Της Χριστίνας Μουκούλη* |
Μόλις είχαν κλείσει τα σχολεία και ήμουν διπλά χαρούμενος. Και γιατί δεν θα είχαμε μαθήματα -μεταξύ μας, δεν συμπάθησα ποτέ το διάβασμα- και γιατί θα ερχόταν πάλι ο Αλέκος.
Με τον Αλέκο είχαμε γίνει κολλητοί από την προηγούμενη χρονιά. Ο πατέρας του νοίκιαζε κάθε καλοκαίρι τα λιβάδια πάνω στο βουνό και έφερνε εκεί το κοπάδι του. Αρχές Μαΐου ερχόταν το μεγάλο φορτηγό που μούγκριζε σαν εκατό θεριά μαζί. Στην καρότσα του πρόβατα, άλογα, σκυλιά και στην καμπίνα του τρία άτομα. Τους έφερνε μέχρι εκεί όπου έφτανε ο δρόμος και μετά ανέβαιναν με τα πόδια. Και με τα άλογα. Ο Αλέκος με τη μάνα του ερχόταν αργότερα, όταν έκλειναν τα σχολεία. Πηγαίναμε στην ίδια τάξη, αλλά, όταν συναντιόμασταν, ποτέ δεν μιλούσαμε για μαθήματα.
Η μάνα μου κι η αδερφή μου πήγαιναν συχνά στο βουνό να κόψουν ξύλα. Ο πατέρας, τότε, ήταν δυο χρόνια πεθαμένος. Με έπαιρναν μαζί τους και, μέχρι να κόψουν τα ξύλα, εγώ έβρισκα τον Αλέκο. Καθόμασταν δίπλα στη βρύση και κυνηγούσαμε βατράχια. Πιάναμε τα μωρά τους, τα βγάζαμε από το νερό και τα ακουμπούσαμε στο χώμα, να τα ψήσει ο ήλιος. Το δέρμα τους γυάλιζε καθώς κινούνταν αδύναμα. Νόμιζαν ότι βρίσκονταν στο νερό και προσπαθούσαν να κολυμπήσουν. Την άλλη μέρα μαζεύονταν τα μυρμήγκια και δεν άφηναν τίποτα.
Ο Αλέκος μού έλεγε ιστορίες για την πόλη του. Τρία λεωφορεία αλλάζουμε για να φτάσουμε, μου είχε πει, τόσο μακριά είναι από δω. Κάθε φορά βγάζω τα συκώτια μου. Είχε, μου έλεγε, και θάλασσα. Εγώ δεν ήξερα πώς είναι η θάλασσα. Ούτε λύκους είχα δει. Εκείνος είχε δει τρεις. Και μια αρκούδα με δυο μικρά. Δεν φοβόταν, έλεγε, γιατί είχαν κάτι τσοπανόσκυλα, χειρότερα από τους λύκους. Αλήθεια έλεγε. Έμεναν σε μια καλύβα, κονάκι το έλεγε ο Αλέκος, πάνω στην πλαγιά, δίπλα στο μαντρί όπου έβαζαν το βράδυ τα πρόβατα για να μην τα φάνε οι λύκοι. Κοιμόταν σε στρώματα ριγμένα στο χώμα και πλένονταν στη βρύση, που ήταν στην άκρη του λιβαδιού. Είχαν φτιάξει και ποτίστρες για τα ζώα. Σ’ αυτή τη βρύση πιάναμε τα βατράχια. Ή, μάλλον, τα μωρά τους. Εγώ δεν είχα ιστορίες να του πω. Δεν είχα ζήσει τίποτα συναρπαστικό και πρωτότυπο. Η φτώχεια και η ορφάνια ήταν πράγματα γνωστά και συνηθισμένα.
Δεν είχα ζήσει τίποτα συναρπαστικό και πρωτότυπο. Η φτώχεια και η ορφάνια ήταν πράγματα γνωστά και συνηθισμένα.
Εκείνη τη χρονιά, ήξερα ότι ο Αλέκος είχε έρθει. Περίμενα πώς και πώς να πάμε στο βουνό για ξύλα. Είχε κλείσει και το σχολείο. Όμως η μάνα δεν με έπαιρνε μαζί της. Έβρισκε κάτι χαζές δικαιολογίες. Κάνει ζέστη, θα κουραστείς, οι ντομάτες θέλουν πότισμα, και τέτοια. Εγώ την παρακαλούσα, σχεδόν κλαίγοντας. Όμως, όταν η μάνα έλεγε κάτι, δεν άλλαζε γνώμη, κι ο Θεός ο ίδιος να κατέβαινε. Η αδερφή μου, από την άλλη, δεν είχε καμιά όρεξη να πηγαίνει. Είχε παχύνει πολύ τελευταία και δυσκολευόταν να περπατήσει. Σκεφτόμουν ότι σε λίγο καιρό θα ερχόταν κι ο αρραβωνιαστικός της από την Αθήνα, για να κανονίσουν για τον γάμο, κι άμα την έβλεπε έτσι χοντρή, μπορεί και να μην την ήθελε. Μπορεί να μας έμενε στο ράφι και τότε ποιος άκουγε τη μάνα. Τέτοια προξενιά, δεν τα βρίσκεις κάθε μέρα. Την έπαιρνε και πήγαιναν συνέχεια για ξύλα, ενώ αυτά που είχαμε, έφταναν να βγάλουμε όχι έναν αλλά δύο χειμώνες. Εμένα με άφηνε πίσω και για να ποτίσω τον κήπο, να ξεριζώσω τα αγριόχορτα. Ό,τι κάνει κακό, πρέπει να ξεριζώνεται νωρίς, έλεγε. Άμα το αφήσεις, η ζημιά είναι μεγάλη.
Εκείνη τη μέρα, Κυριακή ήταν, 20 Ιουνίου 1965 έγραφε το ημερολόγιο, εγώ κι η μάνα πήγαμε στην εκκλησία, όπως πάντα. Η αδερφή μου δεν ήρθε μαζί μας, γιατί είχε χτυπήσει το πόδι της και δεν μπορούσε να περπατήσει. Έτσι είπε η μάνα στη γειτόνισσα. Την είδα που έκλαιγε, την προηγούμενη μέρα που είχανε γυρίσει από τα ξύλα, αλλά δεν ήξερα ότι είχε χτυπήσει. Ήταν χλωμή και δεν σηκώθηκε από το κρεβάτι ούτε για να φάει. Αυτό ήταν κάπως περίεργο, γιατί τον τελευταίο καιρό έτρωγε όλη την ώρα.
Στην εκκλησία, την ώρα που ο παπάς είπε δι’ ευχών και άρχισε να δίνει το αντίδωρο, μπήκε ο Αλέκος. Ναι, ο δικός μου ο Αλέκος, που δεν κατέβαινε ποτέ στο χωριό. Έψαχνε, είπε, τον χωροφύλακα. Όλοι άρχισαν να τον ρωτάνε γιατί. Κάτι τον ήθελε ο πατέρας του. Θα τον περίμενε έξω, είπε. Στο σούσουρο που ακολούθησε, κατάφερα να ξεγλιστρήσω από την προσοχή της μάνας. Πήγα κοντά στον Αλέκο. Δεν μπορείς να φανταστείς τι βρήκα, μου είπε. Πρέπει να έρθεις να το δεις.
Μέχρι να κανονιστεί ποιος θα πήγαινε από το χωριό, χωροφύλακας, πρόεδρος, γραμματέας, παπάς, δάσκαλος κτλ, είχα ανέβει στο άλογο με τον Αλέκο και τον πατέρα του και ξεκινήσαμε για το βουνό. Η μάνα μου είχε φύγει πολύ βιαστικά για το σπίτι, αλλιώς δεν θα με άφηνε να ακολουθήσω τον Αλέκο.
Φτάσαμε πρώτοι απ’ όλους. Μην το πειράξετε, έδωσε εντολή ο πατέρας του Αλέκου, μόλις ξεπεζέψαμε. Κουνήσαμε το κεφάλι και τρέξαμε, μπροστά ο Αλέκος και πίσω εγώ, προς τα εκεί όπου τέλειωνε το λιβάδι κι άρχιζε το δάσος. Ανάμεσα στις φτέρες, ήταν κάτι, τυλιγμένο σε ένα πανί γεμάτο χώματα. Εκείνος πήρε ένα ξύλο και μετακίνησε λίγο το πανί. Φάνηκε ένα μικρό κεφάλι, δυο χέρια. Μοιάζει με κούκλα, είπε ο Αλέκος, αλλά δεν είναι πλαστικό, το βρήκαν σήμερα τα σκυλιά μας. Δεν το είχαν θάψει και πολύ βαθειά. Στο μικρό πρόσωπο είχε μείνει μια γκριμάτσα πόνου, μαζί με ένα ξάφνιασμα, κάτι σαν αχνό χαμόγελο, γέλιο και κλάμα μαζί. Τα μάγουλα μελανιασμένα, με καφέ κηλίδες, αίμα και χώμα, τα μάτια κλειστά.
Παραλίγο να ξεράσω, αλλά κρατήθηκα. Πολλές φορές είχα ακούσει για πεθαμένα μωρά. Δεν είχα δει ποτέ κανένα από τόσο κοντά. Ούτε μπορούσα να καταλάβω γιατί το έφεραν εδώ πάνω και δεν το πήγαν στο νεκροταφείο του χωριού. Σε λίγο έφτασαν κι οι υπόλοιποι. Άλλοι με μουλάρια κι άλλοι με τα πόδια, καταϊδρωμένοι. Κι όλοι ρωτούσαν τον Αλέκο και τον πατέρα του, αν είχαν δει κάτι, κάποιον. Δεν είχαν δει κανέναν. Το τύλιξαν σε ένα σεντόνι, το φόρτωσαν στο μουλάρι και το πήραν μαζί τους. Θα ερχόταν κάποιος γιατρός στο χωριό, να το εξετάσει. Την άλλη μέρα. Τη μαμά του πώς θα τη βρουν, ρώτησα. Δεν πήρα απάντηση. Και σαν να μου φάνηκε ότι κάποιοι με κοίταξαν ειρωνικά.
Μείναμε με τον Αλέκο να κοιτάμε το σκαμμένο χώμα. Μετά πήγαμε στη βρύση. Δεν πιάσαμε βατράχια, αν και η γούρνα ήταν γεμάτη από τα μωρά τους. Καθίσαμε μόνο και τα κοιτούσαμε για ώρα. Πολλή. Πω-πω, μου ξέφυγε κάποια στιγμή. Ο Αλέκος απλά κατένευσε. Σκεφτόμουν ότι πλέον θα είχα κι εγώ μια ιστορία να διηγούμαι. Όμως, η αλήθεια είναι, ότι, για κάποιο λόγο, ως τώρα, δεν τη διηγήθηκα ποτέ σε κανέναν.
* Στην κεντρική εικόνα, λεπτομέρεια από φωτογραφία του Τάκη Τλούπα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου