links

ΚΑΙΡΟΣ

ΚΕΡΑΜΙΔΙ ΒΑΛΤΟΥ Καιρός

Κυριακή 18 Μαΐου 2025

Η ώρα του παιδιού: «Η Οικογένεια των κατσικιών στον Λόφο και η Άνοιξη των Ονείρων» 🐐

Σε έναν καταπράσινο λόφο, γεμάτο λουλούδια και μυρωδιές από θυμάρι και αγριολούλουδα, ζούσε μια οικογένεια κατσικιών. 

Ήταν μια όμορφη, ήσυχη οικογένεια: ο σοφός πατέρας κατσίκας με το χοντρό γένι του, η γλυκιά μαμά κατσίκα με το γάλα της που μύριζε φρέσκο γρασίδι και τα τρία τους μικρά κατσικάκια.

Τα δύο από τα κατσικάκια ήταν κάτασπρα, λες και είχαν κυλιστεί σε σύννεφα. Το τρίτο όμως, ο μικρότερος, ήταν καφετί, σαν σοκολάτα. Τον φώναζαν Τρούφα, γιατί το χρώμα του θύμιζε γλυκιά λιχουδιά.

Η οικογένεια τον αγαπούσε πολύ, μα εκείνος συχνά ένιωθε διαφορετικός. "Γιατί δεν είμαι κι εγώ άσπρος σαν τα αδέρφια μου;" σκεφτόταν. "Ίσως δεν είμαι τόσο ξεχωριστός..."

Κάθε πρωί, η οικογένεια ξυπνούσε με το τραγούδι των πουλιών και έβγαινε στα λιβάδια. Τα δύο λευκά κατσικάκια πηδούσαν παιχνιδιάρικα πάνω στα βράχια και κυνηγούσαν πεταλούδες. Ο Τρούφα τους ακολουθούσε με δισταγμό. Του άρεσε να παρατηρεί, να ακούει τον ήχο του αέρα και να μυρίζει τα λουλούδια. Ήταν πιο στοχαστικός. Δεν του άρεσε τόσο ο θόρυβος. Οι άλλοι έλεγαν πως είχε "το μυαλό γεμάτο μελωδίες".

Ένα πρωινό, ενώ η άνοιξη ήταν πια στην καρδιά της και τα πάντα είχαν φορέσει τα χρώματά της, ο Τρούφα ξύπνησε με ένα παράξενο όνειρο: είδε πως μιλούσε με μια νεραϊδούλα του δάσους που του έλεγε: «Η διαφορετικότητά σου είναι η δύναμή σου. Θα το καταλάβεις όταν έρθει η ώρα...». Ξύπνησε με τα λόγια της στο μυαλό του και ένιωθε ότι κάτι σπουδαίο θα συνέβαινε.

Λίγες μέρες μετά, η οικογένεια των κατσικιών έμαθε ότι μια μεγάλη γιορτή πλησίαζε. Ήταν η «Γιορτή της Άνοιξης», μια μέρα που τα ζώα του λόφου μαζεύονταν στην κοιλάδα, για να γιορτάσουν την αναγέννηση της φύσης. Ο καθένας πρόσφερε κάτι από τον εαυτό του: τραγούδια, χορούς, ιστορίες ή δώρα από τη φύση.

Τα δύο λευκά κατσικάκια ενθουσιάστηκαν. Ήθελαν να δείξουν πώς μπορούν να κάνουν ακροβατικά πηδώντας από βράχο σε βράχο. «Εσύ, Τρούφα; Τι θα δείξεις στη γιορτή;» τον ρώτησε ο πατέρας.

Ο Τρούφα δίστασε. Δεν είχε ούτε φωνή σαν πουλάκι, ούτε ευλυγισία σαν τα αδέλφια του. Μα κάτι μέσα του έλεγε πως είχε κάτι να προσφέρει. Ίσως το όνειρο...

Το βράδυ, έκατσε μόνος του πάνω σε έναν βράχο, κοιτώντας το φεγγάρι. Έπιασε ένα κομμάτι ξύλο και άρχισε να το τρίβει με μια πέτρα. Δεν ήξερε τι φτιάχνει. Απλώς ένιωθε. Έφτιαξε έναν αυλό. Με χορδές από γρασίδι και καλάμια από το ρυάκι έφτιαξε κάτι που έβγαζε ήχους. Δοκίμασε να παίξει. Ο ήχος ήταν γλυκός και μακρινός, σαν τον άνεμο. Χαμογέλασε.

Την ημέρα της γιορτής, όλα τα ζώα είχαν μαζευτεί. Ο λαγός τραγούδησε, οι χελώνες χόρεψαν έναν αρχαίο χορό, τα πουλιά έφεραν άνθη στα φτερά τους. Τα δύο λευκά κατσικάκια καταχειροκροτήθηκαν με τις τούμπες και τα άλματά τους.

Και τότε βγήκε ο Τρούφα. Στεκόταν μόνος του, με τον αυλό στο στόμα. Οι άλλοι ψιθύριζαν: «Τι κάνει αυτός ο μικρός;» Εκείνος δεν μίλησε. Άρχισε να παίζει.

Ο ήχος του αυλού ήταν τόσο γλυκός, τόσο απαλός, που τα πάντα σώπασαν. Ακόμα και το αεράκι σταμάτησε. Τα λουλούδια έμοιαζαν να λικνίζονται στον ρυθμό. Οι πεταλούδες πέταξαν κυκλικά γύρω του. Τα ζώα άρχισαν να συγκινούνται. Η μουσική του ήταν σαν παραμύθι, σαν ελπίδα, σαν άνοιξη στην καρδιά.

Όταν τελείωσε, μια στιγμή σιωπής απλώθηκε, και ύστερα ένα δυνατό χειροκρότημα. Όλα τα ζώα φώναζαν: «Μπράβο, Τρούφα!»

Ο πατέρας κατσίκας πλησίασε και τον αγκάλιασε: «Γιε μου, έχεις μια καρδιά που μιλά με νότες. Είσαι μοναδικός. Μας έδωσες κάτι που κανείς άλλος δεν μπορούσε».

Από τότε, κάθε άνοιξη, ο Τρούφα έπαιζε τον αυλό του στην κοιλάδα. Τα δύο λευκά αδέρφια του χόρευαν στον ρυθμό του και όλοι τους τον θαύμαζαν για το ταλέντο και την καλοσύνη του.

Κι έτσι, σε έναν λόφο γεμάτο φως, ζούσε μια οικογένεια κατσικιών, με έναν σοκολατί κατσικάκο που έμαθε πως η αγάπη, η έκφραση και η διαφορετικότητα είναι ό,τι πιο πολύτιμο μπορούμε να χαρίσουμε στον κόσμο.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

NEXT PAGE