
Υπάρχουν μέρη στην Ελλάδα που μοιάζουν να έχουν μείνει έξω από τον χρόνο.
Μικρά χωριά της υπαίθρου, σκαρφαλωμένα σε πλαγιές και ριζωμένα σε πεδιάδες, που για δεκαετίες υπήρξαν ζωντανές κοινότητες, γεμάτες φωνές, παιδιά, γιορτές και τραγούδια. Σήμερα όμως, αυτά τα χωριά αργοσβήνουν, σιγά-σιγά, αθόρυβα, όπως σβήνει μια παλιά λάμπα στο παράθυρο ενός εγκαταλειμμένου σπιτιού.

Το Κεραμίδι Βάλτου, στην Αιτωλοακαρνανία, είναι ένα από αυτά. Ένα χωριό που κάποτε έσφυζε από ζωή που είχε δυο καφενεία και μύριζαν καφέ και κουβέντα∙ που σε όλο το χωριό ηχούσαν από βήματα, από παιχνίδια παιδιών, από γέλια, από φωνές ανθρώπων που αντάλλασσαν καλημέρες. Από τους περιφερόμενους πωλητές που με τα μεγάφωνα διαλαλούσαν την πραμάτεια τους, που ο καθένας από τον ήχο του αυτοκινήτου και από την κόρνα, ήξερε και ποιος ήταν και τι πωλούσε...
.jpg)
Τώρα, όμως, απομένουν κυρίως οι ηλικιωμένοι. Άνθρωποι που έμειναν πίσω, πιστοί στη γη τους, στα σπίτια τους, στις ρίζες τους. Κρατούν όσο μπορούν αναμμένη τη σπίθα της παρουσίας. Μα όσο φεύγουν κι αυτοί ένας-ένας, τα σπίτια κλείνουν… και το χωριό γίνεται πιο σιωπηλό, πιο έρημο. Κάθε χαμένη ζωή δεν παίρνει μαζί της μόνο έναν άνθρωπο, αλλά και μια μικρή ιστορία του τόπου, μια μνήμη, μια φωνή που δε θα ξανακουστεί.

Τα καφενεία, χρόνια τώρα κλειστά, θυμίζουν τις εποχές που ο κόσμος μαζευόταν εκεί να λύσει τα προβλήματά του, να γελάσει, να πιει ένα καφέ, ένα ούζο με μεζέ στραγάλια, να μουρμουρίσει, να τσακωθεί, να σχεδιάσει το αύριο. Σήμερα οι πόρτες τους μένουν κλειστές, σαν να πενθούν κι αυτές την απουσία εκείνων που τις άνοιγαν καθημερινά.


Κι όμως, μέσα σε αυτή τη σιωπή υπάρχει πάντα κάτι ζωντανό. Το χώμα που ποτίστηκε με προσπάθεια. Οι αυλές που κάποτε γέμισαν με ανθρώπους. Ο δρόμος, ακόμη και σήμερα, μοιάζει να κρατά τα αποτυπώματα όσων πέρασαν. Η μνήμη δεν σβήνει εύκολα∙ αντιστέκεται.

Τα χωριά που αδειάζουν δεν είναι μόνο πέτρινα σπίτια και κλειστά παράθυρα. Είναι κομμάτια της ιστορίας μας, της συλλογικής μας πορείας. Είναι οι ρίζες μας — κι ας μαραίνονται, εξακολουθούν να μας δένουν με κάτι βαθύτερο: με την απλότητα, με τη γη, με τον χρόνο που πέρασε και δεν γυρίζει.
Ίσως κάποτε κάποιοι νέοι να επιστρέψουν. Ίσως κάποια σπίτια να ξανανοίξουν. Ίσως ο ήχος ενός παιδιού να ξανακουστεί στον δρόμο. Ίσως.
Μέχρι τότε, τα χωριά όπως το Κεραμίδι θα συνεχίζουν να σβήνουν αργά, αλλά θα υπάρχουν, με όσους μένουν στο χωριό προσπαθώντας για το καλύτερο, για την ζωή τους — έστω και σιωπηλά — ως άγρυπνοι φρουροί μνήμης. Γιατί ακόμα κι όταν όλα μοιάζουν εγκαταλειμμένα, η ψυχή ενός τόπου δεν χάνεται. Ζει μέσα σε όσους τον αγάπησαν και τον αγαπούν, σε όσους τον κουβαλούν μέσα τους όπου κι αν βρίσκονται.
Και είναι αυτή η ψυχή που κάνει τον αποχωρισμό τόσο συγκινητικό — αλλά και τόσο πολύτιμο.
Γιώργος Γυρνάς...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου