Δυο γηραιές κυρίες, που δεν μπορούν να δουν πέρα απ’ τη μύτη τους, είναι
σ ένα αυτοκίνητο και πάνε βόλτα .
Φτάνουν σε μια διασταύρωση, το φανάρι
είναι κόκκινο, αλλά περνάνε χωρίς να σταματήσουν καθόλου.
Η γριά που κάθεται στη θέση του συνοδηγού σκέφτεται:
«Μου φαίνεται ότι τα χάνω. Είχα την εντύπωση ότι το φανάρι ήταν κόκκινο» Στην επόμενη διασταύρωση, πάλι κόκκινο το φανάρι, πάλι περνάνε χωρίς να σταματήσουνε, πάλι είχε τις αμφιβολίες της η γριά, που καθότανε στη θέση του συνοδηγού, αλλά δεν είπε ούτε αυτή τη φορά τίποτα.
Όταν όμως περάσανε και το τρίτο φανάρι με κόκκινο, λέει στην άλλη γριά, που οδηγούσε:
-Αγλαΐα! Ξέρεις ότι περάσαμε τρία φανάρια, το ένα μετά το άλλο, με κόκκινο; Έτσι όπως πας θα μας σκοτώσεις!
Και η Αγλαΐα:
Η γριά που κάθεται στη θέση του συνοδηγού σκέφτεται:
«Μου φαίνεται ότι τα χάνω. Είχα την εντύπωση ότι το φανάρι ήταν κόκκινο» Στην επόμενη διασταύρωση, πάλι κόκκινο το φανάρι, πάλι περνάνε χωρίς να σταματήσουνε, πάλι είχε τις αμφιβολίες της η γριά, που καθότανε στη θέση του συνοδηγού, αλλά δεν είπε ούτε αυτή τη φορά τίποτα.
Όταν όμως περάσανε και το τρίτο φανάρι με κόκκινο, λέει στην άλλη γριά, που οδηγούσε:
-Αγλαΐα! Ξέρεις ότι περάσαμε τρία φανάρια, το ένα μετά το άλλο, με κόκκινο; Έτσι όπως πας θα μας σκοτώσεις!
Και η Αγλαΐα:
-Πώς; Εγώ οδηγώ;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου