Ήταν παραμονή Χριστουγέννων στην ήσυχη πόλη της Αμφιλοχίας.
Οι δρόμοι ήταν φωτισμένοι με εκατοντάδες πολύχρωμα φωτάκια, και ο αέρας είχε την παγωμένη δροσιά του χειμώνα. Ο ήχος των γιορτινών τραγουδιών ακουγόταν από τα ραδιόφωνα και οι άνθρωποι, αν και κουρασμένοι από τις προετοιμασίες, χαμογελούσαν και αντάλλασσαν ευχές για «καλά Χριστούγεννα».
Στη γωνία της κεντρικής πλατείας, μπροστά από την παλιά εκκλησία, στεκόταν η οικογένεια Μαρίνου. Ο πατέρας, ο Γιώργος, κρατούσε σφιχτά τη μικρή κόρη του, την Ελένη, που κοιτούσε με θαυμασμό το λαμπερό χριστουγεννιάτικο δέντρο. Η μητέρα της, η Μαρία, κοιτούσε χαμογελαστή το μικρό της κορίτσι.«Έλα, Ελένη, να φύγουμε σιγά-σιγά. Έχουμε δουλειές στο σπίτι», είπε η Μαρία με τρυφερότητα, προσπαθώντας να τραβήξει την κόρη της από τη μεγάλη γιορτινή σκηνή.
«Μαμά, δεν θέλω να φύγω. Θέλω να δω πάλι τη γιορτή του Άι-Βασίλη! Έχει τόσα παιδιά, τόσες λιχουδιές, και χιονίζει τόσο ωραία!» είπε η Ελένη, τα μάτια της να λάμπουν από χαρά.
Η οικογένεια Μαρίνου ήταν μια συνηθισμένη οικογένεια, αλλά αυτό το βράδυ τα Χριστούγεννα ήταν κάτι παραπάνω από μια απλή γιορτή. Όταν έφτασαν στο σπίτι τους, η Μαρία άναψε το τζάκι και έβαλε τα χέρια της γύρω από τη ζεστή φωτιά. Ο Γιώργος ήταν έξω, κανονίζοντας τις τελευταίες λεπτομέρειες για το δείπνο και τον εορτασμό.
Η Ελένη καθόταν στον καναπέ και χάζευε το παράθυρο, ενώ η νύχτα είχε πέσει και τα αστέρια ήταν φωτεινά στον ουρανό.
«Σήμερα τα Χριστούγεννα είναι διαφορετικά, μαμά», είπε ξαφνικά η Ελένη.
«Γιατί το λες αυτό, αγάπη μου;» ρώτησε η Μαρία, καθισμένη δίπλα της και αγγίζοντας το κεφάλι της.
«Απλώς νιώθω ότι κάτι μαγικό θα συμβεί. Νομίζω ότι θα έρθει ο Άι-Βασίλης», είπε η Ελένη με σοβαρό ύφος, αλλά και ένα χαμόγελο που έκρυβε μέσα του μια μικρή δόση αμφιβολίας.
Η Μαρία γέλασε ελαφρά και της είπε: «Ε, λοιπόν, αν είναι να έρθει ο Άι-Βασίλης, να μας φέρει ό,τι καλύτερο έχει! Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι σήμερα είναι μια μέρα για να είμαστε μαζί, να αγαπάμε ο ένας τον άλλον και να ευχόμαστε για το καλύτερο».
Μετά από λίγο, η οικογένεια καθόταν γύρω από το τραπέζι για το χριστουγεννιάτικο δείπνο. Μυρωδιές από ψητό κρέας, γλυκά και πικάντικα κρασιά γέμιζαν τον αέρα, ενώ η νύχτα προχωρούσε.
Ξαφνικά, ακούστηκε χτύπημα στην πόρτα. Όλοι γύρισαν και κοίταξαν ο ένας τον άλλον.
«Ποιος είναι τέτοια ώρα;» ρώτησε ο Γιώργος, σηκώνοντας το βλέμμα του από το τραπέζι.
Η Μαρία σηκώθηκε και πήγε προς την πόρτα. Όταν την άνοιξε, έμεινε άναυδη. Στην πόρτα στεκόταν ένας ηλικιωμένος άντρας με λευκή γενειάδα, ντυμένος με μια καφέ γούνα και γεμάτος χιονισμένα παπούτσια.
«Καλησπέρα σας. Συγνώμη που σας ενοχλώ αυτή την ώρα», είπε με μια απαλή και γλυκιά φωνή. «Είμαι ο Άι-Βασίλης».
Η Μαρία, αν και λίγο έκπληκτη, τον κοίταξε και είπε: «Είστε... εσείς ο Άι-Βασίλης;»
«Ναι», απάντησε εκείνος με χαμόγελο. «Αλλά έχω ένα ειδικό δώρο για εσάς. Όχι για τα παιδιά, αλλά για εσάς, τους μεγάλους. Για να θυμηθείτε τι είναι πραγματικά σημαντικό τα Χριστούγεννα».
Η Μαρία τον κοιτούσε μπερδεμένη, αλλά η Ελένη, που είχε παρακολουθήσει από το δωμάτιο, φώναξε ενθουσιασμένη: «Μαμά, είναι αλήθεια! Είμαι σίγουρη!»
Ο Άι-Βασίλης, χωρίς να πει άλλη λέξη, έβαλε το χέρι του στην τσέπη και έβγαλε μια μικρή χρυσή καρδιά.
«Αυτή η καρδιά είναι φτιαγμένη από τη μαγεία των Χριστουγέννων», είπε, δίνοντάς την στην Ελένη. «Όταν την κοιτάξεις, θα θυμηθείς πάντα τη σημασία της αγάπης, της ενότητας και της προσφοράς. Γιατί αυτά είναι τα αληθινά δώρα των Χριστουγέννων».
Η Ελένη κράτησε την καρδιά σφιχτά στο χέρι της και κοιτούσε τον Άι-Βασίλη, ενώ εκείνος απομακρυνόταν προς την πόρτα.
«Χαίρομαι που σας συνάντησα. Καλά Χριστούγεννα», είπε και έφυγε, αφήνοντας πίσω του μια αίσθηση γαλήνης και μαγείας.
Η Μαρία και ο Γιώργος κοιτάχτηκαν σαστισμένοι. Ήταν σαν να είχαν παρακολουθήσει ένα όνειρο. Αλλά το πιο σημαντικό ήταν ότι η Ελένη είχε κρατήσει την καρδιά στο χέρι της και το χαμόγελο στο πρόσωπό της ήταν πιο φωτεινό από ποτέ.
Το βράδυ πέρασε με γέλια και συζητήσεις γύρω από το τζάκι. Η μικρή καρδιά είχε γίνει το πιο πολύτιμο δώρο της οικογένειας Μαρίνου, γιατί δεν ήταν απλώς ένα αντικείμενο, αλλά ένα σύμβολο της αγάπης και της ενότητας που έκαναν τα Χριστούγεννα πραγματικά μαγικά.
Καθώς η νύχτα βαδούσε προς το τέλος της, η Ελένη κοιμήθηκε με το χαμόγελο στα χείλη, έχοντας τη βεβαιότητα ότι τα Χριστούγεννα δεν είναι μόνο για δώρα, αλλά για να θυμόμαστε πως η αληθινή μαγεία βρίσκεται μέσα μας: στην αγάπη, στην προσφορά και στην οικογένεια.
Και έτσι, κάθε χρόνο, τα Χριστούγεννα για την οικογένεια Μαρίνου γίνονταν όλο και πιο ξεχωριστά, με την καρδιά να τους υπενθυμίζει πάντα το αληθινό νόημα των γιορτών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου