αρχαιότητα μια γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα στα νησιά και στη στεριά ( Εικόνα 1]. Η γέφυρα λοιπόν, σύμφωνα με τον χαρτογράφο και συντάκτη του υπομνήματος, άρχιζε από τη μικροσκοπική νησίδα «Κωνσταντίνος» (ή «Φορτίνο») και κατέληγε στη Ρούγα Το T. F του υμομνήματος σημαίνει terra ferma, που στην ορολογία των χαρτογράφων της εποχής σημαίνει την απέναντι ξηρά, δηλαδή την Ακαρνανία. Αξιοσημείωτο ότι ήταν ακόμα ορατά τείχη και τοίχοι αντιστήριξης και οι μεγάλες πέτρες, με τις οποίες ήταν κατασκευασμένα, προεξείχαν από την επιφάνεια του νερού.
Περιγραφή, η οποία προέκυψε από παρατηρήσεις και ευρήματα κατά τις εργασίες της διάνοιξης του Διαύλου της Λευκάδας στις αρχές του 20ού αιώνα, καθώς και σχέδιο της γέφυρας (Εικόνα 2) μας έδωσε ο Φωκίων Νέγρης, ο οποίος ήταν παρών στις εργασίες αυτές(6). Δύο σπάνιες φωτογραφίες των υπολειμμάτων της γέφυρας επί της ακαρνανικής ακτής μας έδωσε πρόσφατα ο Mauel Fiedler (εικόνες 3α+3β) (7)
Εικόνα 3α+3β: Οι δύο φωτογραφίες δείχνουν το ίδιο σημείο αλλά από διαφορετική γωνία λήψης. Το σημείο αυτό βρίσκεται επί της ακαρνανικής ακτής, λίγο βορειότερα του μικρού λόφου «Παλιοχαλιάς» και, ακριβέστερα, ανάμεσα στην ακαρνανική ακτή και τη στενή χωμάτινη λωρίδα (τους «σωρούς»), η οποία οριοθετεί τον Δίαυλο ανατολικά. Η λεζάντα του Fiedler είναι η εξής: Überreste der Steinbrücke von Leukas am akarnanischen Ufer [= Υπολείμματα της πέτρινης γέφυρας της Λευκάδας προς την ακαρνανική ακτή) χωρίς καμία άλλη πληροφορία.
Για τον χρόνο κατασκευής της γέφυρας δεν υπάρχει ομοφωνία. Ο Dörpfeld θεωρεί ότι η γέφυρα κατασκευάστηκε από τους αποίκους Κορινθίους, όπως και ο μόλος νοτιότερα(8). Ο Ροντογιάννης απορρίπτει την άποψη του Dörpfeld υποστηρίζοντας αφενός ότι η τεχνική, το μέγεθος και η δυσκολία της κατασκευής δείχνουν ότι δεν μπορεί να κατασκευάστηκε από τους Κορίνθιους και αφετέρου ότι μια τέτοια κατασκευή ήταν αντίθετη από τους επιδιώξεις των Κορινθίων, που ήθελαν ελεύθερο πέρασμα προς το βόρειο Ιόνιο, για το οποίο όμως η γέφυρα αυτή θα ήταν ένα πρόσθετο εμπόδιο. Παρατηρώντας δε ότι από τα κλασσικά και ελληνιστικά χρόνια δεν έχουμε καμία μνεία στις σωζόμενες πηγές για την ύπαρξη της γέφυρας, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι πρέπει να κατασκευάστηκε αργότερα και συγκεκριμένα μετά το 30 π.χ. και πριν το 19 μ.χ., σε μια εποχή που ο Δίαυλος δεν χρειαζόταν πια στους Ρωμαίους για την εξυπηρέτηση του εμπορίου τους, ενώ, αντίθετα, και για στρατιωτικούς λόγους ήθελαν ένα εύκολο πέρασμα από την Λευκάδα στην Ακαρνανία και αντίστροφα (9).
Διαφορετική γνώμη έχει η Γεωργία Πλιάκου, η οποία θεωρεί ότι δεν διαθέτουμε πραγματικά στοιχεία χρονολόγησης για τη γέφυρα και πολύ πιθανόν αυτή να κατασκευάστηκε τον 3ο π.χ. αιώνα, όταν η Λευκάδα ήταν πρωτεύουσα του «Κοινού των Ακαρνάνων» και σίγουρα όχι την εποχή του Αυγούστου (όπως υποστηρίζει ο Ροντογιάννης), γιατί την εποχή αυτή τειχισμένο άστυ εγκαταλείπεται, όπως μαρτυρούν οι πηγές και τα αρχαιολογικά δεδομένα(10).
Είναι φανερό ότι το ζήτημα του χρόνου κατασκευής της γέφυρας παραμένει ανοιχτό. Για να δοθεί πειστική απάντηση ή πρέπει να προκύψουν άγνωστες ως τώρα (ή μη εντοπισμένες) γραπτές μαρτυρίες, πράγμα που δεν συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες, ή να επιληφθεί του θέματος η επιστήμη της Αρχαιολογίας, επικουρούμενη από τα σύγχρονα μέσα που της παρέχουν οι θετικές επιστήμες.
Με αφορμή το θέμα της υποθαλάσσιας ζεύξης της Λευκάδας είχα γράψει πρόσφατα στο «ΑΡΩΜΑ ΛΕΥΚΑΔΑΣ» ένα μικρό σχόλιο, στο οποίο έκανα λόγο, εκτός των άλλων, και για μια μεγάλη αρχαία γέφυρα, τη μεγαλύτερη του αρχαίου κόσμου, η οποία ένωνε την Λευκάδα με την Ακαρνανία.
Η γέφυρα αυτή άρχιζε από τη θέση «Πέραμα» της Λευκάδας (κοντά στον ερειπωμένο ναϊσκο του Αγίου Γεωργίου στην περιοχή του Καλλιγονίου) και κατέληγε στο μικρό ακρωτήριο «Ρούγα» της ακαρνανικής ακτής, λίγο βορειότερα του «Παλιοχαλιά»(1).
Το σχόλιο αυτό έγινε αφορμή να δεχτώ πλήθος ερωτημάτων από γνωστούς και αγνώστους, που δεν γνώριζαν τίποτα για την εν λόγω γέφυρα. Το παρόν κείμενο γράφτηκε αφενός για να απαντήσω σ’ αυτά τα ερωτήματα αλλά βεβαίως και για να συμβάλλω στον δημόσιο διάλογο περί της υποθαλάσσιας ζεύξης Λευκάδας-Ακαρνανίας.
Ότι η γέφυρα υπήρξε δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Οι μαρτυρίες είναι σαφείς. Ήδη το 1822 ο άγγλος περιηγητής Goodisson, που περιηγήθηκε τη Λευκάδα, είδε τα λείψανά της και γράφει: Ένα μικρό κατεδαφισμένο φρούριο, που λέγεται Ρωσσικό Φρούριο [Σημείωση δική μου: είναι το φρούριο «Κωνσταντίνος» ή «Φορτίνο»), δείχνει το σημείο, όπου έκοψαν τον ισθμό οι Κορίνθιοι. Προχωρώντας από δω ίσα στο κανάλι διακρίνουμε προς την Ακαρνανία τα λείψανα της γέφυρας, που περιγράφει ο Στράβων(2).
Πράγματι ο Στράβων στο περίφημο χωρίο του αναφέρει ότι οι Κορίνθιοι έκοψαν τον ισθμό μεταξύ Ακαρνανίας και Λευκάδας, μετέφεραν την πόλη Νήριτο σε τόπο ο οποίος ήταν κάποτε ισθμός τώρα όμως είναι πορθμός, που τις δύο όχθες του συνδέει γέφυρα, και την ονόμασαν Λευκάδα(3). Ο τόπος, στον οποίο, κατά τον Στράβωνα, μεταφέρθηκε η Νήριτος ήταν ο λόφος του Καλλιγονίου και ο ισθμός, που κόπηκε, βρισκόταν στο σημείο, όπου κατασκευάστηκε (κατ’ άλλους από τους Κορίνθιους, κατ’ άλλους αργότερα) η γέφυρα για την οποία συζητάμε – δηλαδή μπροστά (ανατολικά) από το Καλλιγόνι(4).
Σε χάρτη του 19ου αιώνα, που απόκειται στα Αρχεία Νομού Λευκάδας(5), σημειώνεται η γέφυρα, συνέδεε το Πέραμα της Λευκάδας με την Ρούγα της Ακαρνανίας. Και τα δύο τοπωνύμια αναγράφονται στον χάρτη στο δε υπόμνημά του, υπό το στοιχείο F, σημειώνεται: F: Παλάτι (corte) του Κωνσταντίνου, όπως σημειώνεται και που στην αρχαιότητα λεγόταν Πέραμα, όπως ακριβώς και σήμερα, και που σημαίνει στα ιταλικά πέρασμα, απ’ όπου πήγαινε κανείς στην T. F., πράγμα που είναι πιθανό, γιατί εκεί κοντά υπάρχουν τείχη και τοίχοι αντιστήριξης (contra mura) κατασκευασμένα με μεγάλες πέτρες, που προεξείχαν από την επιφάνεια του νερού και ξεκινώντας από το σημείο G καταλήγουν στην απέναντι T. F αποδεικνύοντας έτσι ότι από το σημείο F στο G υπήρχε από την αρχαιότητα μια γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα στα νησιά και στη στεριά ( Εικόνα 1]. Η γέφυρα λοιπόν, σύμφωνα με τον χαρτογράφο και συντάκτη του υπομνήματος, άρχιζε από τη μικροσκοπική νησίδα «Κωνσταντίνος» (ή «Φορτίνο») και κατέληγε στη Ρούγα Το T. F του υμομνήματος σημαίνει terra ferma, που στην ορολογία των χαρτογράφων της εποχής σημαίνει την απέναντι ξηρά, δηλαδή την Ακαρνανία. Αξιοσημείωτο ότι ήταν ακόμα ορατά τείχη και τοίχοι αντιστήριξης και οι μεγάλες πέτρες, με τις οποίες ήταν κατασκευασμένα, προεξείχαν από την επιφάνεια του νερού.
Εικόνα 1: Απόσπασμα του χάρτη: Περιγραφή της λιμνοθάλασσας…της αλφαβήτου |
Περιγραφή, η οποία προέκυψε από παρατηρήσεις και ευρήματα κατά τις εργασίες της διάνοιξης του Διαύλου της Λευκάδας στις αρχές του 20ού αιώνα, καθώς και σχέδιο της γέφυρας (Εικόνα 2) μας έδωσε ο Φωκίων Νέγρης, ο οποίος ήταν παρών στις εργασίες αυτές(6). Δύο σπάνιες φωτογραφίες των υπολειμμάτων της γέφυρας επί της ακαρνανικής ακτής μας έδωσε πρόσφατα ο Mauel Fiedler (εικόνες 3α+3β) (7)
Eικόνα 2: Η γέφυρα γέφυρα της Λευκάδας (Σχέδιο Φωκίωνος Νέγρη) |
Εικόνα 3α+3β: Οι δύο φωτογραφίες δείχνουν το ίδιο σημείο αλλά από διαφορετική γωνία λήψης. Το σημείο αυτό βρίσκεται επί της ακαρνανικής ακτής, λίγο βορειότερα του μικρού λόφου «Παλιοχαλιάς» και, ακριβέστερα, ανάμεσα στην ακαρνανική ακτή και τη στενή χωμάτινη λωρίδα (τους «σωρούς»), η οποία οριοθετεί τον Δίαυλο ανατολικά. Η λεζάντα του Fiedler είναι η εξής: Überreste der Steinbrücke von Leukas am akarnanischen Ufer [= Υπολείμματα της πέτρινης γέφυρας της Λευκάδας προς την ακαρνανική ακτή) χωρίς καμία άλλη πληροφορία.
Για τον χρόνο κατασκευής της γέφυρας δεν υπάρχει ομοφωνία. Ο Dörpfeld θεωρεί ότι η γέφυρα κατασκευάστηκε από τους αποίκους Κορινθίους, όπως και ο μόλος νοτιότερα(8). Ο Ροντογιάννης απορρίπτει την άποψη του Dörpfeld υποστηρίζοντας αφενός ότι η τεχνική, το μέγεθος και η δυσκολία της κατασκευής δείχνουν ότι δεν μπορεί να κατασκευάστηκε από τους Κορίνθιους και αφετέρου ότι μια τέτοια κατασκευή ήταν αντίθετη από τους επιδιώξεις των Κορινθίων, που ήθελαν ελεύθερο πέρασμα προς το βόρειο Ιόνιο, για το οποίο όμως η γέφυρα αυτή θα ήταν ένα πρόσθετο εμπόδιο. Παρατηρώντας δε ότι από τα κλασσικά και ελληνιστικά χρόνια δεν έχουμε καμία μνεία στις σωζόμενες πηγές για την ύπαρξη της γέφυρας, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι πρέπει να κατασκευάστηκε αργότερα και συγκεκριμένα μετά το 30 π.χ. και πριν το 19 μ.χ., σε μια εποχή που ο Δίαυλος δεν χρειαζόταν πια στους Ρωμαίους για την εξυπηρέτηση του εμπορίου τους, ενώ, αντίθετα, και για στρατιωτικούς λόγους ήθελαν ένα εύκολο πέρασμα από την Λευκάδα στην Ακαρνανία και αντίστροφα (9).
Διαφορετική γνώμη έχει η Γεωργία Πλιάκου, η οποία θεωρεί ότι δεν διαθέτουμε πραγματικά στοιχεία χρονολόγησης για τη γέφυρα και πολύ πιθανόν αυτή να κατασκευάστηκε τον 3ο π.χ. αιώνα, όταν η Λευκάδα ήταν πρωτεύουσα του «Κοινού των Ακαρνάνων» και σίγουρα όχι την εποχή του Αυγούστου (όπως υποστηρίζει ο Ροντογιάννης), γιατί την εποχή αυτή τειχισμένο άστυ εγκαταλείπεται, όπως μαρτυρούν οι πηγές και τα αρχαιολογικά δεδομένα(10).
Είναι φανερό ότι το ζήτημα του χρόνου κατασκευής της γέφυρας παραμένει ανοιχτό. Για να δοθεί πειστική απάντηση ή πρέπει να προκύψουν άγνωστες ως τώρα (ή μη εντοπισμένες) γραπτές μαρτυρίες, πράγμα που δεν συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες, ή να επιληφθεί του θέματος η επιστήμη της Αρχαιολογίας, επικουρούμενη από τα σύγχρονα μέσα που της παρέχουν οι θετικές επιστήμες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου