Ο χειμών επροχώρει και εστενοχώρει τους εχθρούς· αι τροφαί εσπάνιζαν εν τω στρατοπέδω· βροχαί συνεχείς και ραγδαίαι έπιπταν· πυρετοί κακοήθεις ανεφύοντο· μισθοί δεν εδίδοντο και συχνάκις εξώρμων επί τους πολιορκούντας οι πολιουρκούμενοι.
Δι’ όλα ταύτα ηγέρθη εν τω τουρκικώ στρατοπέδω μέγας γογγυσμός κατά των πασάδων, και εψιθυρίζετο και η διάλυσίς του. Οι δε πασάδες, κακόν μάλλον ή καλόν προσδοκώντες από πάσης περαιτέρω αναβολής απεφάσισαν έφοδον.
Αλλ’ ο ενθουσιασμός του στρατού είχε σβεσθή· μόνον το χρυσίον, το μη παρ’ άλλοις ίσως τόσην ισχύν έχον όσην παρά τοις Αλβανοίς, εδύνατο να τον ανάψη.
Διά τούτο οι πασάδες επρόσφεραν ανά χίλια γρόσια εκάστω των προαιρουμένων ν’ αναβώσι τα τείχη. Οκτακόσιοι προηρέθησαν, εν οις και όλοι οι σημαιοφόροι, και ημέρα εφόδου ωρίσθη η των Χριστουγέννων περί τον όρθρον, επ’ ελπίδι ότι οι εν αγνοία του σχεδίου τούτου Έλληνες θα συνήρχοντο την ημέραν εκείνην εις τας εκκλησίας και θα κατέλιπαν το οχύρωμα αφρούρητον. Και ταύτα μεν οι Τούρκοι μυστικώς εμελέτησαν, οι δε Έλληνες τα ανεκάλυψαν ούτως.
Την εσπέραν της παραμονής των Χριστουγέννων παρέπλεε την Άσπρην Αλικήν μονόξυλον φέρον από Ανατολικού εις Μεσολόγγι τον γραμματέα του Μακρή. Ο γραμματεύς, ιδών επί της ξηράς άνθρωπον σείοντα μανδύλιον, επλησίασε. «Εγώ», είπεν ο άνθρωπος, «είμαι Χριστιανός και πρόθυμος να πάθω διά την αγάπην του Κυρίου μου· μη απορήσης και μη δυσπιστήσεις εις όσα θ’ ακούσης, αν με βλέπης συνοδεύοντα τους εχθρούς του Κυρίου μου· η γυνή μου και τα τέκνα μου είναι υπό την εξουσίαν των, και τούτο αρκεί να με δικαιολογήση ενώπιόν σου. Ο Θεός των Χριστιανών ηθέλησε να μάθω όσα οι εχθροί μελετούν κατά του λαού του, και περιφέρομαι από πρωίας ως κυνηγός εις σωτηρίαν των ομοπίστων μου· τρέξε εις την πόλιν και ειπέ ότι οι εχθροί σκοπόν έχουν να εφορμήσωσιν αύριον τα χαράγματα διά της προς ανατολάς πλευράς του οχυρώματος». Ταύτα είπεν ο άγνωστος άνθρωπος, ύψωσε τας χείρας του εις τον ουρανόν, εδάκρυσε, και έγεινεν άφαντος (*)
Ο γραμματεύς έφθασε περί την α’ ώραν της νυκτός εις την πόλιν και ανήγγειλεν όσα είδε και ήκουσε. Το πρωί εκείνης της ημέρας ο Μαυρομιχάλης, ο Τσόγκας και ο Γρίβας είχαν εμβή μετά 500 στρατιωτών εις πλοία, ίνα μεταβιβασθώσιν εις τα παράλια της Ακαρνανίας και ενοχλήσωσιν εκείθεν τον εχθρόν· εσκόπευαν δε να αποπλεύσωσι την νύκτα· αλλ’ ο πρόεδρος, άμα μαθών τα ανωτέρω, τοις παρήγγειλε να εξέλθωσι και εξήλθαν ως 100 υπό τον Γρίβαν, τον Τσαλαφατίνον και τον Κουμουντουράκην· διέταξε δε συγχρόνως διά του αρχιεπισκόπου να μη ανοίξωσιν αι εκκλησίαι το πρωί, και όλοι οι άνδρες να ευρεθώσιν επί του οχυρώματος έτοιμοι εις πόλεμον. Τούτου γενομένου, ετοποθετήθησαν οι υπερασπισταί του ως εφεξής. Ο Μάρκος και ο Λόντος μετά των υπό την οδηγίαν των 400 κατέλαβαν το κέντρον, ήγουν το έμπροσθεν των δύο εκκλησιών της Παναγίας και του αγίου Νικολάου μέρος, όπου ήτο του οχυρώματος η πύλη· 600 δε, οι πλείστοι Καλαβρυτινοί, οι λοιποί δε Μεσολογγίται και Ανατολικιώται υπό τον Ζαήμην και άλλους, ετοποθετήθησαν επί της δυτικής πλευράς του οχυρώματος· 1200 δε Καρυτινοί, Γαστουναίοι, Πύργιοι, Μεσολογγίται και Ζυγιώται διεσπάρησαν επί της ανατολικής πλευράς υπό τον Δηληγιάννην, τον Μακρήν, τον Γιαννάκην Ραζοκότσικαν, τον Γρίβαν καί τινας άλλους· επί δε των κανονοστασίων ήσαν πάντοτε Μεσολογγίται ναύται, ως εμπειρότεροι των άλλων πυροβολισταί. Ήσαν δε τότε όλοι οι εντός του Μεσολογγίου πολεμισταί 2250 επί γραμμής αρχομένης από της μιας άκρας της τάφρου και τελευτώσης εις την άλλην. Εφύλατταν πάντοτε και τας δύο άκρας της τάφρου δύο κανονοφόροι.
Οι Τούρκοι διηρέθησαν και ούτοι και διεσπάρησαν καθ’ όλον το μήκος του οχυρώματος· οι δε 800 τειχοβάται επλησίασαν την νύκτα προς την κατ’ ανατολάς πλευράν του οχυρώματος, όπου το τείχισμα ήτον αδυνατώτερον, και παρεφέδρευαν εν ταις παραφυομέναις βουρλιαίς, όλοι εύζωνοι, βαστώντες γυμνόν ξίφος και αναμένοντες αφανείς και σιωπηλοί την ωρισμένην ώραν, μηδόλως υποπτευόντων των υπερασπιστών του οχυρώματος ότι οι εχθροί υποδιενυκτέρευαν. Μίαν ώραν πριν φέξη ήρχισεν έξωθεν σφοδρός τουφεκισμός από άκρου εις άκρον του οχυρώματος· εκινήθη συγχρόνως δεξιά και αριστερά το ιππικόν· κραυγαί και αλαλαγμοί ηκούοντο πανταχόθεν, και μετ’ ολίγον ανεφάνησαν αίφνης οι κρυπτόμενοι 800, και πολλοί αυτών ανέβησαν δι’ ων έφεραν κλιμάκων εις το τείχος, όπου έστησαν δύο ή τρεις σημαίας· δύο δε σημαιοφόροι ετινάχθησαν και εντός του οχυρώματος και σκοτώσαντες δύο τρεις συνελήφθησαν. Η εφόρμησις των 800 ήτο και τολμηρά και επιδέξιος, αλλ’ ανωφελής και θανατηφόρος. Αλλεπάλληλοι εκρημνίζοντο εις την τάφρον οι αλλεπαλλήλως το τείχος αναβαίνοντες. Τρεις ώρας επέμεναν μαχόμενοι, αλλά μηδέν κατορθώσαντες απεχώρησαν, και οι Έλληνες εξελθόντες ηύραν παρά το τείχος 12 σημαίας κατά γης ερριμμένας και εσκύλευσαν τους νεκρούς. 500 εχθροί εσκοτώθησαν και επληγώθησαν επί της εφόδου· εσκοτώθησαν δε μόνον 4 Έλληνες, οι 2 Μεσολογγίται και οι 2 Γαστουναίοι, δύο δε επληγώθησαν.
Η ήττα μεταβάλλει πολλάκις τους φίλους εις εχθρούς, και η νίκη τους εχθρούς εις φίλους.
Οι οπλαρχηγοί του Βάλτου Ράγκος και Ίσκος και ο Βαλτινός, οι συνακολουθήσαντες τους Τούρκους, τους εγκατέλειψαν μετά τα κατά την 25 δεκεμβρίου συμβάντα· έπαθαν οι εχθροί και άλλο δεινόν· τα υπό τον Μαυρομιχάλην και Τσόγκαν σώματα, πεσόντα επί τους εν τη Κατοχή εχθρούς, τους ηφάνισαν· τα μεταβιβάσαντα δε αυτούς εκεί πλοία συνέλαβαν έν φορτηγόν φέρον εις τους εχθρούς εκ Πρεβέζης τροφάς· διεδόθη και λόγος εν τω τουρκικώ στρατοπέδω, και λόγος αληθής, ότι οι επανελθόντες εις τον εθνικόν αγώνα Βαλτινοί έκλεισαν το Μακρυνόρος, και ότι ο Οδυσσεύς ήρχετο και αυτός εκ της Ανατολικής Ελλάδος προς το Μεσολόγγι μετά πολλών στρατευμάτων, αφ’ ού ανεχώρησαν εκείθεν οι υπό τον Μεχμέτην Τούρκοι.
(*) Ο τότε άγνωστος άνθρωπος εγνώσθη μετά ταύτα. Ήτον Ιωαννίτης και ωνομάζετο Γιάννης Γούναρης· ηκολούθει δε τον Βρυώνην ως κυνηγός του και συνείθιζε να κυνηγά ανυπόπτως προς τα άκρα της λίμνης θαλασσοπούλια. Ο Βρυώνης έμαθεν ότι ούτος ανεκάλυψε το μυστικόν, και μη δυνηθείς να τον συλλάβη φοβηθέντα και μείναντα εν Μεσολογγίω μετά την αποτυχίαν των Τούρκων, έσφαξεν επί της εις Άρταν επανόδου του, επί τη επιμόνω απαιτήσει των συνεκστρατευσάντων και παθόντων, την εκεί γυναίκα και τα παιδία του. Ο άνθρωπος ούτος έγεινε, μετά την σφαγήν των φιλτάτων του, μοναχός, και διά της ελεημοσύνης των Χριστιανών ανεκαίνισε την επί της μεταξύ Μεσολογγίου και Βραχωρίου Κλεισούρας εκκλησίαν της Θεοτόκου της Ελεούσης, και εκεί ετελείωσε τας ημέρας του, δίδων νερόν τοις διαβάταις και διά των μικρών δωρημάτων αυτών ποριζόμενος τα προς το ζην.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου