|
Υπάρχουν κάποια λόγια παροιμιώδη που εννοιολογικά, αλλά κυρίως σημειολογικά, διαπιστωτικά, λένε τα πάντα, την πραγματικότητα.
Λέει ο λαός:
«Το ….σέρνει καράβι…!». Σωστό, αναμφισβήτητο και πέραν πάσης αμφιβολίας, αποδεδειγμένο 2.500 χρόνια τώρα. Πόθεν όμως η φράση; Ποία η προέλευσις και η σημασία της; Τέλειωσε την σχετική του έρευνα ο …ποιητής, ήθελε να γράψει «εμού του ιδίου» και από λάθος μεσ’την σύγχυση και την…τρέλα του, έγραψε…«εμού, του…αιδοίου!»!». Που να ξέρεις; Τόσα λέγονται, τόσα γράφονται, τόσα ακούγονται. Μπορεί ο ..ποιητής να ήτονε και…ερμόδουλος. Λέω, μπορεί. Τα γραπτά όμως μένουν!.
Αρχαία Ελλάδα. Διώρυγα της Κορίνθου δεν υπήρχε.Τα καράβια προκειμένου να στρίψουν προς τη δύση έπρεπε να κάνουν το γύρο της Πελοποννήσου που τότε ήταν ενωμένη με την υπόλοιπη στεριά.
Γι’αυτό για λόγους εμπορικούς εφάρμοσαν τη μέθοδο της διολκήσεως.
Για να περάσουν λοιπόν τα καράβια προς την Πελοπόννησο τα έσερναν πάνω σε κορμούς δένδρων και δια ξηράς τα περνούσαν απέναντι. Για τους καραβοκυραίους και τους ναυτικούς, υπήρχε όμως και ένας σοβαρός άλλος λόγος. Περνώντας απέναντι στην Κόρινθο, σκοπός τους ήταν να ξεκουράζονται και κυρίως να απολαμβάνουν ερωτικά τα θέλγητρα από τις πολυάριθμες ιέρειες της πόλης που τότε ήταν άντρο ακολασίας, ασύστολης κραιπάλης, πορνείας και διαφθοράς.
Ακριβώς τότε, διαπιστωτικά και σκωπτικά από τους Κορίνθιους ντόπιους επεκράτησε και διαδόθηκε η φράση: «Το …σέρνει καράβι…!».
«Φιλόξενες κοπέλες,υπηρέτριες της Πειθούς στην πλούσια Κόρινθο,εσείς
που καίτε τις χρυσές στάλες του λιβανιού,οι σκέψεις σας πετούν προς την
μεγάλη ουράνια μητέρα των επιθυμιών,την Αφροδίτη,που σας επιτρέπει,
κόρες μου,να μαζεύετε στις χαρωπές σας κλίνες τον καρπό της τρυφερής
σας νιότης..!».
(Εγκώμιον του Πινδάρου(«Εγκώμια», 3),για τις περισσότερες από 1000 ιερές πόρνες του Ιερού της Αφροδίτης στην αρχαία Κόρινθο.(Στράβων, «Γεωγραφικά»,VIII,378).-
Αυτά έλεγε ο Πίνδαρος, τά’γραφε ο Στράβων και ο Γιάννης ο Τσέτσουλας λογικά τα είχε υπόψη του, όντας καθηγητής και μάλιστα φιλόλογος.
Οικογενειάρχης, δυο παιδιά, έφυγε νωρίς η μητέρα του, είχε τον παππού, τον πατέρα του, τον εγκατέστησε στο εξοχικό που ήταν το πατρογονικό στο χωριό και συμφώνησε με μια αλλοδαπή να εγκατασταθεί μαζί του, να τον περιποιείται και να τον φροντίζει.
Μια χαρά ήταν τα οικογενειακά του Γιάννη, αλλού ήταν το πρόβλημά του. Ο αδελφός του ο Σωκράτης, που είχε…ξεφύγει. Πολύ καλό παλληκάρι, αλλά απρόβλεπτος, επιπόλαιος, ακόμα και στα 45 του, που τον είχε …δολώσει μια μυστήρια και του τά’τρωγε μέχρι μία. Σχολή Οδηγών διέθετε ο Σωκράτης, ό,τι κονόμαγε και κονόμαγε πολλά κι’όπου βρίσκονταν, όλα για πάρτη της κυρίας.
Ζωντοχήρα 35άρα η δικιά σου (35άρες άσχημες δεν υπάρχουν!), τονπλεύρισε, του..κουνήθηκε, άβγαλτος ο Σωκράτης και κάπως έτσι έπεσε στη λούμπα. Τώρα πως άρχισαν και πως εξελίχθηκαν τα πράγματα; Ως συνήθως, κάπως έτσι:
Σκυμμένος στο γραφείο στο μαγαζί του ένα πρωινό ο Σωκράτης, όταν μπήκε μια κυρία..
-Καλημέρα σας.
-Καλημέρα.
-Ο κ.Διαμαντόπουλος;
-Παρακαλώ, ο ίδιος. (Κάτι παραπάνω προσπάθησε να πει, αλλά μ’αυτό που είδε απέναντί του, του κόπηκε η μιλιά, του έμεινε η κουβέντα στη μέση).
-Ελένη Ράκογλου.
-Χαίρω πολύ.
-Παρακαλώ, ενδιαφέρομαι για άδεια οδήγησης αυτοκινήτου. Μπορούμε ν’αρχίσουμε μαθήματα;
-Και βέβαια, μόνο πέστε μου πότε θέλετε.
-Θα έλεγα την Τετάρτη το απόγευμα αν μπορείτε.
-Καλώς Τετάρτη 6-7. Σύμφωνοι. Αφήστε μου το τηλέφωνό σας, θα επικοινωνήσουμε και θα συναντηθούμε ακριβώς εδώ.
Και συναντήθηκαν.
Ντυμένη, που λέει ο λόγος ντυμένη, η κυρία, πάνω,,,ξώπλατη και κάτω φούστα ίσα με…ολόκληρες 4 πιθαμές!. Εμφάνιση…πέργκολα!, να …χάσκει, να …φωτίζει, απ’όλες τις πάντες… δαμπερής!.…. Εβλεπε και ζαλίστηκε ο Σωκράτης, αλλά η δουλειά –δουλειά. Και προσπαθούσε να …συγκεντρωθεί στο μάθημα, αλλά άμα έχεις στο διπλανό κάθισμα σχεδόν… ξεβράκωτο και …θηλυκό το…διάολο!, πού και ποιά ..συγκέντρωση!. (Εδώ που τα λέμε: Αίμα έχουμε στις φλέβες μας, τι έχουμε δηλαδή; Αντιψυκτικό;!).
Πρώτο, δεύτερο και κάπου εκεί στο τρίτο μάθημα η κυρία έμπλεξε τον…λεβιέ του αυτοκινήτου με κάτι …άλλο..παραπλήσιο!. (Να μην τα λέμε όλα με το όνομά τους γιατί θα πάμε …φυλακή!). Και άρχισε έτσι μια ιστορία αμαρτωλή.
Πέρασαν δυο, τρεις μήνες και η κυρία άρχισε να κάνει νερά. Κρεμασμένος-φούλ στην καψούρα ο Σωκράτης, άρχισε τα ..αντίδοτα. Και σε παρόμοιες περιπτώσεις τα αντίδοτα είναι ..ένα!: Το χρήμα. Τρία χρόνια πια η ιστορία, τον βύζαινε…τον …άρμεγε κανονικά η κυρία Ελένη και ο Σωκράτης είχε… ρέψει.
Και τον έβλεπαν κάτι φιλαράκια του.
-Ρε συ αυτός δεν ήταν έτσι, κάτι έχει, κάτι έπαθε.
-Πως ρε μάγκα, από πού;
-Από έρωτα, καψούρα!., πολλή καψούρα …θανατερή!, αθεράπευτη!.
-Έλα.
-Ρε, άκου που που λέω.
Βάσανο, αυτό ήταν το βάσανο που απασχολούσε τον Γιάννη, που σε παρέα με κάποιους φίλους που και που, το συζήταγε να ξεθυμάνει.
-Μάγκες, άστα να πάνε στο διάολο, εκείνος ο αδερφός μου δεν λέει να βάλει μυαλό μ’εκείνη τη σκρόφα που έχει μπλέξει. Που του πίνει το..αίμα, αλλά αυτός εκεί το βιολί του. Τόσες και τόσες φορές του τά’χω πει. Φοβάμαι μην καταστραφεί, έχει οικογένεια και παιδιά και θα καταστρέψει και το σπίτι του. Δεν ξέρω τι να πω και τι να κάνω.
-Φιλαράκι, άστα, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, μην στεναχωριέσαι. Έτσι είναι αυτά. Ξέρεις, έχεις ακούσει το γνωστό; «Το…σέρνει καράβι!»;
Τον έπιασε και τον ξαναέπιασε στην κουβέντα ο Γιάννης τον Σωκράτη.
-Ρε αδερφέ, σύνελθε, τι είναι αυτά που κάνεις, που θα βγει αυτή η ιστορία; Αραίωνε γιατί ξεφτιλιστίκαμε. Διώξε την που σε σέρνει απ’τη μύτη!. Που σ’έχει κάνει…ταλιατέλλα!. Αυτό είναι κατάντημα. Δεν το βλέπεις;
-Άσε ρε Γιάννη, εσύ δεν ξέρεις, δεν μπορείς να καταλάβεις. Κοίτα τη δουλειά σου και μήν τραβάς…ζόρι.Ξέρω εγώ, έχω τα κουμάντα μου.
Στη στεναχώρια του ήταν ο Γιάννης, αλλά από αλλού το περίμενε κι’από αλλού του ήρθε και πήγε να …κρεπάρει.
Ήταν απόγευμα όταν πήγε να επισκεφθεί τον πατέρα του.
-Πως είσαι ρε πατέρα;
-Για τα 82 μου καλά πολύ καλά. Αλλά ξέρεις που το χωστάω βρε Γιάννη; Σ’αυτή την άγια, την καλή την κοπέλα που την έχουμε εδώ στο σπίτι και με φροντίζει. Τα γηρατειά είναι άσχημα, αλλά εγώ ούτε που τα καταλαβαίνω. Πρώτα ξεχνάς ονόματα, μετά ξεχνάς πρόσωπα, μετά ξεχνάς να κατεβάσεις το… φερμουάρ και τέλος ξεχνάς να το ανεβάσεις!. Κατάλαβες γιέ μου γιατί είναι δύσκολα τα γηρατειά; Γι’αυτό εγώ αυτή την κοπέλα πρέπει να την ανταμείψω.
-Καλά ρε πατέρα, να είσαι καλά και όλα θα γίνουν.
Και τον φρόντιζε, πολύ τον… φρόντιζε τον παππού η αλλοδαπή, μόνο που εκτός από τα βασικά του έκανε και…άλλα…χαιδέμματα και…περιποιήσεις!. Και είχε τρελλαθεί ο παππούς, όταν ένα καλοκαίρι που ο Γιάννης έλειπε σε διακοπές πήγε στον λογιστή και ρώταγε πως θα γίνει να της γράψει το σπίτι.
Γύρισε από τις διακοπές ο Γιάννης και πήγε να τακτοποιήσει τα φορολογικά του. Μπήκε στο Taxis, τέλειωσε με το δικό του το Ε9 έφθασε στο Ε9 του παππού και τότε έγινε η ..συντέλεια. Παλιός συμμαθητής του ο λογιστής, τον ενημέρωσε:
-Άκου αδερφέ, κάτι συμβαίνει με τον παππού. Κάτι σκέφτεται για το σπίτι στο χωριό. Μάλιστα πριν 10 ημέρες ήρθε εδώ μαζί με εκείνη την κοπέλα που τον φροντίζει και ρωτούσε πως θα γίνει να της μεταβιβάσει, να της γράψει το σπίτι. Μου φαίνεται πως έχει…ξεκουτιάνει!. Πάρε τα μέτρα σου.
Τρελάθηκε ο Γιάννης, πήγε και τά’ψαλε στον πατέρα του, τσακώθηκαν άγρια, αλλά ο γέρος επέμενε. Και κατέβηκε απ’το σπίτι απογοητευμένος, παίρνοντας τον δρόμο για το καφενείο μονολογώντας.:
-Βρε τι οικογένεια είμαστε εμείς; Γλυκοτσούτσουνοι η κορόιδα;
Ύστερα θυμήθηκε τα λόγια που του είχαν πει τα φιλαράκια του: «Το…σέρνει βαπόρι!».-
Και τράβηξε, βρήκε την κοπέλα την αλλοδαπή.
-Κοίτα, έμαθα ότι ψήνεις τον παππού να σου γράψει το σπίτι. Να το ξεχάσεις. Αν πάρω χαμπάρι ότι συνεχίζεις να τον…παραμυθιάζεις, θα σε…τσακίσω και θα σε στείλω εκεί απ’όπου ήρθες. Ξηγηθήκαμε;
Τίποτα δεν απάντησε η Βουλγάρα η Μαργαρίτα, τα μάζεψε και από εκείνο το βράδυ δεν ξαναπάτησε. Και έψαξε ο Γιάννης και βρήκε μια άλλη κοπέλα να φροντίζει τον παππού.
Έλεγε ο Γιάννης τα καθέκαστα στην παρέα του να ξαλαφρώσει, όταν ένα συνάδελφός του του την είπε:
-Άκου μάγκα, ξέρεις την ιστορία του «Κύκνου με την κιμωλία;».
-Τι θές να πεις ρε φιλαράκι;
-«Ο κύκνος με την κιμωλία» είναι πίνακας του Πικάσσο. Που τον έφτιαξε ο ζωγράφος για να γοητεύσει την Ζακλίν Ρόκ.
Εκείνος 72 εκείνη 27. Χρειάστηκαν 6 μήνες να την πείσει να βγουν. Εκτίμηση, συμπάθεια, θαυμασμός, έρωτας…εξάρτηση, πόθος, πάθος, καψούρα-μεγάλη καψούρα και το 1961 την παντρεύτηκε και έζησαν περίπου 20 χρόνια μαζί, μέχρι τον θάνατο του. Και της τα’άφησε όλα. Ετσι είναι οι γεροντοέρωτες. Γι’αυτό άσε ήσυχο τον παππού να χαρεί-όσο χαρεί, όσο ζήσει. Εδώ ένας Πικάσσο και…προσκύνησε!.
Κατάλαβες τώρα φιλαράκι τι θέλει να πει και γιατί η φράση «Το…σέρνει καράβι:».
-Γι’αυτό …άραξε. Δεν λες πού γλύτωσες και το σπίτι στο χωριό;!.-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου