links

ΚΑΙΡΟΣ

ΚΕΡΑΜΙΔΙ ΒΑΛΤΟΥ Καιρός

Τρίτη 29 Μαΐου 2018

«Ο…ΛΑΚΗΣ…!». Γράφει ο Μπάμπης Κ.Μώκος

Alpine-White-BMW-M3.jpg
source:bmwblog.com

Όχι δηλαδής πως ήτουνε κανένα μαγκάκι και τίποτα σπουδαίο ο Λάκης. Γαλατόμαγκας ήτουνε που  θρεφότανε μια ζωή στο φέρε και στο τζάμπα, διότι μοναχογιός και από μικρός στα πούπουλα, χαιδεμένος και κακομαθημένος.

Απόθανε ο ξενοδόχος πατέρας του κι΄έμεινε η κυρία Λιλή η μητέρα του, έβγαζε κι’έβγαζε εκείνη απ’την κασέλα και τούτος τά’τρωγε από ‘δώ κι’από ‘κεί, μέχρι πάτο. Και μοστράριζε ο δικός σου φόρα-παρτίδα κάτι κατοσταροπούλες να τις βλέπεις και να ζαλίζεσαι. Χρήμα «plentu» που λένε και οι αμερικάνοι, αλλά και BMW, άσπρη κάτασπρη και γυαλισμένη.


Όλα σε τούτον το ντουνιά μπορείς να τα δεις, να τα κάνεις η να τα πάθεις. Και σφάλματα και αβλεψίες και να ντεραπάρεις και άλλα πολλά. Εκτός από ένα  που για τον άντρα δεν επιτρέπεται. Για τούτο, για δαύτο, ο Περαίας έχει κώδικα μυστήριο, αυστηρό κι’αλλιώτικο.

Και περνούσε μόστρα-πασαρέλα,αεράτος κουνάμενος και συνάμενος ο Λάκης πότε απ’τον κεντρικό δρόμο στην πόλη, πότε στη Φρεαττύδα και το Πασαλιμάνι. Μαλλί ανταύγειες προς το τσικλαμέν, παπιγιόν, κόκκινο λαμέ παντελόνι, μπλουζάκι φούξια Armani, τσαντάκι στην πλάτη λουλουδάτο, χεράκια χιονάτα κάτασπρα, φρύδι γυαλισμένο και το τσίνορο αλφαδιασμένο  με το τσιμπιδάκι και μάτι μπιρμπιλωτό. Κινήσεις τσαχπίνικες, σκέρτσα μυστήρια κι’αλλιώτικα και ξεχώριζε σαν την τρίχα στη ζύμη.

Ακτή Ξαβερίου, μεσημέρι.. Κάθονταν τώρα στο ουζερί ο Αργύρης ο Χλέμπας με τον Γιάγκο τον Φόρτη και τον μικρό αδερφάκι του Γιάγκου, τον 16χρονο Αντωνάκη και διδάσκανε, δασκαλεύανε  τον μικρό πώς να αποφεύγει στη ζωή τα λούκια, όταν έσκασε κουνιστός από τη γωνία ο Λάκης.
Περίεργο το περπάτημα, λές και είχε στα ποδάρια αμορτισέρ, ελλατήρια η τραμπολίνο και πάγαινε τρικυμιστός πέρα δώθε, λικνιστός, φουλάρι πικέ και άλλα τέτοια εμπριμέ. Που να τον βλέπεις να τον ξεχωρίζεις αμέσως, να τον φτύνεις και… Θεέ μου…συγχώρα με!.

Τα βλέπανε αυτά οι δυο φίλοι στο ουζερί, κάτι δεν του καλοκάθονταν του Αργύρη και γελώντας είπε στον Γιάγκο: -

-Λες;

-Τι να λέω ρε; Φώς-φανάρι. Δεν τονε μπανίζεις ρε τον…αηδία που κουνιέται σαν βάρκα;;

-Παγακαλώ (ομιλία τσαχπίνικη και το ρο κομμένο, λόγω…επιμόρφωσης επί των γαλλικών), έχω λίγο πιο πάνω μείνει από βενζίνη, έχει εδώ κοντά κανένα πγατήγιο; Αλλά κουγάστηκα πολύ, μπογώ να καθίσω για λίγο μαζί σας;

Είπε βαρετά  ο Αργύρης:

-Και δεν κάθεσαι.

Και κάθησε δίπλα στην παρέα τους ο κύριος Λάκης, βρωμοκόπαγε πατσουλίλα να σε παίρνει η μπόχα και να αηδιάζεις και το μάτι του γαρίδα στη λιγούρα, καρφωμένο στον Αντωνάκη, ζαχαράτο σαν πετιμέζι. Παρήγγειλε πορτοκαλάδα  και είπε:

-Παγακαλώ, να κεγάσω;

-Και είπε ο Γιάγκος.

-Όχι ρε μάγκα, εγώ ό,τι πίνω το πλερώνω.

-Καλέ, παγακαλώ τι είναι ένα κέγασμα; Τίποτα δεν είναι.

-Άντε,να κεράσεις.

Και να καραφάκια και να κάτι πλαγιαστά κρυφοχαμόγελα ο κύριος Λάκης στον Αντωνάκη, μέχρι που ξέχασε το πρατήριο, πέρασε καμιά ώρα, πλήρωσε  και πήρε δρόμο. Και είπε ο Γιάγκος :

-Ρε σύ Αργύρη, από πού ρε βγαίνει το Λάκης;

-Από το Βασίλης-Βασιλάκης-Λάκης.

-Μάλιστα, από το Βασίλης, αλλά τούτος, μάλλον σαν …Βασιλικούλα ρε μου μοιάζει.

-Και τι σε νοιάζει ρε αδερφέ;

-Εμένα; Τι να με νοιάζει ρε μάγκα. Εγώ σκύβω;

Σαραντάρης, η …Βασούλα, γνωστή ξεφωνιστή, στην μπαταρέλα στην πόλη ήτουνε ο Λάκης και δεν καθόντανε ήσυχα. Αντί σαν άνθρωπος να βγεί με τους συνομηλίκους του και να περπατάει στα ίσα και σωστά στο καλντερίμι, γύρναγε όλη νύχτα μέσα στην αλαναρία, να ψαρέψει ό,τι βρεί  για το γούστο του, μέχρι Μοσχάτο, Φάληρο  και παραπέρα. Άσε που σεργιάνιζε τις καφετέριες, ψάχνοντας για πιτσιρικάδες. Κι’αφού οι μικροί, οι πιτσιρήδες χρήμα δεν έχουν, τους κέρναγε και τους ξανακέρναγε. Ακόμα κανα δυό φορές και τον Αντωνάκη που τον γουστάριζε, με την παρέα, τους συμμαθητές του.

Τάμαθε, φτάσανε όλα τούτα στ’αυτιά του Γιάγκου, που ήτουνε της πιάτσας και…σημειωμένος για κάτι σοβαρά παραβατικά από παλιότερα.

-Αμάν, θα μου χαλάσει το παιδί.

Όλη μέρα τον έψαχνε, στήθηκε και τον έπιασε φάτσα-κάρτα.

-Άκου να σου πω ρε μυστήριε, βλέπω και ξέρω  ρε ηλίθιε την αρρώστια σου, τα πάθη και τις πράξεις σου. Κάνε ρε ότι γουστάρεις, τράβα μ’όποιον κι’όπου θέλεις να βγάλεις τα μάτια και το σβέρκο σου. Σε προειδοποιώ, από τον Αντωνάκη το αδερφάκι μου αβάρα, μακρυά κι’ αλάργα, γιατί θα σε σκίσω, θα σου κόψω, θα σου σπάσω ρε τα πόδια, θα σου κάνω τη μούρη πλισσέ και θα ντρέπεσαι να κοιταχτείς στον καθρέφτη.

-Τι μου λέτε τώγα, Εγώ τα παιδιά τα αγαπώ και τα πγοσέχω.

-Καλώς, εγώ την είπα την κουβέντα μου  και σε προειδοποίησα. Σακουλεύεσαι;

Μαθητής ήτουνε ο Αντωνάκης και πάντα γυρνούσε σπίτι νωρίς. Εκείνο το βράδυ πήγε 10, άργησε, ανησύχησε ο Γιάγκος για το αδερφάκι του, που το πρόσεχε  σαν τα μάτια του και τον υπεραγαπούσε. Βγήκε λοιπόν στην πιάτσα, βρήκε την παρέα, τους συμμαθητές του και ρώτησε:

-Ο Αντωνάκης;

-Να, πέρασε πριν λίγο κάποιος κύριος με μια BMW άσπρη και έφυγαν μαζί.

Κατάλαβε, αλαφιάστηκε και του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι  .

-Αμάν τον π@@στη, θα τον σκοτώσω.

Γύρισε σπίτι και σε κανα -δυό ώρες γύρισε κι’ο μικρός.

-Που ήσουνα ρε;

-Να, με μια κοπέλλα. Γι’αυτό άργησα.

Και τον έψαξε στις τσέπες τον μικρό, του βρήκε δυο κατοστάρικα και τον πλάκωσε στις σφαλιάρες.

-Κοιμήσου τώρα κι’αυτό που έκανες να μην το ξανακάνεις. Κατάλαβες; Αλήτη και αρσενικιά π@@τάνα εγώ δεν θα σε κάνω.

Το άλλο βράδυ, πεισμωμένος, γραδιασμένος στην τσαντίλα και την αγριάδα, πέρασε και τσεκάρισε δυο τρία μπάρ, όπου σύχναζαν οι τοιούτοι, όταν  πήρε χαμπάρι τον Λάκη σ’ένα απ’αυτά να πίνει το ποτό του. Εκατσε, φύλαξε  και περίμενε. Δεν πρόλαβε να βγει ο Λάκης και τον άρπαξε.

-Ρε παλιοβρωμιάρη, ρε χλεχλέ, παλιοπιπίλα, ρε παλιοκερατά, ρε ερμόδουλε και πλιατσικοκούδουνε, σε προειδοποίησα, μακρυά απ’το αδερφάκι μου, σου είπα την αρρώστια και την  ανωμαλία σου αλλού. Κι’εσύ δεν άκουσες, μου την έκανες ρε αχώνευτε και μου βρώμισες το παιδί. Μπορεί ρε εγώ να είμαι σταμπαρισμένος απ’τη δίωξη, μπορεί να έκανα και μέσα, αλλά τα παιδιά ρε του κόσμου ρε δεν τα βρωμίζω. Τι σου φταίνε ρε αν εσύ είσαι μπολιασμένος στη ρυμούλκα, παλιολούγκρα  και μαγαρισμένος;

Πάρε και τούτη, πάρε και την άλλη, μπουνιές, κλωτσιές, ντιρέκτ, τον πήραν τον Λάκη τα πετιμέζια, τσίριζε και φώναζε…μαμά μου, αλλά ο Γιάγκος λυσσασμένος. Δυό ώρες τον έδερνε, ξύλο της αρκούδας και τον άφησε κάτω αναίσθητο. Ύστερα πήγε και κρύφτηκε στου Αργύρη για να ξεφύγει, να αποφύγει το αυτόφωρο.

Τον έψαξαν και σε δυο μέρες οι αστυνόμοι τον βρήκαν. Στο δικαστήριο το έλα να δεις. Δυό μεγαλοδικηγόροι και ο Λάκης με πέντε μάρτυρες, απ’αυτούς τους ομοίους του. Και φωνές και γυναικουλίστικες στριγκλίές και φασαρία υπέρ του Λάκη.

Τους έβλεπε και σκέφτονταν ο Γιάγκος:

-Ρε τι σόι… λακέρδα είναι τούτοι; Τέτοια αλληλεγγύη μεταξύ τους, τέτοια υποστήριξη  ο ένας στον άλλο, ούτε μασόνοι να ήταν;

Είπε ο δικαστής: «Δεκαοκτάμηνος φυλάκισις διά λόγω και έργω βάναυσον επίθεσιν και πρόκλησιν σοβαρών σωματικών βλαβών. Άνευ εξαγοράς, καθ’ότι ο κατηγορούμενος υπότροπος».

Τούτη τη φορά, ούτε που στεναχωρήθηκε, δεκάρα τσακιστή δεν έδινε ο Γιάγκος που τονε κλείσανε μέσα. Δεκαοκτώ μήνες. Μάλιστα και καλώς. Αλλά πήρε εκδίκηση για το αδερφάκι του, δίνοντας το παράδειγμα και παραπέρα για τα παιδιά του κόσμου που ανώριμα, απονήρευτα, πιάνονται μπόσικα στις βρώμικες διαθέσεις κάθε άρρωστου…αλοβρέχη, ντιγκιντάγκα, πισωγλέντη και  ταμτιριλέμ.

Του Μπάμπη Κ. Μώκου..



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

NEXT PAGE