links

ΚΑΙΡΟΣ

ΚΕΡΑΜΙΔΙ ΒΑΛΤΟΥ Καιρός

Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2017

"ΚΑΙ ΜΑΓΟΥΛΟ ...ΒΕΡΥΚΟΚΟ!" Γράφει ο Μπάμπης Κ.Μώκος

Νο 25.-Από την νέα ενότητα «ΑΤΙΜΗ…ΚΕΝΩΝΙΑ!!».Του Μπάμπη Κ.Μώκου.
Κι' ας είπε ο ποιητής πως "ο Αύγουστος λούζεται μέσ' την αστροφεγγιά'! (Ποιητής είναι, ότι θέλει λέει). Σε μας που απ'τη ζέστη ...λουζόμαστε στον ιδρώτα, έχει τίποτα να μας πει;

Λέω, έχει;

Τελικά αυτός ο Αύγουστος είναι πολύ...μπαγάσας!.

Δεν λέει να...νοτίσει, να δροσίσει λιγουλάκι, να φύγει το συννεφόκαμα, η  καρακαντίλα, να πάρει λίγο απάνω του το μελτεμάκι, να διώξει την κουφόβραση κι αυτή τη ρημάδα την υγρασία που συμμάχησε με τη ζέστη  και κοροϊδεύει τους  μετεωρολόγους, τα  μερομήνια και ταλαιπωρεί και τον Μήτσο.

Τσίφτης ο Μήτσος, ασίκης και καραμπουζουκλής. Και κάθεται στο καφενείο του Μηνά καρέκλες μία να καθόμαστε και δύο ν'ακουμπάμε!. Και ξύνεται και δίνει παραγγελιά στην ...γκλάβα του να του κατεβάσει ιδέες.

Τον ξέρει τον Μήτσο ο Μηνάς απ'την καλή κι' απ' την ανάποδη. Τά'χει το παλληκάρι, τα χαλάει . Δεν τά'χει  είναι σαν τη ρέγγα τον Αύγουστο. Τέρτσος  και ψαχουλιάρης μπάς και βρεί κανένα ψιλοσυγγενή η γνωστό και τον παραμυθιάσει, να τον...δολώσει, να τον ...δαγκώσει και να τον αρμέξει. Όσο για την....κασέτα πάντα ίδια κι' απαράλλακτη:

-Ξέρεις φιλαράκι, άμα έχεις, λέω άμα έχεις, χρειάζομαι τόσα, αλλά και τα μισά να μού δινες, θα τη βγάλω. Αν δεν είχα κι'αυτή τη μάνα μου στο νοσοκομείο κάτι θα γινότανε, τώρα πως;

Τ'ακούει αυτά ο Μηνάς (όλοι οι καφεντζήδες κρυφακούνε) και τον πιάνει το...μουλαρίσιο.
-Καλά ρε μούργο, τι του λές του ανθρώπου ;

Έχεις μάνα; Δεν πέθανε πρόπερσι; Καλά ρε δυο μανάδες είχες;

Κάνει σσσσς....ο Μήτσος, πάει  στο Μηνά και ...καθρεφτίζεται:
-Αδελφέ το βλέπεις αυτό;  Κοίτα δώ; Και του μοστράρει το πράσινο το κατοστάρι .
-Τόσα ρε του πήρα και σύ σαρμάκο -τουμπεκί. Άσε που τον λυπήθηκα γιατί συγκινήθηκε που του είπα για τη μάνα μου.

Σιγά που τον έπιασε η μεγάλη ...λύπηση τον Μήτσο, δίνει τα 50 στο Μηνά  (ούτε και που θυμάται πόσα κι' από πότε  του χρωστάει ), ισιάζει το πουκάμισο-χρώμα μπλού λουλακί  λαμέ, με γιακάδες κάτασπρους, χιονάτους για αντίθεση-για τις γυναίκες ντέ! ( να μην μας λένε και γύφτους!).,...

Σαλιώνει ένα λαθραίο και παραγγέλνει βαρύ και όχι. Λέει το μαγαζί ...χτύπος κι' απάνω πού ρχεται ο καφές, φάτσα στην πλατεία περνάει το πρόσωπο. Λίκνισμα ...κόλαση, κορμί σπαθάτο για παρέλαση, μάτι μαριόλικο να σε κοιτάξει και να πας από ... βασκανιά . Κοιτάζει από μέσα ο καφετζής (οι καφετζήδες τα βλέπουν όλα, γυρίζοντας εδώ κι εκεί την κεφάλα τους
σαν περισκόπιο από υποβρύχιο).  Πω  πώ μανάρα μου, τι είναι αυτό ρε, ρε τι πράμα είναι  αυτό, τι μάγουλο βερύκοκο;

Ακούει ο Μήτσος την κουβέντα και σαν να τον τσίμπησε νταβάνι (από 'κείνα τα μαυροπράσινα τα μεγάλα που άμα δεν τα προλάβεις, κάνουνε τέτοια ..βουρδουλιά, τέτοιο τσίμπημα, σαν ...εφοριακοί και είσαι να γυρεύεις φαρμακείο και κορτιζόνες νύχτα τον Αύγουστο).

Τι είπες τώρα ρε Μηνά, είπες βερύκοκο; Ναι είπα βερύκοκο, τρέχει τίποτα;
- Όχι ρε φίλε, άστο...

Άστο, πως άστο, λέει μέσα του  ο Μήτσος. Αυτό είναι το θέμα , εδώ είναι το ζουμί, στο βερύκοκο.

Όμως το βερύκοκο δεν είναι μόνον φρούτο, είναι και το... πρόσωπο. Και το πρόσωπο έχει το ονοματάκι Σούλα, αλλά και πατέρα μεγαλομανάβη. Να, έτσι, πως, γι'αυτό και τα φρούτα έχουνε ονομασίες και γλύκα σαν τις γυναίκες.

Στημένη από ώρα στο σημείο  το γνωστό  το απόγευμα η Σούλα, περνάει και κανα μισάωρο ΄απ τα συνενοημένα  για το ραντεβού και ξεμπουκάρει τάχα αλαφιασμένος ο Μήτσος. (Δεν είναι ότι άργησε, αλλά κρυμμένος την παρακολουθούσε να βολτάρει πέρα-δώθε στα δυο μέτρα, σαν τον τσολιά στον; άγνωστο στρατιώτη. Όχι που θα την άφηνε να φύγει).

-Μήτσο μου τι  έχεις, τί έχεις πασσάκα μου, γιατί είσαι έτσι αλαφιασμένος;

- Άσε ρε Σουλάκι, δεν βλέπεις τι γίνεται; Πέσαμε σε άσχημες εποχές . Μείναμε κι' από εργασία  και τα λεφτά τελειώνουν (ποια λεφτά; αυτά που τέλειωσαν εδώ και κανένα εξάμηνο κι ο Μήτσος τη βγάζει...τσέτουλα, πότε από δω, πότε από 'εκεί, αλλά πως να της το πει.).

-Καλά μην κάνεις έτσι Δημητράκη μου, έχει ο θεός.

Τώρα ο Θεός είχε, πάντοτε έχει, ο Μήτσος όμως δεν έχει..Και κάνει έτσι το Σουλάκι, βγάζει μιά ...διακοσαρού και του την πασσάρει.

-Αυτό που έκανες, μην το ξανακάνεις, δεν θα ξαναγίνει, εγώ από γυναίκα λεφτά δεν παίρνω, δεν το καταδέχομαι, δεν το επιτρέπω, τι άντρες είμαστε, ρεζίλια είμαστε;

-Ξένοι είμαστε βρε  Μήτσο μου, πάρτα σου λέω, άντε πάρτα να πορευτείς, άσε που για δουλειά θα μιλήσω και στον μπαμπά.

Τον γουστάρει πολύ  τον Μήτσο το Σουλάκι και τα γούστα ...πληρώνονται. Άσε που θα μιλήσει και στον μπαμπά και ξέρει πως ούτε μία στο εκατομμύριο ο μπαμπάς θα της πει όχι. Λένε ποτέ όχι οι μπαμπάδες στις μοναχοκόρες; Όχι,δεν λένε. Ποτέ.

Άρπαξε την διακοσαρού ο Μήτσος, είπε μέσα του (-αμάν αδελφέ μου τη...γάζωσα), μίλησε και η Σούλα στον μπαμπά και είπε ο μπαμπάς "κορίτσι μου εσύ ξέρεις " (ήξερε η Σούλα, πως δεν ..ήξερε;)

Και να ο Μήτσος με φόρμα ...τιραντάτη σαν τους μεταλωρύχους  στη δουλειά.

Βαρειά ήταν η δουλειά,ξύπνημα απ' τις δύο και τελάρα -πολλά τελάρα με φρούτα και λαχανικά να φορτώνεις ως το ξημέρωμα. Μικρό ήταν το μεροκάματο, αλλά όταν έχεις σκοπό και ...μία  να μην παίρνεις, τάχα μου αδιαφορείς, υπομένεις και προπαντός  περιμένεις.

Τον έβλεπε τον Μήτσο το αφεντικό, γκρεντάλι μέχρι εκεί πάνω, μπρατσαράς, δυνατός και στη δουλειά σκύλος. Όσο δούλευαν δυο, δούλευε αυτός μονάχος του. Έγινε και μια φασαρία, πλάκωσε έναν Αλβανό στις μάπες γιατί τάχα τεμπέλιαζε και πάρτον το Μήτσο. Από ...παππάς...αρχιμανδρίτης.

Πέρασαν κάνα δυο μήνες, τά'βλεπε αυτά το αφεντικό και είπε στην κόρη του :
Μπράβο ρε κορίτσι μου που μούφερες αυτόν τον άνθρωπο στη δουλειά, αυτός κάνει για πολλά πράγματα, μεγαλύτερα.

Άρπαξε κι η Σούλα την ευκαιρία.
-Άντε καλέ μπαμπά, άλλαξε του θέση, δεν βλέπεις τι φιλότιμο, τι κούραση, έχει λιώσει το παιδί, δεν του έχεις εμπιστοσύνη; (Αυτήν άλλο την έτρωγε).

Ο μπαμπάς, ο κυρ Θανάσης, ήξερε από εμπιστοσύνη, αλλά ήξερε και την πιάτσα.
Και πέρασε καιρός. Δούλευε σαν το σκυλί ο Μήτσος και μια μέρα του παρήγγειλαν:
-Σε θέλει τ' αφεντικό.
Σκέφτηκε ο Μήτσος τι νά΄θελε το αφεντικό (τα αφεντικά όλο θέλουν). Σχόλασε, πλύθηκε καλοντύθηκε και πάρτον στο γραφείο της διεύθυνσης. Πέρασε και δίπλα απ' το λογιστήριο, τον είδανε και  τα κορίτσια, κάνανε Α!!!! από θαυμασμό και ...ζήλεια για τον παιδαρά (καλέ τι άντρας) και ξανασκύψανε να ταιριάσουν τα κάλπικα τιμολόγια.

Φάτσα τώρα ο Μήτσος με τον Θανάση  και άρχισε η ανάκριση.

-Κι'από που είπαμε ότι είσαι;

-Από τον Πύργο της Ηλείας κύριε.

Ψιλοδαγκώθηκε ο κυρ Θανάσης, κάτι τού είχε πεί κι'η Σούλα περί (παιδί καλό, τίμιο και εγώ, μπαμπά να ξέρεις  άμα λάχει έναν τέτοιο άνδρα θέλω να πάρω!),

-Και δεν μου λες Δημήτρη, πώς πάει η δουλειά;

-Καλά αφεντικό, καλά, αλλά να, πολλές οι υποχρεώσεις.

-Οι υποχρεώσεις υποχρεώσεις και η δουλειά -δουλειά, αλλά να δεις τι σου ετοιμάζω Δημητράκη.

-Λοιπόν από αύριο μόνο εξωτερικές δουλειές, δηλαδή τράπεζες εφορίες, συναλλαγές με πελάτες, αλλά και κάτι άλλο. Και έκανε τις εξηγήσεις ο Θανάσης.
-Να θα παίρνεις και κάποιες επιταγές, θα τις πηγαίνεις σε κάποιους κυρίους, θ'αρπάζεις το χρήμα κι΄αυτό είναι όλο.

Πηγαινοέρχονταν οι επιταγές, πηγαινοέρχονταν το χρήμα και το τιγκάριζε ο Μήτσος μέσα την τσάντα.

Την πιάνει εκείνη την ημέρα την τσάντα κοιλόπονος απ'το παραφούσκωμα και  αρχίζει να φωνάζει στο Μήτσο: Ξαλάφρωσέ με - ξαλάφρωσέ με.
Το σκέφθηκε ο Μήτσος το ξανασκέφθηκε κι'αντί να γυρίσει στο μαγαζί άλλαξε δρόμο, πήρε ένα ταξί και σε δυο ώρες στον Περαία.
Αράζει στου..Μελάκου. (ξενοδοχείον παραλιακόν  και ύποπτον 5 αστέρων παρακαλώ ), κάνει έτσι, ανοίγει την τσάντα και ...τυφλώνεται!. Μετρούσε και μετρούσε, ακριβώς 12 εκατομμύρια.

Περίμενε τα λεφτά ο Θανάσης, ήρθε απόγευμα ήρθε βράδυ, πουθενά ο Μήτσος. Τον έζωσαν τα φίδια, πήρε τηλέφωνο και τον κολλητό του τον αστυνόμο, του είπε εκείνος περί "εγκληματικής ενεργείας και ξεπλύματος  μαύρου χρήματος"με επισυρόμενες ποινές έως και 20 χρόνια και πρόστιμα δυσθεώρητα, εφ' όσον προέρχονταν από σπασμένες επιταγές "πράγμα ανεπίτρεπτον και κολάσιμον κατά τας κειμένας διατάξεις κ.α"

Περνούνε οι μέρες βαρειά και δύσκολα, το χουνέρι αχώνευτο, άρχισε να το ψιλομαθαίνει και η πιάτσα, ο Θανάσης είναι του θανατά και στο τηλέφωνο είναι η Σούλα.
-Μπαμπά, μπαμπάκα μου θα γίνεις παππούς. Του φεύγει το τηλέφωνο απ' τα χέρια του Θανάση και ψιθυρίζει:
-Α' ρε Μήτσο μου τό΄κλεισες το σπίτι. Αναλογίζεται κι' όλο αναλογίζεται . Έτσι να το είχε τώρα δα μπροστά του  εκείνο το ...τσουλί τη Σούλα και να τη σφάξει στο γόνατο.
Όμως σφάζουνε ποτέ οι μπαμπάδες τις μοναχοκόρες;
Δεν τις σφάζουνε. Ποτέ..!!.
ΤΟΥ ΜΠΑΜΠΗ ΜΩΚΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

NEXT PAGE