links

ΚΑΙΡΟΣ

ΚΕΡΑΜΙΔΙ ΒΑΛΤΟΥ Καιρός

Σάββατο 17 Μαΐου 2025

Η ώρα του παιδιού: Ο Φώτης και το Φως της Φιλίας..

Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μικρή κοιλάδα κρυμμένη ανάμεσα σε δύο μεγάλα βουνά, υπήρχε ένα χωριουδάκι που λεγόταν Ηλιόπετρα. 

Το όνομα του χωριού δεν ήταν τυχαίο· κάθε πρωί, οι πρώτες ακτίνες του ήλιου έπεφταν ακριβώς πάνω στην πλατεία του, λούζοντας την με φως και ζεστασιά. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού αγαπούσαν το φως. Όλοι εκτός από έναν.

Ο μικρός Φώτης.

Ο Φώτης ήταν ένα ήσυχο, μοναχικό παιδί. Είχε μαύρα μαλλιά, μεγάλα μάτια σαν δυο σταγόνες από μελάνι, και περπατούσε πάντα με το βλέμμα χαμηλωμένο. Δεν είχε φίλους· όχι γιατί δεν ήθελε, αλλά γιατί κάτι τον εμπόδιζε. Κάθε φορά που κάποιος προσπαθούσε να του μιλήσει, ο Φώτης κοκκίνιζε, έσκυβε το κεφάλι και απομακρυνόταν γρήγορα. Οι άλλοι νόμιζαν πως ήταν αγενής ή παράξενος, κι έτσι σιγά-σιγά τον άφησαν στην ησυχία του.

Μα ο Φώτης έκρυβε ένα μυστικό: φοβόταν το φως.

Όχι το φως του ήλιου ακριβώς, αλλά το φως που έβγαινε από τους άλλους ανθρώπους. Όταν οι άνθρωποι είναι ευτυχισμένοι, γελούν, νοιάζονται, αγαπούν—εκπέμπουν ένα φως, αόρατο στους περισσότερους. Ο Φώτης, όμως, μπορούσε να το δει. Και αυτό το φως τον τύφλωνε. Ένιωθε πως δεν του ανήκε, πως δεν το άξιζε.

Έτσι, κάθε μέρα καθόταν κάτω από τη μεγάλη ιτιά στο τέρμα του χωριού και ζωγράφιζε στο παλιό του τετράδιο. Ζωγράφιζε σκιές, αστέρια, μισοφέγγαρα. Ζωγράφιζε και τις φιγούρες των παιδιών του χωριού από μακριά – όχι όπως ήταν, αλλά όπως τα φανταζόταν: λαμπερά, μακρινά, σχεδόν μαγικά.

Ένα πρωινό, την ώρα που ο ήλιος είχε αρχίσει να σκαρφαλώνει στον ουρανό, εμφανίστηκε στο χωριό ένα κορίτσι που κανείς δεν είχε ξαναδεί. Είχε κόκκινα μαλλιά, φακίδες και μια γαλάζια τσάντα γεμάτη μολύβια, χρώματα και χάρτες. Το όνομά της ήταν Αριάδνη, και ταξίδευε με τους γονείς της, που ήταν γεωλόγοι. Θα έμεναν στο χωριό για λίγους μήνες.

Η Αριάδνη αγαπούσε τις λέξεις, τις ιστορίες και – το πιο πολύ απ’ όλα – τους ανθρώπους. Τη δεύτερη κιόλας μέρα βγήκε στην πλατεία με ένα τετράδιο και άρχισε να ρωτάει όλους: «Θες να μου πεις την ιστορία σου;» Οι περισσότεροι γελούσαν και την προσπερνούσαν, αλλά κάποιοι κάθονταν μαζί της και της μιλούσαν.

Κάποια στιγμή, την είδε και ο Φώτης, καθισμένος κάτω από την ιτιά του. Την παρακολούθησε από μακριά, προσπαθώντας να καταλάβει τι ήταν αυτό το κορίτσι που χαμογελούσε τόσο πολύ χωρίς να φαίνεται ενοχλητικό.

Την τρίτη μέρα, η Αριάδνη τον πλησίασε.

— Εσύ δεν μιλάς πολύ, ε; του είπε.

Ο Φώτης κατέβασε το βλέμμα και έκανε πως ζωγράφιζε κάτι.

— Ζωγραφίζεις; συνέχισε εκείνη. Μπορώ να δω;

Εκείνος δίστασε. Κανείς δεν είχε δει ποτέ τις ζωγραφιές του. Μα υπήρχε κάτι στη φωνή της Αριάδνης, κάτι ήσυχο, σαν ανάσα μέσα στη σιωπή. Έτσι, γύρισε αργά το τετράδιο και της έδειξε.

Η Αριάδνη δεν μίλησε αμέσως. Χάζευε τις σκιές, τα άστρα, τα μισοφέγγαρα και τις φιγούρες με μάτια σαν το δικό του. Ύστερα είπε:

— Είναι πανέμορφα. Είναι σαν να λες μια ιστορία χωρίς λέξεις.

Ο Φώτης ανασήκωσε το βλέμμα του. Ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωσε το φως κάποιου να μην τον καίει, αλλά να τον ζεσταίνει.

Από εκείνη τη μέρα, συναντιούνταν κάθε απόγευμα κάτω από την ιτιά. Ο Φώτης ζωγράφιζε κι η Αριάδνη έγραφε. Έφτιαχναν μαζί μικρές ιστορίες – για έναν πλανήτη χωρίς ήλιο, για ένα αγόρι που είχε φίλο ένα αστέρι, για ένα κορίτσι που μάζευε φώτα μέσα σε μπουκαλάκια.

Μέρα με τη μέρα, ο Φώτης άρχισε να χαμογελά. Όχι πολύ – λίγο, δειλά, αλλά πραγματικά. Και κάτι παράξενο συνέβη: το φως μέσα του άρχισε να φαίνεται. Ήταν διακριτικό, σαν φλόγα κεριού, αλλά υπήρχε. Και η Αριάδνη το είδε.

— Ξέρεις τι πιστεύω; του είπε ένα βράδυ.

— Τι;

— Ότι δεν φοβάσαι το φως των άλλων. Φοβάσαι το δικό σου.

Ο Φώτης δεν ήξερε τι να απαντήσει. Δεν είχε σκεφτεί ποτέ ότι μπορεί να είχε κι αυτός φως. Τον είχαν συνηθίσει να πιστεύει πως ήταν σκιά.

Πέρασαν εβδομάδες. Το φθινόπωρο άρχισε να βάφει τα φύλλα και να στέλνει το πρώτο ψύχος. Μια μέρα, η Αριάδνη του είπε πως θα έφευγε. Οι γονείς της θα συνέχιζαν την έρευνά τους σε άλλη περιοχή. Ο Φώτης ένιωσε ένα βάρος στο στήθος του – όχι σαν εκείνο το παλιό, το ασήκωτο, αλλά σαν κάτι που δεν ήθελε να χάσει.

— Φεύγεις; είπε.

— Ναι, αλλά… Θέλω να σου δώσω κάτι.

Του έδωσε ένα τετράδιο. Είχε τίτλο: "Ο Φώτης και οι Ιστορίες του Φωτός". Ήταν γεμάτο με τις ιστορίες που είχαν φτιάξει μαζί, τις ζωγραφιές του, και λέξεις δικές της δίπλα σε κάθε εικόνα.

— Όταν νιώσεις μόνος, διάβασέ τες. Θα είναι σαν να είμαι εκεί. Και να θυμάσαι: δεν είσαι σκιά. Είσαι το φως που περίμενε να τολμήσει.

Ο Φώτης δεν απάντησε. Αλλά την αγκάλιασε.

Την επόμενη μέρα, η Αριάδνη έφυγε. Ο Φώτης κάθισε κάτω από την ιτιά και άνοιξε το τετράδιο. Το φως που ξεπήδησε μέσα από τις σελίδες δεν τον τύφλωσε. Αντίθετα, τον έλουσε.

Τα χρόνια πέρασαν. Ο Φώτης μεγάλωσε. Έγινε εικονογράφος παιδικών βιβλίων. Έγραφε ιστορίες για παιδιά που νόμιζαν πως ήταν μόνα, που πίστευαν πως δεν ανήκαν πουθενά. Και μέσα σε κάθε βιβλίο του, έκρυβε μια μικρή ιτιά, έναν ήλιο και ένα κορίτσι με φακίδες και κόκκινα μαλλιά που έδειχνε σε όλους πώς να βρίσκουν το φως τους.

Γιατί είχε μάθει πια: το φως της φιλίας δεν είναι πάντα εκτυφλωτικό. Μερικές φορές είναι απαλό, σαν χάδι. Μα είναι αρκετό για να φωτίσει έναν ολόκληρο κόσμο.


Γιώργος Γυρνάς_2025

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

NEXT PAGE