links

ΚΑΙΡΟΣ

ΚΕΡΑΜΙΔΙ ΒΑΛΤΟΥ Καιρός

Παρασκευή 5 Μαρτίου 2021

Αφιέρωμα 200 χρόνια από την Ελληνική επανάσταση 1821-2021: Ιωάννης Μακρυγιάννης.

«Είναι αδύνατες οι θέσες κ’ εμείς, όμως είναι δυνατός ο Θεός όπου μας προστατεύει και θα δείξωμεν την τύχη μας σε αυτές τις θέσες τις αδύνατες. Κι’ αν είμαστε ολίγοι για το πλήθος του Μπραϊμη παρηγοριόμαστε με έναν τρόπο, ότι η τύχη έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν ως τώρα, όλα τα θεριά της γης πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν. Κι όταν κάνουν αυτείνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν. Η θέση οπού ’μαστε σήμερον είναι τοιούτη και θα ιδούμεν την τύχη μας οι αδύνατοι με τους δυνατούς.»

Αυτά τα αθάνατα λόγια είπε ο Μακρυγιάννης στον Δεριγνύ όταν ετοιμαζόταν με τα παλικάρια του να πολεμήσει τον Ιμπραήμ στους Μύλους του Ναυπλίου…

1821: Το άνθος της Λευτεριάς

Ο Γιάννης Μακρυγιάννης γεννήθηκε στο δάσος του χωριού Αβορίτη (τρεις ώρες από το Λιδωρίκι) στα τέλη του 1796. Το χωριό αυτό αποτελούταν από πέντε σπίτια όλα κι όλα. 

Η γέννηση του ήταν η πιο παράδοξή από όλους τους ήρωες του 1821: καθώς η μάνα του είχε βγει έξω από το σπίτι τους να μαζέψει καυσόξυλα στο δάσος την έπιασαν οι βαριοί πόνοι του τοκετού! Έκατσε πάνω σε μία κοτρόνα και, με ένα βήμα πριν τον θάνατο, γέννησε τον μικρό Γιάννη! 

Το όνομα του πατέρα του ήταν Δημήτρης Τριανταφύλλου. Οι φίλοι του τον ονόμασαν Μακρυγιάννη για το μεγάλο ύψος του. Πριν τον Γιάννη η οικογένεια είχε άλλα έντεκα παιδιά.

Οι καιροί που μεγάλωσε ο Γιαννάκης ήταν δύσκολοι. Τότε ένα μεγάλο μέρος της Στερεάς Ελλάδας βρίσκονταν υπό την επικράτεια του Αλή πασά. Στους πρώτους του μόλις μήνες ο πατέρας του δολοφονήθηκε. Είχε βρίσει έναν Αλβανό και εκείνος με άλλους δυο-τρεις δικούς του του έστησαν ενέδρα σε ένα μονοπάτι και τον σκότωσαν άνανδρα. 

Εκείνο τον καιρό κατέβαιναν και τα στρατεύματα του Αλή πασά και οι κάτοικοι του Αβορίτη αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το χωριό τους και να πάνε στην Λιβαδειά. Μα οι Τούρκοι είχαν περικυκλώσει την περιοχή και μόνο ένα γεφυράκι ήταν ελεύθερο. Έπρεπε λοιπόν οι Έλληνες να περάσουν αθόρυβα, αλλά τότε ο Γιάννης, μωρό ακόμη, άρχισε να κλαίει δυνατά. Οι συγγενείς της μητέρας του την συμβούλεψαν να αφήσει το μωρό μες το δάσος και να περάσουν χωρίς αυτό. «Η αμαρτία του παιδιού θα μας σκοτώσει, πηγαίνετε εσείς και εγώ θα περάσω μόνη μου» τους είπε. Πάλι καλά το μωρό δεν έκλαψε και πήγαν όλοι στην Λιβαδειά.

Εκεί στην Λιβαδειά τα πράγματα δεν ήταν καθόλου ρόδινα για την οικογένεια Τριανταφύλλου. Οι μέρες τους κυλούσαν μέσα στην φτώχεια και την μιζέρια. Η μητέρα τους δούλευε σκληρά και ο Γιάννης έπιασε βαριά δουλειά από τα επτά του μόλις χρόνια. Όμως ήταν πολύ ζόρικος ο μικρός Γιάννης και ένα χρόνο αργότερα προσπάθησε να το σκάσει, αποτυχημένα φυσικά. Το 1811 ο Γιάννης έγινε υπηρέτης κάποιου Λιδωρίκη στην Δεσφίνα Βοιωτίας. Στις 29 Αυγούστου του ίδιου χρόνου ο Λιδωρίκης με την οικογένεια του και τον Γιάννη έλαβε μέρος στην γιορτή της Αποτομής της Ιεράς Κεφαλής του Ιωάννη του Βαπτιστή. 

 O Λιδωρίκης κουβαλούσε και ένα χρυσό καριοφίλι. Το είχε δώσει στον Γιάννη να το κρατάει για συμμετάσχει σε έναν μεγάλο χορό. Ο έφηβος όμως γοητευμένος από τα όμορφα κορίτσια έριξε μια τουφεκιά στον αέρα για να τα εντυπωσιάσει. Το καριοφίλι δυστυχώς έσπασε και ο Λιδωρίκης, έξω φρενών, πλάκωσε τον υπηρέτη του στο ξύλο! Ο Γιάννης, αφού τελείωσε το πανηγύρι, γεμάτος μελανιές μπήκε στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη και εκλιπάρησε τον Άγιο να τον κάνει «άνθρωπο της προκοπής» σε αντάλλαγμα να του δώσει ένα ασημένιο καντήλι. Η ευχή του πραγματοποιήθηκε και χρόνια αργότερα, όταν ο Γιάννης θα είναι πλούσιος, θα του φέρει το καντήλι που υπάρχει ακόμα και σήμερα στην  εκκλησία της Δεσφίνας.

Δεν έμεινε πολύ καιρό στην Δεσφίνα ο Γιάννης. Ο Θανάσης Λιδωρίκης αδελφός του Λιδωρίκη που ήταν στην Άρτα και σύμβουλος του Αλή πασά ζήτησε από τον αδελφό του να του στείλει έναν υπηρέτη του. O τελευταίος έστειλε τον Γιάννη που ο Θανάσης Λιδωρίκης του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Λοιπόν όταν μία μέρα ο Αλή πασάς του ζήτησε να έρθει για να μείνει στην Αυλή του για δουλειές άφησε τον Μακρυγιάννη κύριο του σπιτιού. Ο Μακρυγιάννης παρακολουθούσε έντονα το εμπόριο εκείνη την εποχή και θέλησε να αρχίσει και αυτός. Λοιπόν με τα λίγα γρόσια από τους μισθούς του και ένα δάνειο που κατάφερε να πάρει άρχισε να αγοράζει δημητριακά τα οποία πούλησε έναν βαρύ χειμώνα έντεκα φορές παραπάνω (!) από την κανονική τιμή. Έγινε πάμπλουτος και άρχισε εντατικά τώρα το εμπόριο και την τοκογλυφία. Εξαιτίας της τοκογλυφίας του μία ολόκληρη συνοικία στην Άρτα σήμερα έχει το όνομα του.

Ο χειμώνας του 1820 άλλαξε τρομερά τον Μακρυγιάννη. Εκείνη την εποχή είχε γείτονα του έναν παπά (του οποίου το όνομα δεν αναφέρει στα απομνημονεύματα του) ο οποίος ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας η οποία είχε σκοπό την επανάσταση κατά των Τούρκων. Ήθελε να κάνει μέλος και τον Μακρυγιάννη αλλά φοβόταν και όταν του μιλούσε για τον σκοπό της του έλεγε μισόλογα. Ο Μακρυγιάννης κατάλαβε το μυστικό και, ενοχλημένος από την ελάχιστη εμπιστοσύνη που του έδειχνε ο παπάς, είπε:

-Αν νομίζεις ότι θα προδώσω το μυστικό σου τότε ορκίζομαι πως ούτε στην εκκλησία σου θα ξαναμπώ ούτε από την πόρτα του σπιτιού σου θα ξαναπεράσω.

Ο παπάς με δάκρυα στα μάτια τότε τον παρακάλεσε να πάνε στην εκκλησία και να του πει εκεί το μεγάλο μυστικό. Ο Μακρυγιάννης δέχτηκε και μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία. Εκείνο τον καιρό ο Αλή πασάς κηρύχτηκε αποστάτης από τον σουλτάνο. Μεγάλα  στρατεύματα στάλθηκαν στην Ήπειρο να τον εξοντώσουν. Οι Έλληνες τότε βρήκαν την ευκαιρία να επαναστατήσουν. Τον Μάρτη του 1821 οι αντιπρόσωποι της Εταιρείας στη Ήπειρο έστειλαν τον Μακρυγιάννη στην Πάτρα να μάθει τα σχέδια των επαναστατών και να τους τα μεταδώσει. Ο Μακρυγιάννης παριστάνοντας τον έμπορα έφτασε και φιλοξενήθηκε στο σπίτι κάποιου Βλασόπουλου. Προδόθηκε όμως και οι Τούρκοι περικύκλωσαν το σπίτι του. Ο Μακρυγιάννης μετά βίας κατάφερε να γλιτώσει και να καταφύγει σε μία φρεγάτα όπου βρίσκονταν ο Οδυσσέας Ανδρούτσος. Αφού έμαθε τα σχέδια επέστρεψε στην Ήπειρο όπου οι Τούρκοι του Αλή πασά τον συνέλαβαν και τον βασάνισαν για μήνες προκειμένου να αποκαλύψει το μυστικό του. Στα τέλη Ιουλίου ο Μακρυγιάννης, αφού ξεγέλασε έναν Τούρκο παριστάνοντας τον άρρωστο, κατάφερε να ξεφύγει και κατέφυγε στο σπίτι ενός Ισμαήλ μπέη που ήταν φίλος του. Τον περιποιήθηκε και ο Μακρυγιάννης τώρα πια ήταν έτοιμος να αναλάβει δράση.

Πρώτη μάχη που έδωσε ο Μακρυγιάννης ήταν στα Θεοδώριανα μαζί με τον Γώγο Μπακόλα, έναν οπλαρχηγό της περιοχής, τον Αύγουστο του 1821. Δεύτερη ήταν στο Πέτα τον Σεπτέμβριο του 1821 όπου, αν και νίκησε, τραυματίστηκε ελαφρά. Τώρα πια ο Μακρυγιάννης είχε τους δικούς του πολεμιστές και ήταν οπλαρχηγός. Έλαβε μέρος στην πολιορκία της Άρτας κάτω από τις διαταγές του Καραϊσκάκη. Αναγκάστηκε να πάει στο Μεσολόγγι για να θεραπευτεί από αρρώστια. Το 1822 μετάβηκε στο Σερνικάκι της Άμφισσας για την ανάρρωση και αφού θεραπεύτηκε αποφάσισε να πολεμήσει στην Στερεά Ελλάδα υπό τις διαταγές του Ανδρούτσου. Πολέμησε στην Υπάτη, στην Ακρόπολη την οποία και οχύρωσε και έλαβε το αξίωμα του πολιτάρχη.

Το 1823 και το 1824 ήταν τα δύο χειρότερα χρόνια της Επανάστασης. Τότε ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των πολιτικών και των στρατιωτικών. Ο Μακρυγιάννης ήταν, όπως πολλοί άλλοι αγωνιστές, άμαθος από τέτοια. Θεώρησε καλύτερα να ταχθεί με το μέρος τον πολιτικών επειδή νόμιζε ότι «οι αντάρτες έπρεπε να υπακούσουν στους νόμους της Κυβέρνησης». Σύντομα όμως σιχάθηκε τις βιαιοπραγίες των πολιτικών αλλά και πάλι δεν τάχθηκε με το μέρος των στρατιωτικών, του Κολοκοτρώνη δηλαδή, γιατί τον θεωρούσε υπερεκτιμημένο και εγωιστή. Στα τέλη του 1824 ο Μακρυγιάννης αποσύρθηκε.

Το 1825 ο Ιμπραήμ με τα στρατεύματά του αποβιβάστηκε στην Πελοπόννησο και πολιόρκησε τα κάστρα του Ναβαρίνου. Νίκησε τις δυνάμεις της Κυβέρνησης και ο Μακρυγιάννης έσπευσε για βοήθεια. Πρώτα κλείστηκε στο Παλαιόκαστρο και μετά στο Νεόκαστρο. Εκεί υπήρχαν 1.600 αγωνιστές αλλά υπέφεραν τρομερά από την έλλειψη νερού. Στις 6 Μαΐου οι Έλληνες συνθηκολόγησαν με τον Ιμπραήμ και αποσύρθηκαν με πέντε Ευρωπαϊκά καράβια. Τα καράβια αυτά τους αποβίβασαν στο Ναύπλιο όπου και διασκορπίστηκαν.

Ο Ιμπραήμ στο μεταξύ κατέλαβε την Τρίπολη και κατευθύνθηκε προς το Ναύπλιο. Στις 11 Ιουνίου 1825 ο Μακρυγιάννης έφτασε με τους ελάχιστους άντρες του στους Μύλους του Ναυπλίου. Άρχισε να οχυρώνει το χωριό πυρετωδώς. Για να τον βοηθήσουν έφτασαν ο Δημήτριος Υψηλάντης, ο Κωνσταντής Μαυρομιχάλης, Ολύμπιοι, Κρητικοί καθώς και μία μοίρα του Ελληνικού στόλου. Όλοι μαζί δεν ήσαν παραπάνω από τριακόσιοι και είχαν να αντιμετωπίσουν πολλαπλούς εχθρούς. Στις 13 Ιουνίου έγινε η τουρκική επίθεση. Η μάχη ήταν αμφίρροπη. Τελικά με την ηρωική αντεπίθεση του Μακρυγιάννη και την ενίσχυση από το Ναύπλιο οι Τούρκοι καταδιώχθηκαν. Στο τόπο είχαν αφήσει νεκρούς, τραυματίες και αμέτρητα όπλα. Ο Μακρυγιάννης στη τραυματίστηκε βαριά στο χέρι. Οι Έλληνες όμως είχαν νικήσει για πρώτη φορά τον Ιμπραήμ!

makrigiannis stratikis-34

Ύστερα από την μάχη των Μύλων ο Μακρυγιάννης μετακινήθηκε στην Ύδρα να υπερασπιστεί το νησί από καμία τυχόν επίθεση των Τούρκων. Τελικά δεν έγινε επίθεση και πήγε στην Αθήνα όπου ο Γιάννης Γκούρας τον πάντρεψε με την Κατερίνα Σκουζέ. Εκεί ο Γάλλος αξιωματικός Κάρολος Φαβιέρος είχε δημιουργήσει ένα τάγμα τακτικού στρατού. Ο Μακρυγιάννης τότε εντάχθηκε σε αυτό το τάγμα για να μάθει την τέχνη του πολέμου. Ο Γκούρας όμως ήταν φιλάργυρος και εγωιστής. Ήθελε λοιπόν να διώξει τον Φαβιέρο από την Αθήνα για να έχει ελεύθερο πεδίο δράσης και το κατάφερε. Ο Φαβιέρος πήγε στα Μέθανα αλλά εκείνη την εποχή, το 1826, ήρθε στην Αττική ο Ρεσίτ πασάς, ο γνωστός Κιουταχής, με αμέτρητα στρατεύματα. Πολιόρκησε την Αθήνα και ο Γκούρας με τον Μακρυγιάννη ανέλαβαν την υπεράσπισή της. Στις 30 Σεπτεμβρίου ο Γκούρας σκοτώθηκε και στις 8 Οκτωβρίου ο Μακρυγιάννης προσπαθώντας να υπερασπιστεί τον Σερπετζέ τραυματίστηκε στο λαιμό και δύο φορές στο κεφάλι από σφαίρα όπλου. Ο δεύτερος τραυματισμός ήταν πιο βαρύς αλλά χάρη στην μαντήλα που έδενε ο Μακρυγιάννης γύρω από το κεφάλι του δεν πέθανε. Αναγκάστηκε όμως να κάνει εγχείρηση και οι πόνοι ήταν αφόρητοι. Μετά βίας έζησε. Ύστερα πήγε στην Αίγινα όπου, αφού περιποιήθηκαν την πληγή του καλύτερα, ζήτησε από την Κυβέρνηση βοήθεια. Γύρισε στην Αττική βοηθώντας τον Γεώργιο Καραϊσκάκη αυτή την φορά έξω από την Αθήνα. Ο Καραϊσκάκης είχε συγκεντρώσει στρατό γύρω από την Αθήνα και είχε περικυκλώσει τον Κιουταχή. Τον Απρίλη του 1827 όμως ο Καραϊσκάκης σκοτώθηκε. Στην μάχη του Φαλήρου οι Έλληνες ηττήθηκαν και ένα μήνα αργότερα η Ακρόπολη έπεσε στα χέρια των Τούρκων.

Χάρη στην παρέμβαση των Ευρωπαϊκών δυνάμεων η Ελλάδα ελευθερώθηκε. Ο Ιωάννης Καποδίστριας ανέλαβε Κυβερνήτης της Ελλάδας και ο Μακρυγιάννης έγινε αρχηγός γενικής χωροφυλακής της Πελοποννήσου με έδρα το Άργος. Εκεί άρχισε να γράφει τα περίφημα απομνημονεύματά του. Ύστερα από δύο χρόνια παραιτήθηκε από την θέση του. Μετά την δολοφονία του Καποδίστρια οι Ευρωπαίοι τοποθέτησαν για βασιλέα τον Όθωνα ο οποίος δυστυχώς ήταν ανάξιος για την Κυβέρνηση της Χώρας. Ήταν πολύ σκληρός τύραννος και ο Μακρυγιάννης κατάλαβε ότι χωρίς Σύνταγμα η τυραννία θα συνεχίζονταν.  Άρχισε λοιπόν να καλεί πατριώτες και να τους μιλάει προκειμένου να γίνει κίνημα. Μέσα σε αυτούς ήταν και ο διοικητής του ιππικού ο Καλλέργης. Το κίνημα ορίστηκε για την 3η Σεπτεμβρίου του 1843. Το κίνημα ήταν επιτυχημένο και ο Όθωνας αναγκάστηκε να δώσει Σύνταγμα. Παρόλα αυτά οι πολιτικοί ήθελαν να βγάλουν από την μέση τον Μακρυγιάννη και προσπάθησαν να τον δολοφονήσουν τρεις φορές. 

Στο τέλος τον κατηγόρησαν πως συνωμοτούσε για την δολοφονία του Όθωνα και τον δίκασαν. Η δίκη άρχισε στις 16 Μαρτίου 1853. Δικαστής ήταν ο Κίτσος Τζαβέλας με τον οποίο ο Μακρυγιάννης δεν είχε καθόλου καλές σχέσεις. Τελικά αποφάσισαν να τον φυλακίσουν αλλά χάρη στις ενέργειες του Καλλέργη ελευθερώθηκε έναμισο χρόνο αργότερα. Το 1862 ο Όθωνας επιτέλους εκθρονίστηκε. Στις 27 Απριλίου 1864 ο Μακρυγιάννης εξέπνευσε στο σπίτι του στο Κουκάκι. Η κηδεία του έγινε την επόμενη μέρα στο μητροπολιτικό ναό. Επικήδειους λόγους εκφώνησαν πολλοί ποιητές και ένα ποίημα εκφώνησε ο γνωστός τότε Αχιλλέας Παράσχος. Ήταν τότε 67 ετών…

Ο ήλιος εβασίλεψε, Έλληνα μου βασίλεψε

Και το φεγγάρι εχάθη

Κι’ ο καθαρός Αυγερινός που πάει κοντά στην Πούλια,

Τα τέσσερα κουβέντιαζαν και κρυφοκουβεντιάζουν.

Γυρίζει ο ήλιος και τους λέει, γυρίζει και τους κρένει.

«Εψές όπου βασίλεψα πίσω από μια ραχούλα

Ακ’σα γυναίκεια κλάματα κι’ αντρών τα μοιρολόγια

Γι’ αυτά τα ‘ρωικά κορμιά στον κάμπο ξαπλωμένα,

Και μες στο αίμα το πολύ ειν’ όλα βουτημένα

Για την πατρίδα πήγανε στον Άδη τα καημένα… 

(τραγούδι του Μακρυγιάννη το 1826) 




 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

NEXT PAGE