links

ΚΑΙΡΟΣ

ΚΕΡΑΜΙΔΙ ΒΑΛΤΟΥ Καιρός

Σάββατο 26 Ιουλίου 2025

H ώρα του παιδιού: «Το μικρό αλεπουδάκι στη Κουφάλα»

Μέσα σε ένα παγωμένο, λευκό δάσος, όπου το χιόνι σκέπαζε τα πάντα σαν βαμβάκι, ζούσε μόνος του ένα μικρό αλεπουδάκι. Το έλεγαν Ρούντο, και το σπίτι του ήταν μια κουφάλα σε μια  γέρικη βελανιδιά.

Ο κορμός ήταν χοντρός και ραγισμένος, μα ζεστός μέσα του, σαν αγκαλιά. Εκεί είχε φτιάξει τη φωλιά του ο Ρούντο, με ξεραμένα φύλλα, βρύα και ένα κομμάτι μάλλινης κάλτσας που είχε βρει κάποτε. Το στόμιο της κουφάλας ήταν καλυμμένο με πάγο, και οι ανάσες του έβγαιναν σαν καπνός.

Ο Ρούντο δεν είχε οικογένεια. Κάθε πρωί έβγαινε σιωπηλός, περπατούσε στο χιόνι με τα μικρά του πατουσάκια, ψάχνοντας λίγα μούρα ή κάστανα κάτω από το πάγο. Κάθε βράδυ γύριζε στην κουφάλα του και ζεσταινόταν με το τρίχωμά του.

Τα ζώα του δάσους είχαν πια μαζευτεί σε φωλιές και σπηλιές. Δεν ακουγόταν τίποτα. Μόνο ο ήχος του ανέμου και το τρίξιμο του χιονιού. Ο Ρούντο ήταν μόνος.

Ένα απόγευμα, καθώς επέστρεφε με ένα κάστανο στο στόμα, άκουσε ένα μικροσκοπικό τσίου. Στάθηκε ακίνητος. Το χιόνι έπεφτε ήσυχα, σαν να μην ήθελε να ενοχλήσει.

Ακολούθησε τον ήχο και βρήκε, κάτω από έναν παγωμένο θάμνο, ένα μικρό χελιδονάκι. Ήταν χτυπημένο στο φτερό και έτρεμε από το κρύο.

— Δεν... πρόλαβα να φύγω με τα άλλα, ψιθύρισε. Κρύωνα. Έπεσα...

Ο Ρούντο δίστασε. Κοίταξε τριγύρω. Το δάσος ήταν σιωπηλό, ψυχρό. Μα μέσα του κάτι ζεστάθηκε.

— Έλα μαζί μου, του είπε.

Το σήκωσε προσεκτικά και το πήγε στην κουφάλα του. Του έβαλε δίπλα του φύλλα και φύσηξε ζεστή ανάσα στο κεφαλάκι του.

— Είσαι ασφαλής τώρα.

Το πουλάκι τον κοίταξε με ευγνωμοσύνη. Είχε βρει ζεστασιά.

Οι μέρες περνούσαν. Ο χιονιάς σκέπαζε τα πάντα και έξω η παγωνιά θέριζε. Μα στην κουφάλα, υπήρχε μια ζεστασιά που κανένα χιόνι δεν μπορούσε να σβήσει. Ο Ρούντο μάζευε τροφή για δύο. Ο Πίκο –έτσι τον είχε ονομάσει– του κρατούσε συντροφιά.

Το φτερό του Πίκο δεν μπορούσε ακόμα να πετάξει. Αλλά το στόμα του δεν σταματούσε να μιλά. Έλεγε ιστορίες για χώρες μακρινές, για το καλοκαίρι, για ταξίδια πάνω από βουνά. Ο Ρούντο τον άκουγε χωρίς να μιλά πολύ. Μα κάθε βράδυ, κουρνιαζε δίπλα του και για πρώτη φορά δεν ένιωθε μόνος.

— Δεν είχα ξαναδεί ποτέ χιόνι, έλεγε ο Πίκο. Είναι σαν να κοιμάται το δάσος...

— Εγώ... πάντα εδώ ήμουν τον χειμώνα, ψιθύρισε ο Ρούντο. Πάντα μόνος.

— Τώρα δεν είσαι.

Και το μικρό χελιδονάκι ακούμπησε τη μικρή του φτερούγα πάνω στο πόδι του φίλου του.

Ένα πρωί, τα σύννεφα έσπασαν. Ο ήλιος έριξε χρυσές αχτίνες πάνω στο λευκό τοπίο. Ο Πίκο δοκίμασε να ανοιγοκλείσει τα φτερά του.

— Νομίζω μπορώ να πετάξω... σιγοείπε.

Ο Ρούντο δεν απάντησε.

— Θα πετάξω γύρω, όχι μακριά. Θα μείνω κοντά. Εδώ, στον χειμώνα σου.

Ο Ρούντο τον κοίταξε. Είδε κάτι στα μάτια του Πίκο. Μια υπόσχεση.

Το απόγευμα, ο Πίκο δοκίμασε να πετάξει. Λίγο πάνω απ’ το χιόνι. Μετά πιο ψηλά. Και ξανά προσγειώθηκε δίπλα στην κουφάλα.

— Δεν θα φύγω ακόμα. Δεν έχει λιώσει το χιόνι σου.

Οι δυο τους έγιναν ένα με τον χειμώνα. Έπαιζαν στο χιόνι. Έφτιαξαν έναν μικρό χιονανθρωπάκο με καπάκι βελανιδιού για καπέλο. Ο Πίκο τραγουδούσε τραγούδια του βοριά και ο Ρούντο τον συνόδευε με το μουρμουρητό του.

Μια νύχτα, μέσα στον πιο δυνατό χιονιά, άκουσαν ένα ουρλιαχτό λύκου μακριά. Ο Ρούντο τινάχτηκε. Ο Πίκο φοβήθηκε.

— Θες να φύγω; ρώτησε ο Πίκο. Μήπως κινδυνεύεις επειδή είμαι εδώ;

Ο Ρούντο τον κοίταξε σοβαρά.

— Αν φύγεις, θα παγώσω. Όχι απ’ το χιόνι. Από μέσα.

Όταν ο ήλιος άρχισε σιγά-σιγά να μένει περισσότερο στον ουρανό, και οι πρώτες σταγόνες νερού έλιωσαν τα παγοκρύσταλλα, ο Πίκο έπρεπε να αποφασίσει.

— Τα υπόλοιπα πουλιά με ψάχνουν, το ξέρω, είπε. Όμως δεν θέλω να σε αφήσω.

— Πρέπει, απάντησε ο Ρούντο. Είσαι φτιαγμένος για τον ουρανό. Όχι για κουφάλες.

Ο Πίκο σιώπησε. Έπειτα έβγαλε ένα μικρό πούπουλο από το στήθος του.

— Πάρε το. Για να το ακουμπάς όταν μου μιλάς σιωπηλά.

Και έτσι, ένα πρωί, πέταξε. Ψηλά πάνω από το δάσος. Ο Ρούντο τον ακολούθησε με τα μάτια του μέχρι που έγινε μια μικρή τελεία στο γαλάζιο.

Τις νύχτες, το πούπουλο έλαμπε δίπλα στον Ρούντο, καθώς εκείνος κουλουριαζόταν στην κουφάλα του. Δεν ένιωθε πια μόνος.

Και όταν το χιόνι έλιωσε τελείως, και η γη γέμισε πράσινα φύλλα και κελαηδίσματα, μια μικρή σκιά κατέβηκε ξανά από τον ουρανό και προσγειώθηκε δίπλα του.

Ο Πίκο είχε επιστρέψει.

Και η κουφάλα… δεν φαινόταν καθόλου στενή πια.


Τέλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

NEXT PAGE