
Μια φορά κι έναν καιρό, στην καρδιά του βυθού, στην παραμυθένια πόλη του Μπικίνι Μπότομ, ζούσαν δύο αχώριστοι φίλοι: ο Μπομπ Σφουγγαράκης, ένα παντοτινά χαρούμενο κίτρινο σφουγγάρι, και ο Πάτρικ ο Αστερίας, ο πιο τεμπέλης και καλοκάγαθος αστερίας που γνώριζε ποτέ η θάλασσα.
Μια ηλιόλουστη μέρα, ο Μπομπ ξύπνησε με μια απίστευτη ιδέα. «Πάτρικ! Πάτρικ!» φώναξε, τρέχοντας προς το σπίτι του φίλου του, «Έχω μια υπέροχη ιδέα για μια περιπέτεια!».
Ο Πάτρικ, που έκανε τον πρωινό του υπνάκο, άνοιξε ένα μάτι. «Περιπέτεια;» μουρμούρισε με χασμουρητό. «Είναι… κουραστικό;».
«Όχι καθόλου!» απάντησε ο Μπομπ, γεμάτος ενθουσιασμό. «Θα πάμε να βρούμε τον θρυλικό Χαμένο Καρχαρία των Κρισπίνων! Λένε ότι κρύβει τον μεγαλύτερο θησαυρό που υπήρξε ποτέ στο Μπικίνι Μπότομ: ένα δοχείο γεμάτο με απεριόριστα Καβουροπάτι!».
Τα μάτια του Πάτρικ άνοιξαν διάπλατα. «Απεριόριστα Καβουροπάτι;» είπε, σηκώνοντας απότομα το κεφάλι του. «Αυτό… αυτό ακούγεται πολύ λιγότερο κουραστικό!».
Έτσι, οι δύο φίλοι ξεκίνησαν το ταξίδι τους. Ο Μπομπ, κρατώντας έναν χάρτη που είχε ζωγραφίσει ο ίδιος (γεμάτο με πολύχρωμα ψάρια και καλαμάρια), και ο Πάτρικ, ακολουθώντας τον με το γνωστό του, αργό βήμα.
Το πρώτο τους εμπόδιο ήταν το Δάσος των Μεδουσών, ένα μέρος όπου οι μέδουσες κολυμπούσαν αμέριμνες, έτοιμες να τσιμπήσουν τους απρόσεκτους. «Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, Πάτρικ!» είπε ο Μπομπ. «Αλλά μην ανησυχείς! Θα τις ξεγελάσουμε με τους χορευτικούς μας ελιγμούς!». Και πριν καλά καλά το καταλάβει ο Πάτρικ, ο Μπομπ άρχισε να χορεύει έναν αστείο χορό, κάνοντας τις μέδουσες να γελούν τόσο πολύ που έπεφταν η μία πάνω στην άλλη, ανοίγοντας τον δρόμο.
Στη συνέχεια, έφτασαν στο Φαράγγι της Ηχούς, ένα σκοτεινό και απόκοσμο μέρος. «Φοβάμαι, Μπομπ…» ψιθύρισε ο Πάτρικ. «Ακούω περίεργους ήχους…». Ο Μπομπ, χωρίς να χάσει τον ενθουσιασμό του, έβγαλε ένα μπουκάλι με φυσαλίδες. «Είναι απλά ηχώ, Πάτρικ! Άκου!» Και άρχισε να φυσάει φυσαλίδες, οι οποίες έσκαγαν με αστείους ήχους, γεμίζοντας το φαράγγι με χαρούμενα “ΠΟΠ!” και “ΣΟΥΠ!”. Η ηχώ, αντί να είναι τρομακτική, έγινε ένα διασκεδαστικό παιχνίδι.
Τέλος, μετά από πολλές αστείες αναποδιές και γεμάτες γέλια στιγμές, έφτασαν σε μια αρχαία σπηλιά. Στο βάθος, φαινόταν μια τεράστια σκιά. «Ο Χαμένος Καρχαρίας των Κρισπίνων!» αναφώνησε ο Μπομπ.
Καθώς πλησίαζαν, η σκιά αποκάλυψε… ένα τεράστιο ψάρι, με ένα πολύ μικρό δοχείο στο στόμα του. Το ψάρι, φαινόταν να κοιμάται.
Ο Πάτρικ, με την αθωότητά του, άγγιξε το ψάρι. «Είναι… κοιμισμένο;» ρώτησε.
Τότε, το ψάρι άνοιξε αργά τα μάτια του. «Ωχ, επιτέλους ξύπνησα!» είπε με μια βαθιά, βραχνή φωνή. «Είμαι ο Χαμένος Καρχαρίας των Κρισπίνων. Και αυτό το δοχείο…» έδειξε το μικροσκοπικό δοχείο που κρατούσε στο στόμα του «…έχει μέσα του… όχι απεριόριστα Καβουροπάτι, αλλά την απεριόριστη χαρά της φιλίας και της περιπέτειας!».
Ο Μπομπ και ο Πάτρικ κοίταξαν ο ένας τον άλλον. Στην αρχή απογοητεύτηκαν λίγο, αλλά μετά, ένα τεράστιο χαμόγελο απλώθηκε στα πρόσωπά τους. Είχαν διασχίσει το Δάσος των Μεδουσών, είχαν παίξει με την ηχώ στο Φαράγγι, και το πιο σημαντικό: είχαν περάσει την πιο διασκεδαστική μέρα μαζί.
«Ξέρεις, Πάτρικ,» είπε ο Μπομπ, «είχε δίκιο ο καρχαρίας. Η περιπέτεια μαζί σου είναι καλύτερη από οποιοδήποτε Καβουροπάτι!».
Ο Πάτρικ χαμογέλασε. «Έχεις δίκιο, Μπομπ. Και τώρα… μπορούμε να πάμε για ύπνο; Αυτή η περιπέτεια με κούρασε λιγάκι!».
Και έτσι, ο Μπομπ Σφουγγαράκης και ο Πάτρικ ο Αστερίας γύρισαν σπίτι τους, όχι με ένα δοχείο γεμάτο Καβουροπάτι, αλλά με τις καρδιές τους γεμάτες με αναμνήσεις από την πιο διασκεδαστική και αξέχαστη περιπέτεια που είχαν ζήσει ποτέ. Και αυτό, για αυτούς, ήταν ο μεγαλύτερος θησαυρός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου