
Η Κατερίνα στεκόταν ακίνητη μπροστά από το παλιό σπίτι. Το σπίτι όπου γεννήθηκε, μεγάλωσε, έκανε τα πρώτα της όνειρα και τα πρώτα της λάθη.
Η ξύλινη πόρτα έτριξε όπως πάντα, σαν να αναγνώριζε εκείνη τη γνώριμη παρουσία. Κρατούσε στα χέρια της το παλιό κλειδί —το είχε ακόμη από τότε που έφυγε για την πόλη— και με μια ανάσα βαθιά, το γύρισε.
Μέσα, ο αέρας μύριζε ακόμα μαγειρεμένο φαγητό, λουλούδια απ’ τον κήπο της μάνας της, και κάτι από χρόνο. Όχι σκόνη. Χρόνο. Εκείνον τον αόρατο μανδύα που αγκαλιάζει τα πάντα με σιωπή.
Η Κατερίνα είχε επιστρέψει για να αποχαιρετήσει. Οι γονείς της, ο κύριος Νίκος και η κυρία Μαρία, είχαν "φύγει" με διαφορά λίγων μηνών. Η μάνα της πρώτα, ήρεμα, σαν κερί που σβήνει όταν το φως του ήλιου γίνεται αρκετό. Ο πατέρας της, λίγες εβδομάδες μετά, σαν να μην άντεχε την απουσία της.
Τώρα το σπίτι είχε μείνει άδειο. Εκείνη δεν ήξερε πώς να αποχωριστεί ούτε τους τοίχους, ούτε τη μυρωδιά τους, ούτε το βλέμμα τους στα κάδρα.
Η Κατερίνα θυμήθηκε την πρώτη φορά που έπεσε από το ποδήλατο, κι ο πατέρας της την πήρε αγκαλιά λέγοντάς της:
— Δεν πονάει τόσο το γόνατο, όσο το να τα παρατάς.
Θυμήθηκε τις νύχτες που είχε πυρετό, και η μάνα της της άλλαζε κομπρέσες με μια στοργή που δεν ξεχνιέται ούτε με χίλια χάδια άλλων. Και τα πρωινά της Κυριακής που μοσχοβολούσε το σπίτι μελόπιτα και φρέσκο ψωμί. Και τα απογεύματα που έκαναν βόλτες κρατώντας χέρια.
Όλα αυτά δεν ήταν απλώς μνήμες. Ήταν δέντρα μέσα της. Ρίζες.
Όταν η Κατερίνα έφυγε για σπουδές, η μάνα της έβαλε στην τσάντα της δυο μαχαιροπήρουνα, ένα πιατάκι και ένα μικρό, κόκκινο σημειωματάριο με συνταγές.
— Να θυμάσαι τι σου αρέσει. Και να μαγειρεύεις όταν νιώθεις μόνη. Η κουζίνα γεμίζει την ψυχή, έλεγε.
Ο πατέρας της, από την άλλη, της έδωσε μια παλιά φωτογραφία τους. Εκείνη πέντε χρονών, εκείνος με καρό πουκάμισο, την κρατούσε στους ώμους.
— Όταν νιώσεις να σε βαραίνει η ζωή, κοίτα αυτή τη φωτογραφία. Να θυμάσαι πως πάντα σε στήριζα και πάντα θα το κάνω, ακόμα κι αν δεν με βλέπεις.
Και πράγματι, η Κατερίνα κοίταζε συχνά εκείνη τη φωτογραφία.
Τα χρόνια κύλησαν. Η Κατερίνα παντρεύτηκε, έκανε δικά της παιδιά, μετακόμισε σε άλλη πόλη. Όμως κάθε καλοκαίρι, κάθε Πάσχα, κάθε Χριστούγεννα, η επιστροφή στο πατρικό ήταν ιεροτελεστία.
Κι οι γονείς της, πάντα εκεί. Ίδιοι. Σταθεροί. Σαν βράχοι στη θάλασσα. Ακόμα κι όταν άσπρισαν τα μαλλιά τους και τα βήματά τους έγιναν πιο αργά.
Το ρολόι στο σαλόνι πάντα χτυπούσε το ίδιο. Το τραπέζι πάντα είχε θέση για όλους. Και το γέλιο της μάνας της ακουγόταν σαν μουσική.
Μα ο χρόνος, όπως πάντα, δεν ρωτάει. Έρχεται και παίρνει.
Η Μαρία έπεσε μια μέρα και δεν σηκώθηκε. Το νοσοκομείο ήταν γρήγορο. Η διάγνωση ακόμα πιο γρήγορη. Τρεις μήνες αργότερα, έφυγε.
Ο Νίκος, από εκείνη τη μέρα, μιλούσε πιο λίγο. Το βλέμμα του κοιτούσε πιο βαθιά. Κι όταν η Κατερίνα του είπε:
— Μπαμπά, σ’ αγαπώ. Μη φύγεις κι εσύ.
Εκείνος απάντησε:
— Παιδί μου, εγώ έζησα τη ζωή μου με εκείνη. Δεν έχει νόημα η συνέχεια χωρίς το "μαζί".
Κι ένα πρωινό, απλώς δεν ξύπνησε.
Τώρα, η Κατερίνα καθόταν στην καρέκλα της μητέρας της, κρατώντας το σημειωματάριο των συνταγών. Δάκρυα έσταζαν στα κιτρινισμένα φύλλα. Και με κάθε σελίδα που γύριζε, ένιωθε πως άκουγε ξανά τη φωνή της.
— Να μην ξεχνάς να τρως όταν πονάει η ψυχή. Η καρδιά θέλει φροντίδα.
Και το βλέμμα της έπεσε στην τελευταία σελίδα. Δεν την είχε δει ποτέ. Με κόκκινο μελάνι, γραμμένο με ασταθή γραφή:
«Όταν εμείς φύγουμε, μην κλάψεις πολύ. Κλάψε όσο χρειάζεται. Μετά, ζήσε. Κράτα μας μέσα σου. Πάρε το καλό και δώσ’ το παρακάτω. Εκεί είναι η αθανασία μας. Να θυμάσαι: δεν φεύγουμε ποτέ. Απλώς γινόμαστε φως σε άλλα μάτια».
Η Κατερίνα έκλεισε το σημειωματάριο και πήγε στην κουζίνα. Έφτιαξε τη μελόπιτα της μάνας της. Κάλεσε τα παιδιά της στο τραπέζι και τους είπε:
— Να θυμάστε τους παππούδες σας. Ήταν οι ρίζες μας. Και χωρίς ρίζες, τίποτα δεν στέκεται.
Οι άνθρωποι κάποτε φεύγουν. Μα η αγάπη δεν φεύγει. Γίνεται άρωμα σε ρούχο, ήχος σε μνήμη, γεύση σε φαγητό, λέξη σε προσευχή. Και πάνω απ’ όλα, γίνεται φλόγα που περνά από γενιά σε γενιά. Φλόγα που, όσο την κρατάμε αναμμένη, εκείνοι δεν πεθαίνουν ποτέ.....................
Γιώργος Γυρνάς_2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου