Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα ήσυχο χωριό πλάι στο βουνό, ζούσε ο παππούς Κωνσταντίνος. Ήταν ένας γλυκός και σοφός παππούς, με μάτια γεμάτα φως και χέρια που μύριζαν χώμα από τις εργασίες στα χωράφια πάρα πολλά χρόνια.
Κάθε απόγευμα, κρατούσε από το χέρι την εγγονή του, την Ελένη, και μαζί τους ερχόταν και η αγαπημένη τους σκυλίτσα, η Κανέλα – μια μικρή καφέ κοπρίτσα με μάτια πιο εκφραστικά κι από λόγια.
Οι τρεις τους είχαν μια αγαπημένη διαδρομή: περνούσαν από τα χωράφια με τις παπαρούνες, ανέβαιναν στο λόφο με το μικρό ξύλινο παγκάκι και κοιτούσαν τον ήλιο να πέφτει σιγά-σιγά πίσω απ’ τα βουνά.
«Να θυμάσαι, Ελενίτσα μου,» της έλεγε πάντα ο παππούς, «κάθε ήλιος που δύει, φέρνει έναν καινούργιο αυριο. Και κάθε αύριο είναι δώρο, όχι δεδομένο.»
Τα χρόνια πέρασαν, η Ελένη μεγάλωσε, η Κανέλα άσπρισε γύρω από τη μουσούδα, κι ο παππούς περπατούσε όλο και πιο αργά.
Μια μέρα του φθινοπώρου, ο παππούς Κωνσταντίνος κάθισε στην πολυθρόνα του και χαμογέλασε. Κρατούσε μια φωτογραφία: την Ελένη, παιδάκι, με την Κανέλα στα πόδια της και τον ίδιο δίπλα, να γελάει. Έκλεισε τα μάτια του γλυκά, όπως όταν άκουγε την αγαπημένη του μουσική. Δεν τα ξανάνοιξε.
Η Ελένη, τώρα πια δεκαεξάχρονη, πήρε την Κανέλα και περπάτησε μόνη της στο αγαπημένο τους μονοπάτι. Όταν έφτασε στο παγκάκι, η Κανέλα ανέβηκε κι έβαλε το κεφάλι της στα πόδια της. Ο ήλιος έπεφτε αργά, πορτοκαλί και χρυσός. Η Ελένη κράτησε το χέρι της στον αέρα, σα να κρατούσε του παππού.
«Καληνύχτα, παππού,» ψιθύρισε. «Σε ευχαριστώ για τα αυριανά που μου χάρισες.»
Από τότε, κάθε φορά που δύει ο ήλιος, λέει στην Κανέλα:
«Πάμε να δούμε τον παππού;»
Και η Κανέλα, παρά τα γερασμένα της πόδια, σηκώνεται πρόθυμα.
Γιατί κάποιες αγάπες δεν τελειώνουν. Απλώς αλλάζουν μορφή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου