links

ΚΑΙΡΟΣ

ΚΕΡΑΜΙΔΙ ΒΑΛΤΟΥ Καιρός

Σάββατο 5 Απριλίου 2025

Η ώρα του παιδιού 🐊 Ο μικρός Νικόλας και το κροκοδειλάκι της λίμνης.

Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μικρό χωριό δίπλα σε μια μεγάλη λίμνη, ζούσε ο μικρός Νικόλας. Ήταν ένα παιδί γεμάτο περιέργεια, που αγαπούσε να εξερευνά τη φύση και να ανακαλύπτει μικρά θαύματα γύρω του. 

Η αγαπημένη του συνήθεια ήταν να τρέχει κάθε απόγευμα στη λίμνη, να πετάει πετραδάκια στο νερό και να παρατηρεί τα ψάρια που κολυμπούσαν.

Ένα απόγευμα, καθώς περπατούσε στην όχθη, παρατήρησε κάτι παράξενο. Ένα μικρό κροκοδειλάκι καθόταν πάνω σε έναν βράχο, με τα μάτια του να γυαλίζουν στον ήλιο. Δεν φαινόταν απειλητικό – αντιθέτως, έμοιαζε χαμένο και φοβισμένο.

«Γεια σου!» είπε ο Νικόλας, κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος του.

Το κροκοδειλάκι τίναξε την ουρά του από έκπληξη και τον κοίταξε με περιέργεια.

«Μη φοβάσαι», συνέχισε ο Νικόλας. «Δεν θα σου κάνω κακό. Τι κάνεις εδώ μόνο σου;»

Το κροκοδειλάκι αναστέναξε – όσο μπορεί να αναστενάξει ένα κροκόδειλος – και του απάντησε με μια αδύναμη φωνούλα:

«Έχασα τη μαμά μου. Παρασύρθηκα από το ρεύμα και βρέθηκα εδώ... Δεν ξέρω πώς να γυρίσω πίσω.»

Ο Νικόλας ένιωσε την καρδιά του να σφίγγεται. Ήξερε πόσο δύσκολο ήταν να είσαι μόνος και φοβισμένος.

«Μην ανησυχείς!» είπε με αποφασιστικότητα. «Θα σε βοηθήσω να βρεις τη μαμά σου.»

Και έτσι ξεκίνησε η μεγάλη τους περιπέτεια.

Ο Νικόλας και το κροκοδειλάκι, που το ονόμασε Κρόκο, διέσχισαν το δάσος γύρω από τη λίμνη, ρωτώντας τα ζώα που συναντούσαν. Το σοφό γεράκι τους είπε πως είδε μια μεγάλη κροκοδειλίνα να ψάχνει ανήσυχη στη νότια πλευρά της λίμνης. Το σκιουράκι επιβεβαίωσε πως άκουσε έναν δυνατό βρυχηθμό από εκεί.

Καθώς προχωρούσαν, συνάντησαν ένα φουσκωμένο ποτάμι. «Πώς θα περάσουμε;» ρώτησε ο Κρόκο ανήσυχος.

Ο Νικόλας σκέφτηκε για λίγο. «Θα φτιάξουμε μια σχεδία!»

Μάζεψαν ξύλα και κλαδιά, τα έδεσαν με κληματόβεργες και σιγά-σιγά έφτιαξαν μια μικρή σχεδία. Με μεγάλη προσοχή μπήκαν πάνω της και άρχισαν να διασχίζουν το ποτάμι. Το ρεύμα ήταν δυνατό, αλλά ο Νικόλας χρησιμοποιούσε ένα μεγάλο ξύλο σαν κουπί, και με την προσπάθεια και των δύο, έφτασαν ασφαλείς στην άλλη όχθη.

Όταν πλησίασαν στη νότια πλευρά της λίμνης, άκουσαν έναν δυνατό, θλιμμένο ήχο. Ο Κρόκο αναπήδησε.

«Αυτό είναι η μαμά μου!» φώναξε γεμάτος χαρά και άρχισε να τρέχει.

Πράγματι, μια μεγάλη κροκοδειλίνα στεκόταν κοντά στο νερό, κοιτώντας γύρω με αγωνία. Μόλις είδε το μικρό της, έτρεξε προς το μέρος του και τον αγκάλιασε με την ουρά της.

«Κρόκο! Πού ήσουν; Τρόμαξα τόσο πολύ!» είπε με δάκρυα στα μάτια της.

«Ο φίλος μου, ο Νικόλας, με βοήθησε να σε βρω!»

Η μαμά κροκόδειλος κοίταξε τον Νικόλα με ευγνωμοσύνη.

«Σε ευχαριστώ, γενναίο αγόρι», είπε. «Αν ποτέ χρειαστείς βοήθεια, να ξέρεις ότι θα είμαι εδώ για σένα.»

Ο Νικόλας χαμογέλασε. Είχε κερδίσει έναν φίλο για πάντα.

Έτσι, αποχαιρέτησε τον Κρόκο και γύρισε στο χωριό, γεμάτος χαρά για την καλή πράξη που είχε κάνει. Από εκείνη τη μέρα, κάθε φορά που περνούσε από τη λίμνη, ήξερε πως ένας μικρός κροκόδειλος τον παρακολουθούσε με ευγνωμοσύνη και φιλία, περιμένοντας την επόμενη περιπέτειά τους.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

NEXT PAGE