Λοιπόν, το τσίπουρο παράγεται από την απόσταξη στέμφυλων, δηλαδή από τη μάζα που απομένει μετά τη συμπίεση του σταφυλοπολτού. Το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας λέει πως η λέξη τσίπουρο είναι συνώνυμη του στέμφυλου, αλλά η ετυμολόγησή της είναι αβέβαιη. Ίσως η λέξη να προέρχεται από την τουρκική λέξη “sapre” ή να συνδέεται με τη λέξη “σίκερα”, από το εβραϊκό “sekar”, που είναι ένα είδος οινοπνευματώδους ποτού.
Όπως και ‘χει, το παυσίλυπο τσίπουρο, αυτό το διαυγές απόσταγμα, 36-45 αλκοολικών βαθμών, μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα παραγόταν αποκλειστικά σε οικιακά αποστακτήρια -σχετικά πρόσφατα μπήκε σε μαζική παραγωγή. Το καζάνιασμα, δηλαδή η απόσταξη των στέμφυλων, στα τέλη του φθινοπώρου, ήταν μια γιορτή αυτόχρημα διονυσιακή, που συνέσφιγγε τους δεσμούς των κοινοτήτων που παρήγαν το ποτό.
Ημίφως, αναθυμιάσεις, μεζέδες, πιοτί, τραγούδια, και το τσίπουρο να σταλάζει αργά – μαγική φάση. Επίσης, το άγιο τσιπουράκι, όπως το λέμε τώρα, την εποχή των ισχνών αγελάδων, γιατί επί παχέων οι Έλληνες έπιναν κυρίως ουίσκι και το σνομπάριζαν, το τσίπουρο λοιπόν παρασκευάζεται διαφορετικά από το ούζο, αλλά και από την τσικουδιά, ή τη ρακή στην Κρήτη και τη σούμα στην Πάρο. Όποια όμως κι αν είναι η προέλευσή του, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί τον συνεκτικό κοινωνικό του ρόλο – αναρωτιέμαι πόσες εξεγέρσεις, χωρισμοί και αυτοκτονίες αποφεύχθηκαν χάρη στο τσίπουρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου