links

ΚΑΙΡΟΣ

ΚΕΡΑΜΙΔΙ ΒΑΛΤΟΥ Καιρός

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2017

Αισώπου μύθοι.

 
Ο γάτος και τα ποντίκια
Κάποτε, σ’ ένα μεγάλο αρχοντικό σπίτι με πολλά δωμάτια, έμενε μια γριά. Το σπίτι ήτανε παμπαλαιο. Κανείς δεν το περιποιότανε πια κι οι τοίχοι του είχαν αρχίσει να ραϊζουν, οι σοβάδες να πέφτουν, τα πατώματα να σαπίζουν.
Η γρια, που έμενε σ’ αυτό το παλιό αρχοντικό σπίτι, κρατούσε μόνο δυο δωμάτια ανοιχτά, όπου έμενε αυτή στο ένα και στο άλλο η υπηρέτριά της. Όλα α άλλα δωμάτια τα είχανε κλειστά και δεν άνοιγαν ποτέ τις πόρτες και τα παράθυρά τους ούτε έμπαιναν ποτέ εκεί μέσα.
Όπου στα κλεισμένα δωμάτια, έστησαν φωλιά δυο ποντίκια που, σιγά σιγά, έγιναν μια πολυάριθμη οικογένεια, στρατός ολόκληρος από ποντίκια, που αλώνιζαν εκεί μέσα. Κανείς δεν τα πείραζε και εκείνα νύχτα μέρα ροκάνιζαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους κι έγιναν όλα τετράπαχα.
Μια μέρα, ένας γάτος του δρόμου, βρίσκοντας ανοιχτή την εξώπορτα του σπιτιού, μπήκε μέσα για να προφυλαχτεί από το κρύο και χώθηκε κάτω από το κρεβάτι της γριάς.
Όταν τον είδε, την άλλη μέρα, η γριά χάρηκε, που θα τον είχε, και τον κράτησε. Ο γάτος καθώς περπατούσε αμέριμνος στο σπίτι, μια μέρα ανακάλυψε μια τρύπα η οποία οδηγούσε σε κάποιο άλλο δωμάτιο όπου ζούσαν τα ποντίκια. Καθώς τα ποντίκια έβγαιναν ανυποψίαστα από τη φωλιά τους αυτός τα καταβρόχθιζε.
Κι επειδή τρώγοντας έρχεται η όρεξη, ο γάτος βγήκε, ένα άλλο βράδυ από το δωμάτιο της γριάς και άρχισε να τριγυρνάει στο απέραντο παμπάλαιο σπίτι. Στον πρώτο διάδρομο που μπήκε, αντίκρυσε κοπάδι ολόκληρο από ποντίκια και έπεσε απάνω τους με μανία. Εκείνα, συνηθισμένα όπως ήταν να μην τα πειράζει κανένας, άργησαν να καταλάβουν τον κίνδυνο που τα’ απειλούσε και ώσπου να κρυφτούνε στις τρύπες τους ο γάτος έφαγε αρκετά.
Πού να ξεκολλήσει τώρα ο γάτος από το διάδρομο. Η γρια τον έχανε, γιατί εκείνος μέρα-νύχτα παραφύλαγε στο διάδρομο για ποντίκια.
Έπειτα, βρίσκοντας καμιά τρύπα σε κάποια πόρτα, μπήκε και σ’ ένα δωμάτιο, κι από κει σε άλλο κι έτρωγε τόσα ποντίκια, όσα δεν είχε φάει σε όλη του τη ζωή κανένας γάτος, σ΄ όλο τον κόσμο!
Σιγά-σιγά όμως ξύπνησαν και τα ποντίκια και κατάλαβαν πόσο επικίνδυνος είναι ο γάτος. Κρύφτηκαν λοιπόν μέσα στις τρύπες τους και δεν ξαναβγήκαν.
Ο γάτος περίμενε μια, περίμενε δυο μέρες, περίμενε τρείς, αλλά κανένα ποντίκι δεν φαινότανε και αυτός άρχισε να πεινάει.
Σκέφτηκε λοιπόν να τα ξεγελάσει και πηδώντας πάνω σ’ ένα ξύλινο χοντρό καρφί, στον τοίχο, κρεμμάστηκε από αυτό και παρίστανε τον ψόφιο.
Ύστερα από δυο-τρεις ώρες ένα ποντίκι, καθώς δεν άκουγε τις πατημασιές του γάτου, τόλμησε να μισοβγεί από την τρύπα του. Κοίταξε γύρω, είδε το γάτο που έκανε τον ψόφιο, και κατάλαβε τι είχε γίνει.
- Άκουσε κυρ γάτο, του φώναξε. Και σακί να σε δω να γίνεις και να σε κρεμμάσουν σε καρφί, εγώ δεν έρχομαι κοντά σου.
Και κρύφτηκε πάλι, όσο το δυνατόν πιο βαθιά μπορούσε, μέσα στην τρύπα του.

Η γυναίκα και οι δουλειές

Ζούσε κάποτε μια χήρα, που ήτανε πλούσια κι είχε δούλες.
Είχε σπίτι μεγάλο και χωράφια κι ήταν ε τόσο εργατική ώστε μόλις λαλούσε ο πετεινός της, σηκωνότανε από το κρεβάτι της, ξυπνούσε και τις δούλες κι άρχιζε αμέσως τις δουλειές. Έπρεπε να συγυρίσουν το σπίτι, να ζυμώσουν, να ψήσουν ψωμί, να μαγειρέψουν, να ταΐσουν και τις κότες, να βγάλουν και την κατσίκα και τη γελάδα στο λιβάδι για να βοσκήσουν, να κουβαλήσουν το ψωμί και το φαγητό σε εκείνους που δούλευαν στα χωράφια.
Οι δουλείες ήταν αμέτρητες κάθε μέρα κι οι δούλες βαρυγκωμούσαν,
- Δεν είναι κατάσταση αυτή, έλεγαν.
- Θα πεθάνουμε στα πόδια μας.
- Μας ξυπνάει προτού καλά-καλά χαράξει.
- Μόλις λαλήσει εκείνος ο καταραμένος ο πετεινός της.
Μια δούλη είπε τότε στις άλλες:
- Εκείνος ο πετεινός της τα φταίει όλα. Αν δεν λαλούσε, νύχτα ακόμα, εμείς θα κοιμόμαστε ως το πρωί.
- Πετεινός είναι, θα λαλήσει. Πώς θα τον εμποδίσουμε;
- Να τον πνίξουμε, πρότεινε μια δούλα.
Οι άλλες βρήκαν σωστή τη συμβουλή της και, το ίδιο βράδυ μπήκαν κρυφά στο κοτέτσι κι έπνιξαν τον πετεινό.
Αλλά βγήκε χειρότερα γι’ αυτές. Γιατί, η χήρα, τώρα που δεν είχε τον πετεινό της να την ξυπνάει με το λάλημά του ξυπνούσε πολύ πιο νωρίς, γιατί φοβότανε μήπως δεν προφτάσει τις δουλείες της και ξυπνούσε, από εκείνη την ώρα, και τις δούλες της.

Το παιδί που έκλεβε και η μητέρα του

Κάποτε ένα παιδί μικρό έκλεψε στο σχολείο την πλάκα ενός άλλου παιδιού και, το μεσημέρι, όταν γύρισε στο σπίτι του, την έδειξε στη μητέρα του.
- Πού τη βρήκες; Το ρώτησε εκείνη.
- Στο σχολείο μου. Αποκρίθηκε το παιδί.
- Σε ποιο μέρος του σχολείου σου;
- Την είχε αφήσει ένα άλλο παιδί και εγώ του την πήρα χωρίς να το καταλάβει.
- Μπράβο! Είπε η μητέρα ενθουσιασμένη. Φαίνεσαι έξυπνος. Γιατί πίστευε πως ήταν εξυπνάδα που το παιδί της πήρε την ξένη πλάκα χωρίς να το καταλάβει ο συμμαθητής του.
Ύστερα από λίγο καιρό πήγε στο σπίτι του ένα πανωφόρι παιδικό.
- Πού το βρήκες; Ρώτησε η μητέρα.
- Στο σχολείο, απάντησε το παιδί.
- Σε κατάλαβαν που το πήρες;
- Όχι. Το ΄κρυψα κάτω από το δικό μου και έκανα κι εγώ πως ψάχνω να το βρω, μαζί με τα άλλα παιδιά.
Η μητέρα ευχαριστήθηκε πολύ που το παιδί της σκέφτηκε μια τέτοια πανουργία, να κλέψει το πανωφόρι, να το φορέσει κάτω από το δικό του και να κάνει τάχα πως το ψάχνει μαζί με τα άλλα τα παιδιά όταν το γύρευαν.
«Το παιδί μου εμένα είναι πολύ έξυπνο και θα προκόψει στη ζωή!», έλεγε μέσα της.
Κι ήταν ενθουσιασμένη που είχε ένα τόσο έξυπνο παιδί και ο ενθουσιασμός της, όσο περνούσε ο καιρός μεγάλωνε πιο πολύ, γιατί ο γιος της κουβαλούσε στο σπίτι όλο και περισσότερα πράγματα κλεμμένα.
Το παιδί μεγάλωνε, έγινε άντρας κι έγινε ο πιο επιτήδειος κλέφτης της περιοχής.
Κάποτε, όμως, τον έπιασαν, την ώρα που λήστευε ένα σπίτι, τον δίκασαν και τον καταδίκασαν σε θάνατο.
Την ώρα που τον έσερναν δεμένο για να τον πάνε στον τόπο, όπου ο δήμιος θα του έκοβε το κεφάλι, η μητέρα του έτρεχε πίσω από τη συνοδεία κι έκλαιγε, χτυπώντας το στήθος της με απελπισία.
- Γιε μου πού σε πάνε; Γιε μου! Πού σε πάνε; Φώναζε απελπισμένα.
Τότε ο κατάδικος σταμάτησε και παρακάλεσε εκείνους που τον πήγαιναν να τον αφήσουν να πει κάτι κρυφά στη μητέρα του.
Εκείνοι δέχτηκαν, μια που λίγη ώρα είχε ακόμα να ζήσει.
Τότε ο κατάδικος έσκυψε, τάχα να πει κάτι στ’ αφτί της μητέρας του και της το ξερίζωσε με τα δόντια του!
- Δεν ντρέπεσαι, καταραμένο παιδί! Φώναξε εκείνη, ουρλιάζοντας από τους πόνους. Δεν σου φτάνουν τόσα εγκλήματα που έκανες, μόνο φέρνεσαι έτσι και στη μητέρα που σε γέννησε;
- Εσύ φταις για το κατάντημά μου, της αποκρίθηκε ο κατάδικος. Αν με μάλωνες όταν έκλεψα για πρώτη φορά εκείνη την πλάκα και σου την έφερα, σήμερα δεν θα με πήγαιναν να μου κόψουν το κεφάλι.

Διαβάστε περισσότερα: Αισώπου μύθοι 
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

NEXT PAGE