links

ΚΑΙΡΟΣ

ΚΕΡΑΜΙΔΙ ΒΑΛΤΟΥ Καιρός

Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2018

10-1-1991: Η τραγική πυρκαγιά στο ΚΑΠΑ ΜΑΡΟΥΣΗΣ

https://galanoleykoblog.files.wordpress.com/2017/01/kapa-marousis.jpg?w=640
Ο απολογισμός μιας πυρκαγιάς που ξέσπασε στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου και Θεμιστοκλέους κατέληξε κατά τον ίδιο τρόπο στον άδικο χαμό τεσσάρων ανθρώπων, που εκείνη τη στιγμή εργαζόντουσαν σε γραφεία κτιρίων πάνω από το κατάστημα ρούχων «Κ. Μαρούσης».

Την περίοδο εκείνη, είχε προηγηθεί αλλαγή της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας (παραιτήθηκε ο Κοντογιαννόπουλος και αντικαταστάθηκε με τον Σουφλιά), το κλίμα ήταν ιδιαιτέρως τεταμένο και οι μαθητικές καταλήψεις και πορείες βρισκόντουσαν στην κορύφωσή τους. Το κέντρο της Αθήνας μετατρεπόταν καθημερινώς σε πεδίο μάχης…

Το χρονικό
Το μεσημέρι της Πέμπτης 10 Ιανουαρίου, η κατάσταση πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Τα επεισόδια εκτείνονταν από άκρη σε άκρη σε όλο το κέντρο της Αθήνας.
Οι διαμαρτυρόμενοι πετούσαν μολότοφ στο προαύλιο της Βουλής, ξυλοκοπούσαν δημοσιογράφο ιδιωτικού δικτύου και κατέστρεφαν μία τηλεοπτική κάμερα. Παράλληλα, άλλες ομάδες επιτίθονταν στις διμοιρίες των ΜΑΤ που βρίσκονταν έξω από τα γραφεία της Ν.Δ. στην οδό Χαλκοκονδύλη, ενώ στήνονταν οδοφράγματα και άναβαν φωτιές κατά μήκος της Πανεπιστημίου στην Ομόνοια, την Αθηνάς, την Πειραιώς, την Γ’ Σεπτεμβρίου και στους γύρω δρόμους.

Από τις δυνάμεις καταστολής ρίχνονταν δακρυγόνα σε τεράστιες ποσότητες. Γύρω στις 4 το απόγευμα, κατεστράφησαν τα γραφεία της Ν.Δ. Λίγο αργότερα, έγινε συντονισμένη προσπάθεια από τις δυνάμεις των ΜΑΤ, την Πυροσβεστική, αλλά και από ένα ελικόπτερο της Αστυνομίας προκειμένου να «καθαριστούν» η Πατησίων και η Ομόνοια από τους εκατοντάδες διαδηλωτές, η μανία των οποίων δεν σταματούσε με τίποτα!

Η επιχείρηση της ΕΛ.ΑΣ. έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα. Αντί να σκορπιστούν, οι εξεγερμένοι οργίστηκαν ακόμα περισσότερο και καλύφθηκαν με οδοφράγματα και φωτιές η περιοχή από την Αθηνάς μέχρι το Μοναστηράκι και από την Πειραιώς μέχρι τη Γεωπονική. Στην διάρκεια των οδομαχιών, εκτός από τις συμπλοκές σώμα με σώμα, εκσφενδονίζονταν μολότοφ και δακρυγόνα και το κακό δεν άργησε να γίνει: σε ανύποπτο χρόνο, ξέσπασε πυρκαγιά στο βιβλιοπωλείο «Λιβάς», δίπλα στο κατάστημα ρούχων «Κ. Μαρούσης», στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου και Θεμιστοκλέους. Η φωτιά δεν άργησε να πάρει μεγάλες διαστάσεις και επεκτάθηκε στο «Κ. Μαρούσης». Αμέσως από το ισόγειο ανέβηκε στους υπόλοιπους ορόφους του μεγάρου. Επικράτησε πανικός…
K Marousi burning
photo: libcom.org

Αν και το κατάστημα ρούχων ήταν ευτυχώς κλειστό, στους υπόλοιπους ορόφους του κτιρίου εργαζόντουσαν αρκετοί ελεύθεροι επαγγελματίες και επιχειρηματίες που διατηρούσαν γραφεία στην περιοχή. Ο απολογισμός ήταν τραγικός: τέσσερις νεκροί! Οι τρεις από ασφυξία και ένας απανθρακωμένος που δεν αναγνωρίστηκε ποτέ! Ο 32χρονος επιχειρηματίας Περικλής Ρεπάτης, ο 57χρονος δικηγόρος Μανώλης Κοντόπουλος και ο 59χρονος χρυσοχόος Ιωάννης Νεμετζίδης, ήταν οι εγκλωβισμένοι που ανασύρθηκαν νεκροί.

Η μαρτυρία του Δημήτρη Μαρούση, γιου του ιδιοκτήτη του καταστήματος «Κ. Μαρούσης», δεκαεννέα χρόνια μετά στην «Espresso της Κυριακής» είναι συγκλονιστική:

«Εγώ ήμουν μέχρι τις 18:00 στο κατάστημα. Κάποια στιγμή που άρχσαν οι συμπλοκές, έφυγα να πάω στο εργοστάσιο να πάρω νοβοπάν για να προστατεύσω το μαγαζί που ήταν στο ισόγειο. Στο διάστημα αυτό, μου είπαν ότι πήρε φωτιά. Ο κόσμος είχε εγκλωβιστεί στους πάνω ορόφους από τους καπνούς. Εγινε παρανάλωμα του πυρός. Το μαγαζί κάηκε ολοσχερώς. Στη συνέχεια, με νόμους του κράτους βγήκε απόφαση να πάρουμε τότε αποζημίωση 600 εκατομμύρια Ελληνικές δραχμές και από αυτά πήρα μόνον 79.000 ευρώ. Να σκεφτείτε ότι τα πήρα το 2002 παρακαλώ. Έκαναν έντεκα χρόνια να μου δώσουν αυτό το ποσόν».

Η περιπέτεια της ζωής του θα μπορούσε από μόνη της να αποτελέσει σενάριο επιστημονικής φαντασίας: του έκαψαν ολοκληρωτικά το μαγαζί, τον αποζημίωσαν με ψίχουλα και χρειάστηκε να περάσει δύο φορές των κατώφλι των φυλακών. Ακούγεται απίστευτο αλλά είναι… Ελληνικό!
Όπως αποκαλύπτει ο κ. Μαρούσης, λόγω των χρεών σε προμηθευτές και στην Εφορία, τα πρώτα χρόνια «κυνηγήθηκε» από τις οικονομικές υπηρεσίες του κράτους και μάλιστα μπήκε δύο φορές φυλακή λόγω των οφειλών:
«Την μία φορά μπήκα σαράντα ημέρες και την άλλη οκτώ ημέρες. Όμως, παρά τις αντιξοότητες, έμεινα όρθιος και κατάφερα να ανοίξω ένα άλλο μαγαζάκι πολύ πιο μικρό στην οδό Ακαδημίας».

Δυστυχώς, έκλεισε και το δεύτερο μαγαζί λόγω των γνωστών προβλημάτων με τις βιαιοπραγίες στο κέντρο της πρωτεύουσας και πλέον πήρε την πραμάτεια του και εγκαταστάθηκε σε ένα εμπορικό κέντρο στη Ν. Ιωνία, επιχειρώντας μια νέα αρχή με τον γιο του:
«Έτσι όπως έχει υποβαθμιστεί το κέντρο, δεν πατάει ψυχή σε κανένα μαγαζί, άσε που σε κάθε πορεία μας σπάζανε τα τζάμια». Στην τραγωδία του «Κ. Μαρούσης» δεν διευκρινίστηκε ποτέ αν η φωτιά ξέσπασε από μολότοφ ή από τις βολίδες δακρυγόνων που πετούσαν τα ΜΑΤ.

«Αν η Αστυνομία είχε κάνει σωστά τη δουλειά της, δεν θα είχαμε αυτήν την τραγωδία»

Ένας από τους ανθρώπους που επέζησαν από την πύρινη λαίλαπα στο κτίριο του Κ. Μαρούση είναι και ο δικηγόρος Γιώργος Καπόπουλος, ο οποίος μέχρι σήμερα διατηρεί το ίδιο ακριβώς γραφείο στο ίδιο κτίριο:
«Η ιστορία επαναλήφθηκε καρμπόν. Τότε είχαμε εγκλωβιστεί περίπου δεκαοκτώ άτομα. Υπήρχαν δικηγόροι, αρχιτέκτονες, επιχειρηματίες που είχαν γραφεία και ήταν μέσα στο κτίριο την ώρα της πυρκαγιάς. Οταν καταλάβαμε τι είχε γίνει, επικράτησαν σκηνές αλλοφροσύνης, με τους περισσότερους να επιχειρούν να ανέβουν στην ταράτσα, διότι στο ισόγειο οι φλόγες της φωτιάς ήταν τεράστιες και ώρα με την ώρα κατάπιναν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους ανεβαίνοντας στους πάνω ορόφους. Είναι τραγικό ότι ο δικηγόρος Μανώλης Κοντόπουλος, ένα από τα θύματα, πήγε να φύγει με το ασανσέρ, όμως κόψανε το ρεύμα από τη ΔΕΗ και ο άνθρωπος κατέληξε εκεί μέσα, ενώ ο νεαρός που απανθρακώθηκε βρέθηκε πολύ κοντά στην έξοδο».

Τα στοιχεία του νεαρού που βρήκε τραγικό θάνατο δεν έγιναν ποτέ γνωστά, αν και σύμφωνα με ορισμένα σενάρια ενδέχεται να μην ήταν ένοικος του κτιρίου αλλά να κάηκε στην προσπάθειά του να βρει καταφύγιο και να αποφύγει τις σφοδρές συγκρούσεις που γινόντουσαν στην Πανεπιστημίου. Οι περιγραφές του κ. Καπόπουλου είναι συγκλονιστικές:
 «Στο κτίριο υπήρχε ένας που είχε υπηρετήσει αλπινιστής στις ειδικές δυνάμεις και κατάφερε να πάρει στην πλάτη του δύο άτομα και να τους κατεβάσει με σκοινί από την ταράτσα. Εγώ πρότεινα σε αρκετούς φίλους να μην φύγουμε αλλά να μείνουμε στα γραφεία μας. Κλείσαμε τις πόρτες, ανοίξαμε τα παράθυρα και περιμέναμε την Πυροσβεστική να μας βγάλει από το κτίριο».

Όπως προσθέτει και ο κ. Νίκος Ρεπάτης, πατέρας του αδικοχαμένου Περικλή, «αν η Αστυνομία είχε κάνει σωστά τη δουλειά της, δεν θα είχαμε αυτήν την τραγωδία. Ο γιος μου δεν πρόλαβε καν να βγει από το γραφείο του». Αρκετοί κλείστηκαν μέσα στα γραφεία τους, άνοιξαν τα παράθυρα και περίμεναν την Πυροσβεστική που τους απεγκλώβισε ύστερα από μιάμιση ώρα.

Αργότερα, οι οικογένειες των θυμάτων προσέφυγαν εναντίον του Δημοσίου και δικαιώθηκαν για τους λάθος χειρισμούς και τις παραλείψεις της Πολιτείας, αν και ο πόνος για τον άδικο χαμό των δικών τους που πήγαν απλώς στις δουλειές τους, δεν πρόκειται ποτέ να τον σβήσει καμία αποζημίωση. Δύο δεκαετίες μετά, ο εφιάλτης επαναλαμβάνεται και ένα τεράστιο «γιατί;» πλανάται πάνω από τις οικογένειες των τεσσάρων θυμάτων που είχαν την ατυχία και τη δυστυχία να ξεκινήσουν το πρωί και να πάνε στη δουλειά τους…




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

NEXT PAGE