
Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μικρή πόλη κοντά στη θάλασσα, ζούσαν δύο αδερφάκια: η Ελένη, που ήταν 5 χρονών, και ο Σπύρος, που ήταν 6.
Μαζί με τη μαμά και τον μπαμπά τους, περίμεναν όλο τον χειμώνα να έρθει το καλοκαίρι για να πάνε στο αγαπημένο τους μέρος: την παραλία του Πεύκου.
Μια Κυριακή πρωί, ο ήλιος έλαμπε, τα πουλιά κελαηδούσαν και η θάλασσα φαινόταν γαλήνια και λαμπερή. Η μαμά ετοίμασε ψωμάκια με τυρί και ντοματούλες, ο μπαμπάς πήρε τις πετσέτες, τις ομπρέλες και τα σωσίβια, κι όλοι μαζί ξεκίνησαν με το αυτοκίνητο.
Όταν έφτασαν, η Ελένη έτρεξε πρώτη στην άμμο. Έβγαλε τα παπούτσια της και ένιωσε την άμμο να γαργαλάει τα δάχτυλά της. Ο Σπύρος κρατούσε γερά το κουβαδάκι του και φώναζε:
– Μαμά, θα φτιάξουμε κάστρο! Το πιο μεγάλο κάστρο του κόσμου!
Η μαμά χαμογέλασε.
– Πρώτα όμως, να βάλουμε αντηλιακό, είπε και άπλωσε κρέμα στα χεράκια και τα προσωπάκια τους.
Ύστερα πήγαν όλοι μαζί να κάνουν το πρώτο μπάνιο. Ο μπαμπάς κράταγε τον Σπύρο από τα χεράκια και η Ελένη κολυμπούσε με τα μπρατσάκια της πιο βαθιά, σαν μικρό δελφινάκι.
Ξαφνικά, κάτι αστείο συνέβη: ένα μικρό ψαράκι ακούμπησε στα πόδια της Ελένης και την έκανε να γελάσει τόσο δυνατά που τα κύματα νόμιζαν ότι ήταν μουσική και χόρευαν γύρω της!
Μετά το μπάνιο, έφαγαν όλοι μαζί κάτω από την ομπρέλα. Η θάλασσα έλαμπε, και ένα καραβάκι περνούσε μακριά στον ορίζοντα. Ο Σπύρος κοίταξε το καράβι και είπε:
– Όταν μεγαλώσω, θα γίνω καπετάνιος και θα ταξιδεύω με την Ελένη σε όλες τις θάλασσες!
Η μαμά και ο μπαμπάς τους κοίταξαν τρυφερά.
– Κι εμείς θα σας περιμένουμε με φρέσκα κουλουράκια στην ακτή, είπε η μαμά γελώντας.
Και έτσι πέρασε μια μαγική μέρα στην παραλία, γεμάτη παιχνίδι, γέλια και την αγάπη μιας όμορφης οικογένειας.
Και αν δεν τους έπαιρνε ο ύπνος στο αυτοκίνητο της επιστροφής, ίσως να σχεδίαζαν ήδη την επόμενη εξόρμηση στη θάλασσα…
Τέλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου