Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας τίμιος κι εργατικός γεωργός που είχε μόνο ένα γιο. Το παιδάκι αυτό ήταν τόσο μικροκαμωμένο που δεν ξεπερνούσε το μεγάλο δάχτυλο του χεριού. Τα χρόνια περνούσαν, μα ο μικρός δεν ψήλωνε καθόλου.
Μια μέρα, την ώρα που ο γεωργός ήταν έτοιμος να πάει στο χωράφι του, ο μικρός του είπε:
- Πατέρα, πάρε με κι εμένα μαζί σου .
- Όχι, παιδί μου, του απάντησε ο πατέρας του. Εσύ θα μείνεις στο σπίτι.
Δεν μπορείς να κάνεις καμιά δουλειά στο χωράφι και άμα βγεις από το σπίτι υπάρχει κίνδυνος να σε χάσω ή να σε πατήσει κανείς στο δρόμο.Μα ο μικρούλης άρχισε να κλαίει και ο πατέρας του, για να μην τον κακοκαρδίσει, του έδωσε επιτέλους την άδεια να πάει μαζί του. Τον έβαλε λοιπόν μέσα στην τσέπη του και όταν έφτασε στο χωράφι τον έβγαλε και τον ακούμπησε σ’ ένα αυλάκι και του είπε να καθίσει ήρεμα εκεί. Ενώ ο μικρούλης καθόταν εκεί κι έπαιζε, φάνηκε πάνω στο λόφο ένας πελώριος γίγαντας που κατέβαινε με μεγάλα βήματα.
- Βλέπεις αυτόν τον θεόρατο άνθρωπο; είπε ο πατέρας του. Αν κάνεις τρέλες και είσαι πεισματάρης θα σε πάρει και θα σε χάσω.
Φυσικά τα έλεγε αυτά μόνο και μόνο για να τον κάνει να καθίσει φρόνιμα.
Ο γίγαντας είχε θεόρατα πόδια και με δυο ή τρεις διασκελισμούς βρέθηκε εμπρός στο αυλάκι. Είδε τον μικρούλη, τον πήρε στο χέρι του, τον κοίταξε περίεργα, όπως θα κοίταζε κανένα παράξενο μικρό ζώο κι έπειτα τον άφησε ελεύθερο μέσα στην πλατιά του παλάμη. Φαίνεται όμως πως του άρεσε πολύ, γιατί όταν σε λίγο ξεκίνησε πήρε τον μικρούλη νάνο μαζί του.
Ο πατέρας στεκόταν εκεί κοντά όλη αυτή την ώρα. Από το φόβο του είχε κοπεί η λαλιά του. Νόμισε πως χάθηκε για πάντα το παιδάκι του και ποτέ πια δε θα το ξανάβλεπε.
Ο γίγαντας πήρε τον μικρό νάνο στο παλάτι του βαθιά μέσα στο δάσος. Τον αγαπούσε πολύ. Τον έβαζε να κοιμηθεί πάνω στο στήθος του και τον έτρεφε με τα ίδια φαγητά που έτρωγε και ο ίδιος. Έτσι ο μικρούλης σιγά-σιγά μεγάλωσε και έγινε όμοιος με το γίγαντα, ψηλός, παχύς και δυνατός.
Πέρασαν έτσι δύο χρόνια. Ο γέρο-γίγαντας πήρε το νεαρό φίλο του και ήρθαν στο δάσος. Ήθελε να δοκιμάσει τη δύναμή του.
- Ξερίζωσε αυτό το δέντρο, του είπε. Θέλω να μου κάνεις ένα ραβδί.
Ο μικρούλης, που ήταν πια πολύ δυνατός, τράβηξε το δέντρο και το έβγαλε με τις ρίζες του! Ευχαριστήθηκε πολύ ο γίγαντας και είπε μέσα του:
«Είναι σπουδαίος ο φίλος μου. Μα πρέπει να τον κάνω ακόμη δυνατότερο».
Τον ανάθρεψε λοιπόν άλλα δύο χρόνια. Έπειτα, πήγαν ξανά στο δάσος.
- Ξερίζωσε αυτή τη βελανιδιά, του είπε.
Αυτή τη φορά ο μικρούλης, που ήταν ακόμα πιο δυνατός, έπιασε τη βελανιδιά και την ξερίζωσε με τόση ευκολία σα να ήταν καλαμάκι. Ο γέρο-γίγαντας ευχαριστήθηκε πολύ και του είπε:
- Περίφημα, μικρούλη μου, έγινες σωστός άντρας. Πήγαινε τώρα στο χωράφι, εκεί που σε πρωτοείδα, να βρεις τον πατέρα σου να δει πόσο ψηλός και δυνατός έγινες!
Ο μικρούλης, σωστός γίγαντας πια, πήγε στο χωράφι. Την ώρα εκείνη, έτυχε να βρίσκεται εκεί ο πατέρας του που είχε να τον δει τέσσερα χρόνια. Είχε έρθει πάλι να οργώσει το χωράφι του. Ο νεαρός γίγαντας τον πλησίασε και του είπε:
- Κοίταξέ με, άνθρωπε, ποιος είμαι; Δε με γνωρίζεις; Δεν αναγνωρίζεις λοιπόν το γιο σου, πατέρα;
Ο γεωργός κατατρομαγμένος του είπε:
- Όχι, όχι. Δεν είσαι συ ο γιος μου. Πήγαινε στη δουλειά σου, σε παρακαλώ.
- Όχι, πατέρα. Εγώ είμαι ο γιος σου. Άφησέ να οργώσω λίγο. Θέλω να σε ξεκουράσω.
- Σ’ ευχαριστώ, καλέ μου άνθρωπε. Μα δεν είσαι ο γιος μου. Ο γιος μου ήταν πιο μικρός και από το μεγάλο δάχτυλο του χεριού μου. Πήγαινε στο καλό.
Μα άμα είδε να επιμένει ο γίγαντας, ο πατέρας φοβήθηκε και τον άφησε να οργώσει. Ο γιος του άρχισε αμέσως το όργωμα και παρότι έσπρωχνε το άροτρο ελαφρά, μόνο με το ένα χέρι του, εκείνο έσκαβε βαθιά τη γη.
Ο γεωργός άρχισε να τον παρακαλεί και να του λέει:
- Αφού επιμένεις και θέλεις να οργώσεις το χωράφι μην σπρώχνεις το αλέτρι με τόση δύναμη. Κάνεις πιο πολύ κακό, παρά καλό με τον τρόπο που δουλεύεις.
Ο γιος του ξέζεψε τα άλογα και είπε στον πατέρα του:
- Πατέρα, πήγαινε στο σπίτι και να πεις στη μητέρα να ετοιμάσει καλό και μπόλικο φαγητό. Εγώ στο μεταξύ θα τελειώσω το όργωμα και θα έρθω.
Και πραγματικά άρχισε να τραβάει ο ίδιος το αλέτρι χωρίς άλογα και μέσα σε λίγη ώρα τελείωσε μόνος του δύο ημερών δουλειά. Ύστερα άρπαξε το βολοκόπο, ένα εργαλείο με το οποίο σπάζουν τους βόλους στο χώμα και σε λίγα λεπτά θρυμμάτισε τα πάντα σε όλο το χωράφι. Και όταν τελείωσε, πήρε στους ώμους του το αλέτρι, το βολοσκόπο και όλα τα άλλα και τα κουβάλησε στο σπίτι με τόση ευκολία σα να ήταν ένα δεμάτι άχυρα.
Μόλις έφτασε στο σπίτι ρώτησε τη μητέρα του:
- Λοιπόν, μητέρα, είναι έτοιμο το φαγητό;
- Ναι, είπε εκείνη, που δεν τολμούσε να του αρνηθεί τίποτα.
Κι έφερε αμέσως δυο πιατέλες γεμάτες. Με το φαγητό αυτό θα μπορούσαν να τρώνε μια ολόκληρη βδομάδα κι αυτή και ο άντρας της. Ο μικρούλης γίγαντας όμως άδειασε και τις δύο πιατέλες. Όλα αυτά δεν έφταναν παρά μόνο για να του ανοίξουν την όρεξη.
- Καταλαβαίνω πολύ καλά, πατέρα, πως στο σπίτι σου δε θα μπορέσω ποτέ μου να χορτάσω. Γι’ αυτό αν μου δώσεις ένα σιδερένιο μπαστούνι αρκετά στέρεο, που να μη μπορώ να το λυγίσω στο γόνατό μου και να το κάνω δυο κομμάτια, θα φύγω πάλι για μακρινούς τόπους.
Με μεγάλη του χαρά ο γεωργός έζεψε τα δυο του άλογα στο κάρο, πήγε ίσια στο σιδηρουργό και έφερε ένα σιδερένιο μπαστούνι, το πιο δυνατό που μπορούσαν να μεταφέρουν τα δυο του άλογα. Μα ο νεαρός γίγαντας το ακούμπησε στο γόνατό του, το λύγισε και το έκανε δυο κομμάτια σα να ήταν καλαμάκι.
- Βλέπω, πατέρα, πως δε θα μπορέσεις να βρεις το μπαστούνι που σου ζητώ. Θα φύγω λοιπόν και θα δοκιμάσω να κάνω μόνος μου την τύχη μου.
Έτσι λοιπόν ο νεαρός γίγαντας ξεκίνησε να πάει να βρει την τύχη του. Ταξίδεψε πολύ. Σ’ ένα από τα ταξίδια του έφτασε σ΄ ένα χωριό που ζούσε ένας φιλάργυρος και τοκογλύφος σιδεράς. Αυτός ο άνθρωπος κέρδιζε πολλά χρήματα και έγδερνε τον κόσμο. Ποτέ του δε σκέφτηκε να βοηθήσει εκείνους που είχαν ανάγκη. Τόσο σκληρή καρδιά είχε.
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο γίγαντας ήταν να μπει στο σιδηρουργείο αυτού του φιλάργυρου και να τον ρωτήσει αν χρειαζόταν κάποιον εργάτη. Ο πονηρός σιδεράς του έριξε μια εξεταστική ματιά. Είδε πόσο μεγαλόσωμος και δυνατός ήταν και σκέφτηκε πως δε θα ήταν άσχημο να έχει έναν τέτοιο βοηθό. Θα έκανε περίφημα τη δουλειά του και θα τον εκμεταλλευόταν κι αυτόν όσο μπορούσε περισσότερο. Τον ρώτησε λοιπόν:
- Τί μισθό ζητάς;
- Δε θέλω να με πληρώνεις, του απάντησε ο γίγαντας. Μα κάθε δεκαπενθήμερο, όταν οι άλλοι εργάτες θα πληρώνονται, θα με αφήνεις να σου δίνω δύο ελαφρά χτυπήματα στους ώμους σου, έτσι, για να διασκεδάζω.
«Πολύ χαζός είναι τούτος», είπε μέσα του ο πονηρός σιδεράς. «Θα δουλεύει τσάμπα και θα βγάζει πολλή δουλειά». Δέχτηκε λοιπόν και έκλεισαν αμέσως τη συμφωνία.
Την άλλη μέρα το πρωί ο γίγαντας ήταν έτοιμος. Μα με το πρώτο χτύπημα που έδωσε όταν ο σιδεράς του έφερε το καυτό σίδερο, το έκανε κομμάτια και το αμόνι χώθηκε βαθιά στη γη. Και τόσο βαθιά που μάταια προσπάθησαν να το ξεκαρφώσουν από το χώμα. Ο σιδεράς άναψε από το θυμό του, μπροστά στη ζημιά που έπαθε.
- Πω, πω! φώναξε. Δε μπορώ να σε κρατήσω. Δουλεύεις πολύ αδέξια. Πρέπει να λύσουμε τη συμφωνία μας.
- Πολύ καλά, απάντησε ο γίγαντας. Μα πρέπει να με πληρώσεις για τη δουλειά που έκανα. Άφησέ με λοιπόν να σου δώσω μόνο ένα χτύπημα για να τελειώνουμε.
Την ίδια στιγμή ο γίγαντας του έδωσε ένα χτύπημα στον ώμο, τόσο δυνατό που ο σιδεράς τινάχτηκε απότομα κι έπεσε πάνω σ’ ένα σωρό χορτάρι εκεί κοντά. Ύστερα ο γίγαντας πήρε τον πιο χοντρό σιδερένιο λοστό που βρήκε μέσα στο σιδηρουργείο για μπαστούνι κι έφυγε.
Αφού ταξίδεψε αρκετά, σταμάτησε σ’ ένα αγρόκτημα και ρώτησε τον ιδιοκτήτη αν ήθελε κανέναν επιστάτη για το κτήμα του. Ο κτηματίας δέχτηκε κι έκανε πάλι την ίδια συμφωνία που είχε κάνει και με το φιλάργυρο σιδερά.
Το άλλο πρωί έπρεπε όλοι οι εργάτες να πάνε στο δάσος να κόψουν ξύλα. Ο γίγαντας, όταν όλοι ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν, κοιμόταν ακόμα βαθιά στο κρεβάτι του.
- Εμπρός, ξύπνα, του φώναξε ένας από τους εργάτες. Η ώρα είναι περασμένη. Σήκω, δε μπορούμε να σε περιμένουμε.
- Μη με περιμένετε, πηγαίνετε εσείς στη δουλειά σας, μουρμούρισε ο γίγαντας νευριασμένος που τον ανησύχησαν στον ύπνο του. Όσο και να αργήσω, θα τελειώσω γρηγορότερα από εσάς και θα γυρίσω πίσω πολύ νωρίτερα.
Τους γύρισε την πλάτη και κοιμήθηκε άλλες δύο ώρες. Σηκώθηκε έπειτα, ετοίμασε το πρόγευμά του, έφαγε με την ησυχία του και έζεψε τα άλογά του για να πάει στο δάσος.
Στην είσοδο του δάσους ήταν ένα στενό άνοιγμα. Όποιος ήθελε να πάει για ξύλα ήταν υποχρεωμένος να περάσει από το άνοιγμα αυτό γιατί ήταν το μοναδικό πέρασμα.
Ο γίγαντας, αφού πρώτα πέρασε το κάρο του, γέμισε το άνοιγμα με πελώριους θάμνους γεμάτους αγκάθια, με κλαδιά, πέτρες και ξερά ξύλα. Αδύνατο να περάσουν πια άλογα από εκεί.
Όταν τελείωσε, πήρε το κάρο του και προχώρησε στο δάσος. Στο δρόμο συνάντησε τους άλλους που γύριζαν στο αγρόκτημα.
- Προχωρήστε, τους είπε. Εγώ θα σας φτάσω και θα σας περάσω.
Αφού περπάτησε λίγο ακόμα έκοψε έναν από τους μεγαλύτερους κορμούς που βρήκε, τον έβαλε μέσα στο κάρο του και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Όταν πλησίασε στο πέρασμα είδε όλους τους άλλους εργάτες να στέκονται εκεί. Δεν μπορούσαν να περάσουν με το φορτίο τα ξύλα.
- Βλέπετε λοιπόν; τους είπε σε τόνο θριαμβευτικό. Αν μένατε μαζί μου και δε βιαζόσασταν θα γυρίζατε πάλι την ίδια ώρα και στο μεταξύ θα είχατε κοιμηθεί μια-δυο ωρίτσες περισσότερο.
Ύστερα πήρε τον κορμό του δέντρου που είχε κόψει στον ένα του ώμο και το κάρο του στον άλλο και πέρασε με μεγάλη ευκολία σα να ήταν φορτωμένος με πούπουλα. Και όταν έφτασε στην αυλή του σπιτιού έδειξε τον κορμό στον αφέντη του και τον ρώτησε αν είναι ευχαριστημένος.
- Γυναίκα, είπε ο κτηματίας, αυτός ο άνθρωπος αξίζει πολλά. Κοιμάται βέβαια λίγο περισσότερο όμως εργάζεται καλύτερα από όλους τους άλλους εργάτες μας.
Έτσι, ο καιρός κυλούσε και πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος. Και όταν ήρθε η ώρα να πληρωθούν οι εργάτες είπε κι αυτός πως θέλει την αμοιβή του. Όταν το άκουσε ο κτηματίας σκέφτηκε τι τον περίμενε και τον έπιασε τρόμος. Γι’ αυτό τον παρακάλεσε να παραιτηθεί από τη συμφωνία που είχαν κάνει και για αντάλλαγμα να του δώσει το μισό κτήμα.
- Όχι, είπε ο γίγαντας. Δε θέλω να γίνω κτηματίας. Εγώ είμαι ένας απλός εργάτης και εργάτης θέλω να μείνω. Ζητάω κι επιμένω να πληρωθώ όπως είχαμε συμφωνήσει.
Όταν είδε ο κτηματίας πως δε μπορούσε να συνεννοηθεί μαζί του, τον παρακάλεσε να δεχτεί να αναβάλουν για δεκαπέντε μέρες την εκτέλεση της συμφωνίας. Αμέσως έπειτα κάλεσε όλους τους φίλους του να συζητήσουν τι έπρεπε να γίνει. Η συζήτηση κράτησε πολύ. Στο τέλος συμφώνησαν πως ο καλύτερος τρόπος για να απαλλαγούν ήταν να τον σκοτώσουν. Μα θα το κατόρθωναν; Συμφώνησαν λοιπόν να τον στείλουν να κουβαλήσει στην αυλή μερικές πελώριες μυλόπετρες και να τις ακουμπήσει στην άκρη του πηγαδιού. Ύστερα θα του έλεγαν να κατέβει στο πηγάδι να το καθαρίσει. Και καθώς θα ήταν σκυμμένος να το καθαρίσει θα έσπρωχναν τις μυλόπετρες και αυτές θα έπεφταν πάνω στο κεφάλι του και θα το έκαναν λιώμα.
Όλα πήγαν καλά. Και όταν ο γίγαντας βρέθηκε στο βάθος του πηγαδιού, οι άλλοι κύλησαν τις θεόρατες πέτρες πάνω του. Φυσικά όλοι νόμισαν πως το κεφάλι του είχε γίνει κομμάτια. Φαντάζεστε όμως την κατάπληξή τους όταν άκουσαν το γίγαντα να φωνάζει:
- Ε, εσείς, πάρετε μακριά από το πηγάδι αυτά τα κοτόπουλα! Σκαλίζουν το χώμα και το ρίχνουν στα μάτια μου και δεν μπορώ να δω καλά να κάνω τη δουλειά μου.
Όταν τελείωσε το καθάρισμα και πήδηξε έξω από το πηγάδι τους είπε:
- Κοιτάξτε τι ωραίο περιδέραιο φορώ…
Και έδειξε μια από τις μυλόπετρες που όταν έπεσε πάνω στο κεφάλι του τρύπησε και πέρασε γύρω στο λαιμό του.
Ο κτηματίας τρομοκρατημένος ζήτησε και άλλη αναβολή για ένα δεκαπενθήμερο. Πάλι ξανακάλεσε τους φίλους του. Ύστερα από πολλή συζήτηση του έδωσαν τούτη τη συμβουλή: να τον στείλει να αλέσει σιτάρι τη νύχτα στο στοιχειωμένο μύλο. Από όσους είχαν πάει σ’ εκείνο το μύλο νύχτα, κανένας δε γύρισε πίσω! Το ίδιο βράδυ ο κτηματίας πρόσταξε τον γίγαντα να κουβαλήσει οκτώ σακιά σιτάρι και να τα αλέσει τη νύχτα στο στοιχειωμένο μύλο. Ο γίγαντας πήγε αμέσως στην αποθήκη, έβαλε δυο σακιά σιτάρι στη δεξιά του τσέπη, δυο στην αριστερή, τα άλλα τέσσερα τα φορτώθηκε στον ώμο του και ξεκίνησε για το μύλο. Ο μυλωνάς του είπε πως καλύτερα ήταν ν αλέσει το σιτάρι τη μέρα γιατί ο μύλος ήταν μαγεμένος και όποιος έμπαινε μέσα τη νύχτα το πρωί βρισκόταν νεκρός.
- Μη σε νοιάζει, μυλωνά, εγώ θα βγω από το μύλο ζωντανός είπε ο γίγαντας. Μόνο φύγε από τη μέση μη μ’ εμποδίζεις και το πρωί έλα να με βρεις.
Μπήκε λοιπόν μέσα στο μύλο κι έριξε το σιτάρι μέσα στο μεγάλο χωνί. Κατά τα μεσάνυχτα, ξάπλωσε στον πάγκο μέσα στο δωμάτιο του μυλωνά. Ύστερα από λίγο, ξαφνικά, η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ένα μεγάλο τραπέζι. Επάνω στο τραπέζι ήταν κρασί, κρέας και ένα σωρό άλλα ωραία πράγματα. Ύστερα οι καρέκλες μετακινήθηκαν και τοποθετήθηκαν μόνες τους γύρω από το τραπέζι. Μα πουθενά, ούτε προσκεκλημένοι ούτε υπηρέτες. Ξαφνικά είδε δάχτυλα που κινήθηκαν, πήραν τα μαχαίρια και τα πιρούνια κι έβαλαν φαγητό στα πιάτα χωρίς κανένας να φανεί ακόμα. Μα τώρα ο φίλος ο γίγαντας μπροστά σ’ όλα αυτά τα ωραία φαγητά ένιωσε πως πεινούσε. Κάθισε λοιπόν στο έτοιμο τραπέζι κι έφαγε με την καρδιά του.
- Ύστερα απ’ αυτό το πλούσιο γεύμα, χρειάζεται και λίγο καλό κρασί, είπε. Μα φαίνεται πως οι ευγενικοί κύριοι αυτού του σπιτιού δεν έχουν καλό κρασί.
Μόλις είπε αυτά τα λόγια παρουσιάστηκε ένα ασκί γεμάτο με το καλύτερο
κρασί του κόσμου και ο γίγαντας γέμισε το κύπελό του, έγλειψε τα χείλη
του ευχαριστημένος και είπε:
- Στην υγειά όλης της συντροφιάς και καλή αντάμωση την ερχόμενη φορά!
Αφού έφαγε καλά και οι πιατέλες, τα πιάτα, τα μπουκάλια και τα ποτήρια άδειασαν, ξαφνικά κάποιος αόρατος φύσηξε κι έσβησε τα κεριά
- Δε βαριέσαι, είπε ο γίγαντας, δε χρειάζονται φώτα για να κοιμηθεί κανείς, και ξάπλωσε.
Μα τώρα, μέσα στο πυκνό σκοτάδι ένιωσε ένα πολύ δυνατό χτύπημα στο κεφάλι του.
- Πολύ άσχημο παιχνίδι αυτό! φώναξε. Αν με ξαναχτυπήσει κανείς θα το μετανιώσει πικρά. Θα του το πληρώσω.
Και πραγματικά αυτό έκανε όταν έφαγε το δεύτερο χτύπημα στο κεφάλι. Η μονομαχία συνεχίστηκε όλη τη νύχτα. Ο γίγαντας δεν άφησε τον εαυτό του να τα χάσει, ούτε τον κυρίεψε ο φόβος παρά εξακολούθησε να αμύνεται και να χτυπάει κι αυτός ώσπου ξημέρωσε. Τότε όλα ησύχασαν.
- Λοιπόν, μυλωνά, είπε το πρωί, έφαγα κάμποσους μπάτσους, μα έδωσα κι εγώ άλλους τόσους. Σου το εγγυώμαι.
Ο μυλωνάς είδε πως ο νεαρός γίγαντας με το θάρρος του έλυσε τα μάγια που βασάνιζαν κι αυτόν και όσους πήγαιναν στο μύλο, χάρηκε πάρα πολύ και θέλησε να τον ανταμείψει. Του πρόσφερε πολλά χρήματα.
- Δε θέλω χρήματα. Έχω όσα μου χρειάζονται, είπε ο νέος καθώς έπαιρνε στον ώμο του το αλεύρι για να γυρίσει πίσω στο κτήμα.
Μόλις ο κτηματίας τον είδε να έρχεται κατάλαβε πως έφτασε η ώρα του. Ήξερε τώρα πως δεν υπήρχε γι’ αυτόν σωτηρία. Ταραγμένος πηγαινοερχόταν μέσα στο δωμάτιο, ενώ ο ιδρώτας έσταζε και κυλούσε στο πρόσωπό του. Πλησίασε στο παράθυρο και το άνοιξε για να μπει για να μπει λίγος αέρας. Του είχε κοπεί η αναπνοή του. Ξαφνικά, πριν να πάρει είδηση δέχτηκε το πρώτο χτύπημα από το μεγαλόσωμο εργάτη του, τον γίγαντα. Ήταν τέτοιο το χτύπημα που πετάχτηκε έξω από το παράθυρο και βρέθηκε πολύ μακριά στα βουνά. Το δεύτερο χτύπημα έστειλε τη γυναίκα του να τον συναντήσει. Και απ’ ότι ξέρω, ίσως ακόμη και τώρα που εσείς διαβάζετε το παραμύθι, αυτοί να πετούν ακόμη και να μην έχουν συναντηθεί.
Ο νεαρός γίγαντας, χωρίς να περιμένει να μάθει τι απογίνανε ο αφέντης και η γυναίκα του, πήρε το σιδερένιο ραβδί του κι έφυγε. Και έζησε αυτός καλά κι εμείς καλύτερα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου