Γεώργιος Ιακωβίδης - Το κρύο μπάνιο (1898) photo: antikleidi.com |
Άλλη εποχή, αλλιώτικη η ζωή, τα σπίτια λαϊκά τα περισσότερα, χαμηλά κεραμιδόστρωτα, φτωχά και ορθάνοιχτα, κοινωνικές δομές αχρείες, άλλος κόσμος. Συνθήκες υγιεινής άθλιες έως ανυπόφορες. Ο απόπατος στην αυλή, το μπάνιο υπαίθριο η στη σκάφη, δυο σειρές μπουγάδα στο σύρμα η κυρά Φωτεινή η μάνα του και άμα σκοτείνιαζε-σουρούπωνε έβγαινε παγανιά να τον μαζέψει.
Ζωηρός, δύστροπος και τζαναμπέτης ο Αλέκος (-άσε με ρε μάνα λίγο ακόμα να παίξω, άσε με σου λέω), ήθελε δεν ήθελε, έμπαινε στη γραμμή, μπροστά αυτός, πίσω η μάνα του με τη …βίτσα και με το ζόρι κατευθείαν για το σπίτι.
Είχε ζεστάνει νερό η μάνα του, τον έβαζε στη σκάφη και τον έτριβε με το πράσινο κρητικό το σαπούνι «Αλεπουδέλη» απ’την κορφή ως τα μπούνια, μέχρι γδάρσιμο, να φύγει η σκόνη, η μάκα απ΄τα χώματα και τις βρωμιές .
Την άλλη και την παραάλλη τα ίδια.
Ώσπου παίζοντας στην αλάνα ένα απόγευμα, γύρισε το βλέμμα και κάρφωσε το μάτι του σε ένα παράθυρο. Πλησίασε με προσοχή και κρέμασε το πηγούνι του στο πρεβάζι. Αυτό που έβλεπε δεν το είχε ξαναδεί. Η Σταυρούλα, η κόρη του κυρ Θόδωρου του μπακάλη πλένονταν από τη μέση κι’απάνω γυμνή. Ολόγυμνη σας λέω, με τα στήθια έξω. Γυναίκα γυμνή δεν είχε ξαναδεί.
Από εκείνο το απόγευμα και πέρα, κάθε μέρα η ματιά του πιτσιρικά στο παράθυρο, μπας και ξαναδεί το ίδιο έργο.. Και το είδε, το έβλεπε και μία και δύο και τρεις, μέχρι που κάποια φορά, μπροστά στα μάτια του είδε τη Σταυρούλα να πλένεται ολόγυμνη. Μάλιστα ολοτσίτσιδη. Και τρελάθηκε ο Αλέκος, γύρισε σπίτι κι’από εκείνο το βράδυ μπήκε σε εφαρμογή η γνωστή μέθοδος της «ενδοπαλαμιαίας χειρομαλακτικής!».
Αναστατώθηκε, δεν είχε..σταθμούς ο πιτσιρικάς και την άλλη μέρα, με το νι και με το σίγμα, τα είπε όπως τα είδε σε ένα μεγαλύτερο φιλαράκι του τον Άρη και εκείνος πλακώθηκε στο γέλιο.
-Και τι έγινε ρε; Σιγά ρε τι ήταν αυτό που είδες. Σιγά το σπουδαίο. Να σε πάω ρε εγώ να δεις πράγματα να σου φύγει το καφάσι.
Και τον πήρε τον Αλέκο κι’ανέβηκαν παραπάνω ψηλά σε ένα κατάφυτο Δημοτικό Πάρκο.
-Θα κάτσουμε ρε εδώ και θα περιμένουμε. Εδώ έρχονται ζευγαράκια και πίσω από τα δένδρα και τις φυλλωσιές, τις μπάτσες που λένε, κάνουν τη…δουλειά. Θέλει όμως προσοχή. Να μην κάνεις θόρυβο. Να κοιτάς γύρω σου να φυλάγεσαι κι’αν ακούς η βλέπεις νά’ρχεται η να περνά κάποιος, δίχως άλλο, να την κοπανάς.
Πυκνό ήταν το αλσύλλιο, κρύφτηκαν τα δυο φιλαράκια, όταν φάνηκε ένα αγκαλιασμένο ζευγαράκι, μπήκε σε μια απόμερη φυλλωσιά και σε λίγο ακούστηκαν αναστεναγμοί και κάτι γυναικεία «αχ» και «βάχ» παθιάρικα.
-Ρε συ, τι γίνεται εκεί, τι κάνουν αυτοί;
-Τι κάνουν ρε Αλέκο; Καβαλλιούνται ρε, έρωτα κάνουν, αυτό κάνουν, αλλά έλα λίγο πιο εδώ να τους δεις ολόγυμνους στην πράξη.
Και τα είδε όλα από τα 10 μέτρα, φάτσα-κάρτα ο Αλέκος. Πρώτη φορά έβλεπε έτσι ζευγάρι και του έφυγε το κλαπέτο.
Δουλειά δεν είχε ο διάολος κι’από εκείνη την ημέρα, που τον εύρισκες, που τον έχανες τον δικό σου στο δασάκι να μπανίζει στα κρυφά ζευγάρια που έκαναν έρωτα. Κι μεγάλωνε –μεγάλωνε, αλλά το μάτι-μάτι. Λάτρης του …σπορ. Κρύβονταν, έπαιρνε τις προφυλάξεις του και έπεφτε στο μπανιστήρι. Ακόμα κι’όταν πήγε φαντάρος, έπαιρνε δίωρη και αντί να βολτάρει στην πόλη σαν άνθρωπος, πρώτη του επιλογή να βρει ευκαιρία για μπανιστήρι. Και σε πάρκινγκ, σε αλάνες χωρίς φωτισμό, σε πιλοτές, στην παραλία, παντού. Επιστήμονας στο…οφθαλμόλουτρο!. Άσε που έφτασε να αγοράσει και ένα ζευγάρι κυάλια, έβγαινε στη βεράντα και, τάχα μου, κοιτούσε-θαύμαζε τον ουρανό και τ’αστέρια. Τις απέναντι μπαλκονόπορτες κοιτούσε, μπας και μπανίσει από μέσα καμιά γυναίκα να γδύνεται η κανένα ζευγάρι σε περιπτύξεις.
Ενός κακού μύρια έπονται. Πολυσύνθετο ταλέντο ο Αλέκος, δεν του αρκούσε μόνο το μπανιστήρι. Προχωρούσε και σε άλλα. Όπου έβλεπε συνωστισμό και στρίμωγμα του κόσμου, ιδίως γυναίκες, του άρεσε να χαϊδεύει, να τις ψαύει σε μέρη απαγορευτικά. Καμμιά –δυό φορές μάλιστα τον πήρανε χαμπάρι, τις έφαγε και του κάνανε τη μούρη μπλέ-μαρέν.
Εφευρετικός ο δικός σου στα τεχνάσματα, δούλος στα καταστραφικά του ο ρ μ έ μ φ υ τ α και τις έντονες διεγερτικές παθολογικές διαστροφικές του φαντασιώσεις, είχε βρει το..κολάι. Δεν περίμενε να σουρουπώσει για να ασκήσει το…σπορ. Τσεκάριζε –να πούμε-κάτι γυμνό η άλλο ενδιαφέρον σαν θέαμα να μπανίσει, κάθονταν σε απόσταση να τον βολεύει, έπαιρνε μια εφημερίδα, άραζε και- τάχα μου- διάβαζε. Της είχε όμως ανοίξει στη μέση μια τρύπα απ’όπου έβλεπε τα πάντα στα δέκα μέτρα χωρίς να καρφώνεται. Τον έβλεπε το ζευγαράκι εκεί κοντά ανυποψίαστο και δεν έδινε σημασία. Σου λέει, τι κάνει ο άνθρωπος; Εφημερίδα διαβάζει, εμάς θα κοιτάει; Κι’ετσι …επιστήμων ο Αλέκος στο…μάτι, τη …γάζωνε και ύστερα έβαζε το χέρι του, κατέβαζε το φερμουάρ του και με κάλυψη την εφημερίδα αυνανίζονταν..
Και συνέχισε τις βόλτες και την έστηνε σε μέρη απόμερα, μπας και του τύχει κανένα θέαμα μυστήριο και…απαγορευτικό να μπανίσει.
Ατύχησε και σε μια-δυο περιπτώσεις, τον πήρε χαμπάρι ο άντρας του ζευγαριού και τον κυνήγησε. Κάποια φορά μάλιστα έφαγε και κάτι ψιλές, αλλά πρόλαβε και ξέφυγε. Σε άλλη μια, πάτησε σε μια πέτρα να …πάρει θέση για τη θέα, ξεσάρισε το χώμα, κουτρουβάλησε στην πλαγιά τον κατήφορο και παρά λίγο να γκρεμοτσακιστεί.
-Μέχρι που ένα βραδάκι, καθώς είχε στηθεί σε ένα διάσελο και έβλεπε και γουστάριζε ένα ζευγάρι σε ..διαχύσεις, ένοιωσε ένα χέρι να τον αρπάζει πίσω από τον ώμο.
-Τι κάνεις εδώ ρε; Τι γυρεύεις ρε εδώ τέτοια ώρα;
-Να, έχασα το σκυλάκι μου και ψάχνω να το βρω.
-Ποιο σκυλάκι σου ρε παλιοκερατά; Μπανιστιρτζής είσαι ρε ; Σε είδα που μας κοίταζες που έκανα έρωτα με την κοπέλα μου .
Αστυνομικός ήταν ο κύριος, τον άρπαξε, τού’δωσε δυο σφάλιαρους και τον πήγε, τον τράβηξε σηκωτό στο Τμήμα.
-Πάρτε τον. Μπανιστιρτζής είναι ρε ο καριόλης.
Και έγραψε ο Αστυνόμος: «Αλέξανδρος Γαλόπουλος του Ιωάννη -Ηδονοβλεψίας κατά συρροήν!». Ύστερα είπε:
-Άντε τσακίσου από δω ρε βρωμιάρη. Μην σε ξαναδώ στα μάτια μου.
Σημειωμένος…κοκκινισμένος πλέον ο Αλέκος, τό’μαθε και η γειτονιά:
-Βρε σεις ο Αλέκος, καλέ, της κυρα Φωτεινής, μπανιστιρτζής,σας λέω. Ηδονοβλεψίας. Ματάκιας!.
Δεν τον σήκωνε άλλο ο τόπος, πήρε των οματιών του και άλλαξε πόλη. Κάπου εκεί στην Χαλκίδα βρήκε μια γυναίκα και την παντρεύτηκε.Το χούι όμως χούι. Τα ίδια και τα ίδια. Με τούτα και τα ‘κείνα, τό’μαθε και η γυναίκα του, αλλά τό’κρυβε από ντροπή, έκανε υπομονή και έλεγε μέσα της:
-Που θα πάει, θα φτιάξει, θα στρώσει, θα το κόψει. Αλλιώς..
Εκείνο το βράδυ ο Αλέκος γύρισε σπίτι πρησμένος και με το ένα μάτι κατάμαυρο, μελιντζανί και…βουλωμένο. Κατάλαβε η γυναίκα του πώς κάποιος το έπιασε στα πράσα να μπανίζει και τον… κοπάνησε. Τσαντισμένη, μπουχτισμένη απ’τα καμώματά του, τον κάθησε κάτω και του τα είπε:
-Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, τι είναι αυτά που κάνεις; Βρε βάλε μυαλό, έλα στα συγκαλά σου, κό’ψτο αυτό το βιολί, κόφτο πριν είναι αργά. Ξεφτιλιστήκαμε. Ξεφτιλίζεις τον εαυτό σου, ξεφτιλίζεις κι’εμένα, γίναμε βούκινο. Δεν καταλαβαίνεις; Βγαίνεις απ’το σπίτι, μου λες πως πας βόλτα στο λιμάνι, στην παραλία και συ παίρνεις τα βουνά και τα λαγκάδια για να ικανοποιήσεις το πάθος σου. Τι διάολο, δεν σου φθάνω εγώ σαν γυναίκα;
-Tι θες ρε Ελένη; Να κλείνομαι στο σπίτι; Τι κάνω δηλαδή; Βγαίνω, πάω κατά πάνω να αναπνεύσω καθαρό αέρα, περπατάω και θαυμάζω τη φύση.
Και περνούσε ο καιρός, ο Αλέκος εκεί… το βιολί του. «Φυσιολάτρης»!, σε σημείο που κάτι είχε ακουστεί και κάτι είχαν πάρει χαμπάρι και κάποιοι γύρω-γύρω
Ενα βράδυ, ασυνήθιστα γύρισε σπίτι νωρίς. Στην πολυκατοικία άκουσε από ένα διπλανό διαμέρισμα στεναγμούς και ερωτικά αγγομαχητά. Πλησίασε, η πόρτα ήταν μισάνοιχτη, μπήκε με προσοχή και πάνω στην κρεβατοκάμαρα; ένα ζευγάρι …μπερδεμένο στα ..σχετικά .Κοίταξε, βολεύτηκε και καλοκοίταζε ο Αλέκος, όταν έμεινε κόκκαλο. Η γυναίκα ήταν η γυναίκα του. Κάτι πήγε να πει, αλλά εκείνη τον πρόλαβε, που μόλις τον είδε, γύρισε προς το μέρος του και του είπε:
-Τα είδες όλα, τα είδες καθαρά; Ικανοποιήθηκες; Άντε τώρα στον διάολο και μην ξαναπατήσεις στο σπίτι, ανώμαλε.
Σκυμμένος και αμίλητος ο Αλέκος, βγήκε απ το σπίτι παραπατώντας και πήρε τους δρόμους. Βαθειά, στο βάθος ένα τζουκ- μπόξ έλεγε τα δικά του: «Χάνομαι χωρίς ελπίδα μέρα-νύχτα στη Χαλκίδα. Στο δικό σου το περίπου και στα ρεύματα του Ευρίπου…!».-
Του Μπάμπη Κ. Μώκου 🖋 |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου