Περνάνε δεκαπέντε μέρες, γυρνάνε, πάει η ξανθιά στη μαμά της:
-Πως πέρασες αγάπη μου;
-Ήτανε φανταστικά, εκπληκτικά !!!
-Και που πήγατε;
-Ήταν υπέροχα, σε κάτι νησάκια στον ειρηνικό!
-Καλά, δεν ήταν επικίνδυνα, με καρχαρίες;
-Ναι μαμά, είχε πάρα πολλούς καρχαρίες.
-Και τι κάνατε;
-Εγώ έμαθα κολύμπι!
-Εκεί μέσα κοπέλα μου. Πως;
-Ε να, με έπαιρνε ο Γιώργος με το βαρκάκι ανοικτά και με πέταγε μέσα.
-Σε πέταγε μέσα; Και τι έκανε αυτός;
-Εκείνος έφευγε, και μετά εγώ κολύμπαγα γρήγορα για να μην με φάνε…
-Καλά παιδάκι μου, και το βλέπεις καλό αυτό;
-Μα μαμά, έμαθα κολύμπι.
-Μα δεν ήταν πολύ δύσκολος τρόπος αυτός;
-Δεν ήταν αυτό το δύσκολο, το πιο δύσκολο ήταν να βγαίνω μέσα από το σάκο που με είχε!
-Εγώ έμαθα κολύμπι!
-Εκεί μέσα κοπέλα μου. Πως;
-Ε να, με έπαιρνε ο Γιώργος με το βαρκάκι ανοικτά και με πέταγε μέσα.
-Σε πέταγε μέσα; Και τι έκανε αυτός;
-Εκείνος έφευγε, και μετά εγώ κολύμπαγα γρήγορα για να μην με φάνε…
-Καλά παιδάκι μου, και το βλέπεις καλό αυτό;
-Μα μαμά, έμαθα κολύμπι.
-Μα δεν ήταν πολύ δύσκολος τρόπος αυτός;
-Δεν ήταν αυτό το δύσκολο, το πιο δύσκολο ήταν να βγαίνω μέσα από το σάκο που με είχε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου