links

ΚΑΙΡΟΣ

ΚΕΡΑΜΙΔΙ ΒΑΛΤΟΥ Καιρός

Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2017

«ΟΙ…ΜΠΟΥΤΙΚ…!». Γράφει ο Μπάμπης Κ.Μώκος

Νο 36.-Από την νέα ενότητα «ΑΤΙΜΗ…ΚΕΝΩΝΙΑ!!».Του Μπάμπη Κ.Μώκου.

Ζει ο άνθρωπος μόνο με νερό; Όχι δεν ζει. Η επιστήμη το λέει καθαρά. Το έχει…ξεκόψει!. Άμα δεν …λαδώσει ο…καταπιόνας σου…πάει, προπονείσαι για..πτώμα!.
Δυο μέρες είχε να βάλει μπουκιά στο στόμα του ο Σωτήρης ο Μέγκουλας  και πέρναγε έξω απ’το μαγειρείο του Λιγνάδη και μύριζε…γιαχνιστές μυρωδιές να ..ξεγελάσει, να…κοροϊδέψει την πείνα του.. Όμως χορταίνεις με τις μυρωδιές; Δεν χορταίνεις!. Και σκεφτικός …ατσίγαρος, απελπισμένος και ρέστος περπάταγε κατά Ξαβέρι μεριά, βρίζοντας και μονολογώντας.
-Ρε συ θα πεθάνουμε απ΄την αφραγκία και την πείνα; Επιτρέπεται ένας Σωτήρης Μέγκουλας να ψοψήσει νηστικός; Απαράδεκτο ! και δεν επιτρέπεται!.
Ανήσυχο, πολύ…ανήσυχο …παιδί, φυντάνι, παλιό στην πιάτσα ήτονε ο Σωτήρης. Δούλεψε και φορτωτής στο λιμάνι και στην ψαραγορά, στη Λαχαναγορά και καθαριστής στο Δήμο, έπεσε και σε κάτι ψιλοπαραπτώματα, κάτι…μπούκες, κάτι…ψειρίσματα και του φτιάξανε «βιβλιάριο ποινών», όχι τίποτα σοβαρό δηλαδή, κάτι..κοκκινίσματα και έτη φυλάκισης τρία και ήμισυ!.

Και σκέφτονταν, βασάνιζε ..τριβέλιζε την γκλάβα του μπάς και κατεβάσει τίποτα ιδέες για καμιά ψιλοκονόμα, τίποτα …τάλληρα να τη…βγάλει. Μια ζωή ιστορίες …πατέντες και…σχέδια ο Σωτήρης, πολλά…σχέδια. Γύρισε λοιπόν πίσω το μυαλό του, θυμήθηκε ένα παλιότερο και τό’βαλε σε εφαρμογή.

Και διάλεξε, όπως παλιά, μια μπουτίκ να την κουμαντάρουνε γυναίκες. Στήθηκε απ’έξω, κυαλάριζε και περίμενε τη στιγμή όπου μια πελάτισσα κίνησε να μπει στο μαγαζί. Σχεδόν κόλλησε πίσω της και μπήκε κι’αυτός μαζί της. Τους είδε η κυρία που κάθονταν στο ταμείο, σου λέει, μαζί μπήκανε, ζευγάρι θα είναι.
Και μιλούσε η πελάτισσα στην πωλήτρια, διάλεξε κάτι διάλεξε, μπήκε στο δοκιμαστήριο και τότε μίλησε ο Σωτήρης στην πωλήτρια:
-Αυτό το φόρεμα, ωραίο, πολύ ωραίο, φαίνεται ακριβό, μόνο παρακαλώ, θα μου κάνετε καλή τιμή;.
-Αστειεύεστε και βέβαια.
-Μπορώ να το δω λίγο καλλίτερα έξω στο φως;
-Και βέβαια καλέ, μπορείτε.

Και πήρε το φόρεμα ο Σωτήρης, ένα φόρεμα με στράς και πέρλες  και βγήκε έξω, τάχα το περιεργάζονταν και ξαφνικά το άρπαξε, τόβαλε στα πόδια και έγινε…μπουχός!.
Περνούσε η ώρα, πλήρωσε η πελάτισσα ό,τι αγόρασε και της είπε η κυρία στο ταμείο:
-Καλέ κυρία, ο σύντροφός σας, ο κύριος που μπήκε μαζί σας, αργεί πολύ αργεί, πήρε ένα φόρεμα για σας και βγήκε έξω να το δει καλλίτερα.
-Ποιος σύντροφος; Ποιος κύριος; Δεν είμαστε μαζί. Δεν τον γνωρίζω τον κύριο.
Απόρησαν, αλληλλοκοιτάχτηκαν, κατάλαβαν οι γυναίκες του μαγαζιού και είπαν:
-Αμάν απατεώνας. Μας κλέψανε. Βγήκαν έξω να ψάξουν, τι να βρουν; Ούτε…κύριος, ούτε φόρεμα, τίποτα.
Και πήρε το φόρεμα ο Σωτήρης, τράβηξε κατά πλατεία Ιπποδαμείας μεριά, τό’σπασε, άρπαξε 10 τάλληρα, έβαλε πλώρη κατά το μαγειρείο του Λιγνάδη…τσάκισε δυο πατσάδες και…στανιάρισε. Ύστερα κατέβηκε κατά Τρούμπα μεριά βρήκε τα φιλαράκια του, κέρασε τα ούζα  και τους είπε
τα ..καθέκαστα.
-Ρε μάγκα, παλιό κι’ωραίο το σχέδιο με τις μπουτίκ. Πού το σκέφτηκες; Που το θυμήθηκες; Ρε συ ωραία λεφτά, εύκολα, να την ξανακάνουμε κι’εμείς την πατέντα.

Αναβροχιά τώρα στην πιάτσα και ξαμολύθηκαν τα..αετονύχικα, τα…αλαφροχέρικα…παιδιά και εφάρμοσαν την…πατέντα στα μαγαζιά. Κλοπές-κλοπές, βούιξε η αγορά. Όμως οι μαγαζατόροι έχουν…κονέ, βρίσκονται, τα λένε και τα συζητούν, οπότε και απευθύνθηκαν στην αστυνομία.
-Έτσι κι’ετσι, μπαίνουν  στα μαγαζιά μας, προσποιούνται τους πελάτες και μας έχουν κατακλέψει. Δεν πάει άλλο.

Και ξαμολύνθηκαν τα..τζιμάνια της ασφάλειας. Πρώτη στάση τα σαράφικα και τα παλαιοπωλεία. Παλαιοπώλης και σαράφης χωρίς…ρουφιανιά δεν στέκεται!.
Και ως συνήθως, πήραν τα παιδιά της ασφάλειας τις πληροφορίες τους.
-Αυτοί, κι’αυτοί είναι που μας φέρνουν πράγματα και λέγονται έτσι κι’έτσι, συχνάζουν εκεί κι’εκεί  και τα …λοιπά.

Κατέβηκαν οι ασφαλίτες στην πιάτσα, μάζεψαν τα…καλά παιδιά, κάλεσαν και τους μαγαζατόρους, τους έστησαν απέναντι και είπε ο Διοικητής.
-Γνωρίζετε κανέναν απ’αυτούς; Είναι κανένας απ’αυτούς που σας έκλεψε;
Είπε ο ένας μαγαζάτορας, είπε ο άλλος, πετάχτηκε και η κυρία απ’όπου πήρε ο Σωτήρης το φόρεμα.
-Αυτός Κε Αστυνόμε, αυτός είναι που μου πήρε, που μου έκλεψε το πανάκριβο το φόρεμα και μάλιστα μου ζήτησε να του κάνω και καλή τιμή. Ο αλήτης.

Δύο κα…ήμισυ χρονάκια…δώρο εισέπραξε ο Σωτήρης. Και κάθεται τώρα μανταλωμένος, απελπισμένος…μαραμένος στην …ψειρού και μονολογεί:

-Τι τα ήθελα εγώ τα παλιά τα σχέδια με τις μπουτίκ; Όμως αυτή η ρουφιάνα  η πείνα δεν υποφέρεται. Τουλάχιστον εδώ μέσα θα’χει φαΐ

Του Μπάμπη Κ. Μώκου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

NEXT PAGE