ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΦΑΝΗΣ ΒΓΕΝΟΠΟΥΛΟΣ |
Στις αρχές του 20ου αιώνα στο βασίλειο της Ελλάδας η κλοπή ζώων αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα των πολλών κτηνοτρόφων.
Ο πρώτος νόμος περί ζωοκλοπής και ζωοκτονίας, ψηφίστηκε το 1848, ενώ στην αρχή της βασιλείας του Γεωργίου του Α΄ εκδόθηκε ο νόμος ΣΑ΄ του 1867 ο οποίος μεταξύ άλλων καθιέρωσε την υποχρέωση των δήμων στη καταβολή αποζημιώσεων για ζωοκτονίες που διαπράττονταν στις περιφέρειές τους.
Στα 1900 τέθηκε σε ισχύ νέος νόμος οποίος αφενός μεν, επιτάχυνε τις διαδικασίες των αποζημιώσεων και αφετέρου επέβαλε αστυνομική επιτήρηση στους καταδικασμένους για ζωοκλοπή και ζωοκτονία εκτός ορίων της επαρχίας του τόπου της κατοικίας των.Βέβαια, στην πράξη τίποτα από αυτά δεν εφαρμόζονταν και οι κτηνοτρόφοι ήταν έρμαια των ζωοκλεφτών, οι οποίοι ζητούσαν λύτρα από τους ιδιοκτήτες των ζώων για να τα επιστρέψουν.
«Η ζωοκλοπή εις τον κολοφώνα»
Χαρακτηριστικό της κατάστασης που επικρατεί στην επαρχία της Αχαΐας, αποτελεί το σχετικό δημοσίευμα του «Νεολόγου» των Πατρών, στο φύλλο της 15ης Οκτωβρίου 1902 και αφορά τις ζωοκλοπές στον τότε Δήμο Φαρρών. Το ρεπορτάζ, το οποίο φιλοξενείται στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας έχει τίτλο «Η δημόσια ασφάλεια εν τω Δήμω Φαρρών – Εικών απαισία – Η ζωοκλοπή εις τον κολοφώνα» και περιγράφει με μελανά χρώματα, αλλά και με συγκεκριμένα στοιχεία την κατάσταση αναρχίας που επικρατεί στην ορεινή περιοχή της Αχαΐας. Όπως γράφει ο συντάκτης του κειμένου: «Εκ Χαλανδρίτσης επιστέλλουσιν ηίν τα εξής αληθώς τρομακτικά δια την δημοσίαν ασφάλειαν, η οποία περιήχθη εις λίαν δυσάρεστον σημείον.
(13 Οκτωβρίου) Φόνοι, αναιρέσεις και τραυματισμοί καθ’ εκάστην σχεδόν λαμβάνουσι χώραν και η ζωοκλοπή απ’ άκρου εις άκρον λυμαίνεται τον δήμον τούτον.
Των κλεπτομένων μικρών ζώων ουκ έστιν αριθός και αν θελήση τις ν’ αριθμήση τας διαπραχθείσας κλοπάς τοιούτων, θα τω χρειασθώσι δέκα ολόκληρα φύλλα της μεγαλοσχημοτέρας των εφημερίδων. Αρκεί όμως ν’ αναγραφώσιν αι κλοπαί των μεγάλων ζώων δια να γνωρίση ο κόσμος, αν αληθώς η τάξις και η ασφάλεια επαγιώθησαν, ως καθ’ εκάστην διασαλπίζουσιν αι αρμόδιαι αρχαί». Η παραπάνω χαρακτηριστική περιγραφή του συντάκτη για την κατάσταση που επικρατεί στην περιοχή, συμπληρώνεται με τα εξής: «Κατ’ εμέ, προτιμώτερον θα ήτο, εάν εις ή και πλείονες επικεκηρυγμένοι λησταί υπήρχον εν των δήμω τούτω, διότι τούτος μόνον οι ευπορούντες θα εφοβούντο, ενώ ήδη πάσχει το όλον των κατοίκων, ους καταμαστίζουσιν ανηλεώς και ακαταπαύστως αι λεγεώνες των ζωοκλεπτών, αφόβως και ανενοχλχήτως ενασκούντων το μυσαρόν επάγγελμά των».
Ο ονομαστικός κατάλογος των θυμάτων
Για να πείσει τον αναγνώστη, ο συντάκτης του κειμένου δημοσιεύει ονομαστικό κατάλογο των θυμάτων των ζωοκλεφτών και των ζώων που τους έκλεψαν, από μόλις τρία χωριά της περιοχής του Δήμου Φαρρών και σε διάστημα από τον Αύγουστο μέχρι το πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου. Η συχνότητα των περιστατικών αλλά και των ζώων που είχαν κλαπεί, πράγματι εντυπωσιάζει. Όπως γράφει ο συντάκτης του «Νεολόγου» των Πατρών:
«Δια να μη με νομίση δε τις ότι αοριστολογώ και ότι από σκοπού αποδίδω την απαισίαν ταύτην κατάστασιν εις κυβερνητικήν αδράνειαν, αναγράφω ονομαστί εκείνους των οποίων τα ζώα εκλάπησαν από του μηνός Αυγούστου ε.ε. και εντεύθεν, εις τρία μόνον χωρία εκ των τριάκοντα του δήμου». Ο συντάκτης αναφέρει τις περιπτώσεις, ονομαστικά, των θυμάτων από τα χωριά Μπούμπα (σημερινό Ελληνικό), Καλούσι και Χαλανδρίτσα. Στο ρεπορτάζ αναγράφονται 22 ονοματεπώνυμα κατοίκων – θυμάτων των ζωοκλεφτών. Συνολικά έχουν κλαπεί σε αυτό το διάστημα των δύο και κάτι μηνών, 25 άλογα, επτά βόδια, δύο μουλάρια και δύο γαϊδούρια. Να σημειωθεί ότι εκείνη την περίοδο, τα παραπάνω ζώα ήταν σημαντικότατα για την εκτέλεση των αγροτικών εργασιών, καθώς τα ιπποειδή και τα βοοειδή, χρησίμευαν όχι μόνο για τη μετακίνηση των ανθρώπων, αλλά και ως μέσο μεταφοράς προϊόντων, αλλά και ως κινητήρια δύναμη για το όργωμα των χωραφιών και εκτέλεσης διάφορων άλλων αγροτικών εργασιών.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο συντάκτης του «Νεολόγου» των Πατρών εκτιμά ότι: «Και τα ουχί ολίγα ταύτα μεγάλα ζώα εκλάπησαν εις το βραχύ τούτο διάστημα, εκ τριών μόνον χωρίων, αν δε τις προχωρήση εις ευρυτέραν εξέτασιν προς ανακάλυψιν των λαβουσών χώραν κλοπών καθ’ όλον τον δήμον καθ’ όλον το έτος, αδιστάκτως ότι ο αριθμός των κλαπέντων μεγάλων ζώων θα φθάση τον 300στόν και πλέον».
Η αστυνομία κρατά… σημειώσεις
Ο συντάκτης του κειμένου είναι ιδιαίτερα επικριτικός απέναντι στη στάση της Αστυνομίας, την οποία κατηγορεί ότι ενώ γνωρίζει τους δράστες, δεν κάνει τίποτα για να τους συλλάβει και περιορίζεται στο ρόλο του παρατηρητή, καλώντας τα θύματα να τα βρουν με τους κλέφτες. Όπως γράφει: «Οι κλέπται εισί γνωστοί προς πάντας και προς τα τοπικάς αρχάς και όμως αυταί, ιδίως η αστυνομική, εις ην προσφεύγουσιν οι αδικούμενοι πολίται, δεν συγκινείται ποσώς, ούτε ανησυχεί καν, αλλά κρατούσα σημειώσεις μόνον, ως απλούς χρονογράφος, τους παραπέμπει δια να συνθηκοογήσωσι μετά των ζωοκλεπτών εις ους καταβάλλουσιν αδρά λύτρα και εξαγοράζουσι τα ζώα των. Πολλούς δε τούτων κατ’ εκλογήν εννοείται, προσερχομένους εις την αστυνομίαν δια να ζητήσωσι την αρωγήν της συλλαμβάνει αυτή ως οφείλοντας τους φόρους των κλεπτομένων αροτριώντων κτηνών των και, δίκην κακούργων τους αποστέλλει δεσμίους εις τα φυλακάς».
Ο λαός γογγύζει
Απογοητευμένος από την κατάσταση, ο συντάκτης του «Νεολόγου» των Πατρών καταλήγει με τα εξής: «Ο ήσυχος λαός επομένως κακοδαιμονεί και γωγγύζων αναμένει την στιγμήν καθ’ ην θα δυνηθή να τερματίση την κατάστασιν ταύτην και να συντελέσεη εις την εμπέδωσιν της τάξεως και εις την απαλλαγήν του από του Κυλλωνείου άγους, όπερ ασπλάχνως τον καταπιέζει από του παρελθόντος έτους».
*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Νεολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου