Ο Πάνος Μεϊντάνης αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο στην ιστορία της Κατούνας και ολόκληρης της Δυτικής Στερεάς, γιατί ήταν ο πιο γνωστός και σημαντικός κλεφταρματολός, με ευρεία δράση στην περιοχή.
Προς το τέλος του Ι7ο αιώνα, με την υποκίνηση και την υποστήριξη των Βενετών, εκδηλώθηκε μια από τις σημαντικότερες εξεγέρσεις του Ελληνισμού κατά των Τούρκων από το σκλάβωμα του Έθνους μέχρι την Εθνεγερσία του 1821.
Ο Μεϊντάνης γεννήθηκε γύρω στο 1640 στην Κατούνα στον οικισμό Άγιος Προκόπιος . Το οικογενειακό του επώνυμο ήταν Ασβέστης . Έμεινε γνωστός με το παρωνύμιο Μεϊντάνης, που προέρχεται από την τουρκική λέξη «μεϊντάν» (= πλατεία) και σήμαινε από τότε τον αντάρτη, τον ανυπότακτο, τον άνθρωπο που αντιστέκεται στην εξουσία, χαρακτηρίζοντας προσφυώς τον άνδρα για την έκδηλη επαναστατική συμπεριφορά του.
Στην ελληνική γλώσσα το μεϊντάνι έχει δύο σημασίες: α ́) πλατεία χωριού και β ́) ομαλό μέρος, αλώνι. Στην καθημερινή γλώσσα υπάρχουν εκφράσεις με τη λέξη «μεϊντάνι», όπως για παράδειγμα: βγάζω στο μεϊντάνι= βγάζω στη φόρα ή βγαίνω στο μεϊντάνι ή βγαίνω στο βουνό. Η λέξη meidan, meydan και meintan συναντάται και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, αλλά και στην αραβική. Σίγουρα το όνομα Μεϊντάνης συναντάται και σε άλλα μέρη της Ελλάδας.
Όμως, ο Πάνος Μεϊντάνης, που έζησε
τον 17ο αιώνα καταγόταν από την Κατούνα και δεν έχει καμία σχέση,
παραδείγματος χάριν, με αυτόν που αναφέρει ο Νικόλαος Κασομούλης, αφού
αυτός καταγόταν από τη Μακεδονία.
Το Χρονικό της Μπαμπίνης, που γράφτηκε το 1829 από τον Αγωνιστή του 1821 Δημήτριο Τζούβαλη, τον αναφέρει σαφέστατα ως κλέφτη από την Κατούνα που κρυβόταν στην Ι. Μονή του Αγίου Γεωργίου Μπαμπίνης, όταν τον κυνηγούσαν οι Οθωμανοί και οι Αλβανοί.
Το όνομα δεν φαίνεται να έχει σχέση με το σύστημα των «μεϊντάνηδων» (=αγροφυλάκων) που είχαν οργανώσει οι Βενετοί μετά την από το 1684 κατάληψη τμημάτων της Δυτικής Στερεάς, ή με τον χαρακτηρισμό με το όνομα αυτό των κλεφτών που έμπαιναν στην υπηρεσία των Βενετών, γιατί όταν ο Πάνος Μεϊντάνης συνεργάστηκε μαζί τους κατά των Τούρκων ήταν προφανώς ήδη γνωστός κλεφταρματολός και με το όνομα αυτό.
Οι αρματωλοί
Πάνος Μεϊντάνης απο την Κατούνα, ο Αγγέλης Σουλιμάς ή Βλαχαγγέλης από τα
Ιωάννινα και το Μικρό Χορμόπουλο από τα Πετρίλια των Αγράφων
εξεγέρθηκαν και χτυπούσαν τόσο τους Τούρκους όσο και τους Βενετούς. Μετά
από προδοσία οι Βενετοί κατόρθωσαν να τους συλλάβουν στα παράλια της
Βόνιτσας και να τους βάλουν σε πλοίο να τους στείλουν στη Βενετία. Όμως
στον δρόμο η βενετική γαλέρα δέχτηκαν επίθεση από Αλγερινούς κουρσάρους
και οι Βενετοί κινδύνευαν. Ο Μεϊντάνης και οι άλλοι Έλληνες αιχμάλωτοι
ζήτησαν από τον Βενετό πλοίαρχο να τους ελευθερώσει ώστε να πεθάνουν
πολεμώντας. Οι Βενετοί τους έλυσαν και οι Έλληνες. Αυτοί πήραν τα όπλα
τους και όρμησαν κατά της αλγερινής φούστας αλαλάζοντες δίνοντας θάρρος
και στους Βενετούς να κάνουν το ίδιο. Τελικά νίκησαν τους κουρσάρους και
κατέλαβαν το πλοίο τους, το οποίο έδεσαν από πίσω και το οδήγησαν στη
Βενετία. Οι Βενετοί αναγνώρισαν τη βοήθειά τους και όχι μόνο τους άφησαν
ελεύθερους, αλλά, φτάνοντας στη Βενετία τους πρόσφεραν πολλές τιμές και
τους έφεραν πίσω στην Ελλάδα.
Για τους τρεις ξακουστούς αρματωλούς σώζεται το παρακάτω δημοτικό τραγούδι:
«Μη νάνε χιόνια στα βουνά, μη ναν’ πανιά απλωμένα;
μη ναν’ Αγγέλης πώρχεται, Αγγέλης και Μεϊντάνης,
και το Μικρό Χορμόπουλος πώρχεται από τ’ Άγραφα,
με τα μπαϊράκια ανοιχτά τα κόκκινα τα άσπρα;
Στην Άρτα παν κ’ κόνεψαν, στην Βόνιτσα τους πιάνουν.
Μια φούστα εξαγνάντιασε…».
Κατά τον έβδομο Βενετοτουρκικό Πόλεμο (1684-1698), που ο Βενετός στρατηγός Μοροζίνι αποβιβάσθηκε την άνοιξη του 1684 στον Αστακό με σκοπό την κατάληψη της Λευκάδας, μαζί του συνεκστράτευσαν οι αρματωλοί Πάνος Μεϊντάνης, ο Αγγέλης Σουλιμάς και το Μικρό Χορμόπουλο.
Ο Μοροζίνης άφησε στον Αστακό τους τρεις
αρματολούς που ξεσήκωσαν τους κατοίκους κατά των Τούρκων και κατόρθωσαν
να δημιουργήσουν στην περιοχή έντονο επαναστατικό κλίμα. Τελικά η
Λευκάδα κατελήφθη ύστερα από πολιορκία, την 6/18 Αυγούστου 1684. Μετά
την κατάκτηση της Πελοποννήσου οι Βενετοί αδιαφόρησαν για τους Έλληνες
συμμάχους τους και μόνο ο Μεϊντάνης με το Σπαθόγιαννο συνέχισαν να
αγωνίζονται κατά των Τούρκων. Όμως οι αρματωλοί απογοητεύτηκαν από την
πολεμική τους αδράνεια των Βενετών και άρχισαν να μην αναγνωρίζουν την
κυριαρχία τους. Οι Βενετοί αντέδρασαν και οργάνωσαν στη Ναύπακτο σώμα
από Έλληνες μισθοφόρους με επικεφαλής τους Χρήστο Βαλαωρίτη και τον
αδελφό του Αγγέλη Σουμίλα και το έστειλαν εναντίον τους. Ο Μεϊντάνης
διέτρεξε την Αιτωλία και τους χτύπησε στη Συβίστα της Μακρυνείας και με
τη συνδρομή του Λουδορέκα τους εξεδίωξε μέχρι τη Ναύπακτο.
Όταν ο Γερακάρης έκανε την πρώτη του εκστρατεία στη Δυτική Στερεά με 2.500 άνδρες ο Μεϊντάνης τον απέκρουσε στον Αχελώο. Με τον Μεϊντάνη ενώθηκαν ύστερα ο Σπαθόγιαννος και ο Λουδορέκας και ο Γερακάρης αναγκάσθηκε να καταφύγει στο Βραχώρι.
Με τη συνθήκη του Κάρλοβιτς (Οκτ. 1698) η περιοχή πέρασε πάλι στους Τούρκους. Ο Βενετός διοικητής παρατήθηκε από τη διοίκηση και κατεδάφισε τα φρούρια και ο Τοπάλ Οσμάν πέρασε στην Πελοπόννησο για να καταλάβει τα φρούρια των Βενετών. Πολλοί αρματολοί πήγαν μαζί του με κυριότερη επιδίωξη τη λαφυραγώγηση της Πελοποννήσου, όμως ο «γενναιόφρων» Πάνος Μεϊντάνης ήταν από τους λίγους που δεν έλαβε μέρος σ’ αυτή και ούτε συμμάχησε με οποιονδήποτε τρόπο με τους Τούρκους, αφού ήταν ορκισμένος εχθρός τους. Ο Μεϊντάνης ήταν ο μόνος αρματολός που αντιστάθηκε στον Τοπάλ Οσμά όταν, μετά την κατάκτηση της Πελοποννήσου, εκείνος επανήλθε στη Στερεά, όμως κατανικήθηκε και έπεσε μαχόμενος ηρωικά σε φονική μάχη δίπλα στον Αχελώο, κοντά στο Αγγελόκαστρο, πιθανώς το έτος 1715. Σύμφωνα με άλλη πηγή σκοτώθηκε από τους Τούρκους σε ενέδρα στο Γαρδίκι Τρικάλων). (Για Αχελώο βλ. Σάθας, Τουρκοκρατούμενη…, σ. 444, υποσημ.)
Ο Μεϊντάνης, που είχε μαζί του παιδιά από τα γύρω χωριά, θεωρείται ως ένας πρόδρομος της εθνεγερσίας, που με το ήθος και τον ηρωισμό του συντήρησε και ανύψωσε το επαναστατικό πνεύμα των Ελλήνων.
Ο Θανάσης Πέτσαλης στο μυθιστόρημά του «Οι Μαυρόλυκοι» (τόμος Β΄, 1670-1799) παρουσιάζει με μυθιστορηματικό τρόπο μια μεγάλη μορφή του αρματολισμού της Κατούνας, αλλά και της Ακαρνανίας, τον Πάνο Μεϊντάνη. Ο συγγραφέας αρχίζει τη μυθιστορία του με ένα καΐκι, που είχε ξεκινήσει από τη Γλαρέντζα (Κυλλήνη) με προορισμό το Πόρτο Δράκο (Πειραιά). Ήταν η εποχή που λοιμός είχε πέσει στις περισσότερες περιοχές και ενώ το καΐκι ταξίδευε σε μανιασμένη και ανταριασμένη θάλασσα τρεις ναύτες παίζανε ζάρια και οι άλλοι κουτσοπίνανε.
Στη συζήτησή τους πρώτο θέμα ήταν το θανατικό που είχε πέσει: «δεκαπέντε νομάτοι πεθάνανε στη Μονοβασία, τριακόσιοι στο Ανάπλι. Θερίζει παντού η πανούκλα». Στον Έπαχτο, στη Θήβα και αλλού…
Την κουβέντα για το Μοροζίνι άρχισε ο γέρο Μάρκος, ένας από τους Μαυρόλυκους. Μετά το Μοριά θα πάει να πάρει και τη Ρούμελη από τον Τούρκο ο Βενετσιάνος. Η είδηση είναι: πως τρεις αρματωλοί στο Βάλτο ξεσηκώθηκαν εναντίον των Τούρκων και τον χτυπάνε στο σταυρό. Πλάθηκε και τραγούδι γι’ αυτούς:
«Μη να ’ναι τα χιόνια στα βουνα, μη να ν’ πανιά απλωμένα;
μη να ν’ Αγγέλης πό ’ρχεται, Αγγέλης και Μεϊντάνης,
και το μικρό Χορμόπουλο πό ’ρχεται από τ’ Άγραφα,
με τα μπαϊράκια τ’ ανοιχτά, τα κόκκινα και τ’ άσπρα;».
Ο Αγγελής ο Σουλιμάς από τα Γιάννενα και ο Πάνος ο Μεϊντάνης από την Κατούνα, και το μικρό Χορμόπουλο είναι πάνω από τα περήφανα Άγραφα. Τώρα και οι τρεις πολεμάνε Τούρκο και Βενετσιάνο και καταφεύγουν στα δύσβατα μέρη σαν αετοί. Τους κυνηγούσε ο σερασκέρης, αλλά και ο βενετσιάνος. Κοντά στις ακρογιαλιές της Βόνιτσας κατάφερε να τους πιάσει ο βενετσιάνος και τους χώνει στα αμπάρια ενός κάτεργου να τους πάει στη Δαλματία. Στα ανοιχτά μια αλγερινή φούστα με πειρατές τους χτυπάει και οι Βενετσιάνοι κινδυνεύουν να πιαστούν όλοι. Τα τρία κλεφτόπουλα ζητούν από τον καπετάνιο να τους ελευθερώσει να πολεμήσουν και αυτοί, αλλιώς να πεθάνουν σας άνδρες. Απελπισμένος ο καπετάνιος τους λύνει και τους δίνει όπλα. Οι Έλληνες πολέμησαν γενναία και με τη βοήθειά τους οι βενετσιάνοι νίκησαν τους κουρσάρους και πήγαν το κουρσάρικο στη Βενετία. Εκεί τους έδωσαν τιμές και χρήματα και τους γύρισαν στην Ελλάδα, όπου από τότε δούλευαν για τη Βενετία.
Ένα άλλο τραγούδι λέει για τον αρματωλό Λιβίνη, που με τους λεβέντες του πολέμαε και αυτός τον Τούρκο.
«Τρία μεγάλα σύγνεφα στο Καρπενήσι πάνε
Το ’να φέρνει αστραπόβροντα, τ’ άλλο χαλαζοβρόχια,
Το τρίτο το μαυρύτερο μαντάτα του Λιβίνη».
Όλη η Ρωμιοσύνη σηκώθηκε αντάμα με τους Βενετούς, να διώξει τον Τούρκο. Στη Βενετιά έριξαν τις ελπίδες τους τώρα οι σκλαβωμένοι Έλληνες. Όμως ο γέρο Μάρκος, ο Μαυρόλυκος, είδε πολλά. Στα 1689 ο πρίγκιπας Μοροζίνις είχε τινάξει στον αέρα το ναό της Παλλάδας Αθηνάς πάνω στον ιερό βράχο της Αθήνας. Ο γέρο Μάρκος σκύβει το κορμί του πάνω στην μπούκα του μουσκέτου και μουρμούρισε: «Ούτε Τούρκος, μήτε φράγκος» και έσπρωξε τη σκαντάλη.
Σε λίγους χρόνους η Βενετιά ειρήνευσε με τον Τούρκο και ο Έλληνας έμεινε ραγιάς, ένας άλλος φάρος ελπίδας άναψε τα επόμενα χρόνια ο Μόσχοβος Πέτρος «πρώτος Ρωσσο-Γραικών Αυτοκράτωρ». Ο Μεΐντάνης, ο Αγγέλης και το Χορμόπουλο, Μαυρόλυκοι του γένους και αυτοί, πέθαναν, πέρασαν χρόνοι ζοφεροί, ήρθε η ελπίδα με το Μόσχοβο τώρα:
«Ακόμα τούτ’ την άνοιξη, ραγιάδες, ραγιάδες,
Τούτο το καλοκαίρι, καημένη Ρουμέλη.
Όσο να έρθει ο Μόσκοβος, ραγιάδες, ραγιάδες,
να φέρει το σεφέρι, Μοριά και Ρούμελη».
Όμως και πάλι η ελπίδα έσβησε στο Αγγελόκαστρο και στο Βραχώρι και τα κεφάλια του Χρίστου Γρίβα και του Λαχούρη γίνονται θέαμα στην Πόλη. Γρήγορα έσβησαν και οι ελπίδες από το Μποναπάρτη.
Όμως τα παλικάρια στα ελεύθερα βουνά συνεχίζουν ακόμα το χαβά τους:
«Εγώ βεζύρη δεν ψηφώ, πασά δεν προσκυνάω,
Πασά έχω το ντουφέκι μου, βεζύρη το σπαθί μου».
«Τι σ’ ωφελεί κι’ να ζήσεις και είσαι στη σκλαβιά…».
Το κλαδί της ελιάς της Αθηνάς βλάστησε μετά από πενήντα χρόνους, ο πατήρ-Κοσμάς, ο Ρήγας, ο Ξάνθος, ο Σγουρός και ο Τσακάλωφ το είχαν φυτέψει σε γόνιμο χώμα, στις καρδιές χιλιάδων Ελλήνων και αυτό έδωσε επιτέλους τους καρπούς της Παλλάδας, το «ποθούμενο». Όπως και ο άγιος σπόρος με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, στις 25 Μαρτίου 1821 ρίχτηκε ο σπόρος της λευτεριάς. Ο Θούριος του Ρήγα αντηχούσε σε κάθε πλαγιά και δερβένι:
«Ως πότε παλικάρια θα ζούμεν στα στενά;» Ως πότε, ως πότε;
«Καλλίτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή
Παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή».
«Ποιους έχεις συνωμότες;» Ρώτησε ο αγάς το Ρήγα. Αυτός απαντάει: «Όλο το γένος».
«Φύσηξε ανάλαφρο αεράκι κι’ ανατρίχιασε το κυπαρίσσι. Μα ο αγέρας τράβηξε πέρα, δυνάμωσε, άπλωσε, αγκάλιασε όλη τη στεριά, αγκάλιασε τη θάλασσα με τα νησιά της, πήρε τους χτύπους όλων των καρδιών, έσμιξε τους καημούς, τις λαχτάρες όλης της Ρωμιοσύνης, και θεριεμένος, αβάσταγος, αντιβοίιξε βαρειά: ¨Τόνε δεχτήκαμε το σπόρο!¨
Έτσι απάντησε το γένος στα λόγια του Ρήγα».
Κι όμως γι’ αυτόν τον Πρόδρομο της Εθνεγερσίας δεν υπάρχει ούτε ένα μνημείο σήμερα στην Κατούνα παρόλες τις παροτρύνσεις μας εδώ και χρόνια προς το Δήμο.
Εφημερίδα “η Κατούνα”
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Κ. Σάθας, «Τουρκοκρατούμενη Ελλάς», Αθήναι 1869. ΑΝΤ. ΑΡΧΟΝΤΙΔΗΣ,
«Η Βενετοκρατία στη Δυτική Ελλάδα 1684-1699», Θεσσαλονίκη 1983.-ΝΙΚΟΣ Σ. ΚΟΜΒΟΣ
Αιτωλοακαρνανική και Ευρυτανική εγκυκλοπαίδεια
“Οι Δάφνες δεν έφτασαν για όλους” Αθήνα 2022, ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΚΟΥΤΙΒΗΣ-ΓΕΩΡΓΙΟΣ -ΜΠΑΡΜΠΑΡΟΥΣΗΣ
Source: katounanews.gr |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου