* Άλλη γραφή και θεματολογία . Έτσι για χαλάρωση και διαδικτυακή… αποτοξίνωση !...
Γράφει ο Μπάμπης Κ.Μώκος
«ΤΑ ΘΕΡΙΝΑ»
Καλό καλοκαίρι.
«ΛΑΔΙ ΕΚ…ΚΑΛΑΜΩΝ!»
Ο Περαίας είναι λιμάνι. Το λιμάνι τι έχει; Θάλασσαν βεβαίως. Η θάλασσα τι έχει ; Και τα καλά της και τα κακά της. Κοντά στη θάλασσα είναι που όσοι ξέρουν , αράζουν σε στέκια λαικά σαν τρύπες, να ποιούν το κρασάκι και το ουζάκι τους , να βρίσουν τους πολιτικούς κι΄ύστερα τον μαγαζάτορα που στον λογαριασμό άμα… μετρήσει κεφάλια, η παρέα να του… πάρει το κεφάλι.- Είσαι Εβραίος ρέ,…τσίπης και απαράδεκτος!
Και ζητάει συγνώμην ο Αναστάσης και ρίχνει και δυό κατακεφαλιές στον κάλφα σερβιτόρο. –Ρε παιδιά , λάθος έγινε , εκανε λάθος το παιδί με τον λογαριασμό(-Ελα εδώ ρε… μούλο,τι έγραφες εδώ;) Και φωνάζει στα…ενδότερα : -Μισόκιλα δύο στην παρεα, κερνάει το μαγαζί.
Bράζει και βρίζει από μέσα του ο Αναστάσης (τους κερατάδες έφαγαν κι ήπιαν τον…άμπακο και θέλουνε και σκόντο!). Παίρνει και το… χαρτί του λογαριασμού (ούτε μπλόκ ούτε τίποτα-κομμάτι από λιγδιασμένο χασαπόχορτο) κάνει πως τον κοιτάει , υπολογίζει στην πρόσθεση και τα…κερασμένα μισόκιλα και …αποφαίνεται: Λοιπόν παιδιά, ήτανε 45, το σωστό είναι 40 και καθαρίσατε.
Γελάει η παρέα, γελάνε και τα ψάρια (δεύτερα βέβαια, αλλά φρέσκα) και τσιτσιρίζουν στο βάθος τα τηγάνια , πετάει …φουσκάλες το λάδι να πεταχτεί καμιά και να σε στραβώσει. Βολτάρει ο Αναστάσης περνά δίπλα απ’την παρέα και πετά την κουβέντα: Εκ Καλαμών μάγκες το λάδι , παραγωγής μας,απ’το κτήμα της πεθεράς μου !(Ποιάς πεθεράς του, αφού…μπαμπάκιασε η κούτρα του κι’ακόμα δεν την παντρεύτηκε τη Φωφώ και την έχει δούλα, 25 χρόνια στην κουζίνα) .
Σταφίδιασε η Φωφώ , μπαγιάτεψε,μεγαλώνει η Φωφώ.
Αναστάση μου δεν πάει άλλο . Αντε με το καλό μια Κυριακή να πάμε στον Αη-Διονύση μεγάλη η χάρη του να μου περάσεις εκείνο το στεφάνι.
Να γίνω κι εγώ σαν τις άλλες, κυρία με τη βούλα.
Κάνει πως εκνευρίζεται ο Αναστάσης, κοιτάει τον …μπεζαχτά, γυρίζει προς την κουζίνα , σκέφτεται να της κατεβάσει τίποτα καντήλια, αλλά ξαφνικά γλυκαίνει. Ντάξει ρε σπλάχνο, δεν σ’έχουμε δα και σε καταναγκαστικά έργα. Κι αυτό θα γίνει Πρώτα η δουλειά. Να σιάξουμε εκείνη τη …σερμαγιά που λέγαμε. Αδειάζουμε ν’αφήσουμε το μαγαζί; Καίγεσαι εσύ εκεί μέσα μα κι εγώ έχω έννοιες. Ξέρεις τι έννοιες έχω εγώ που έχω πέρα απ’ τα άλλα και τα.. κουμάντα του μαγαζιού; Καταλαβαίνεις;
Όλα τα …καταλάβαινε η Φωφώ,όλα. Μονάχα εκείνο τά…άλλα, αλλά εκεί τέλειωνε πάντα και η κουβέντα.
Το… γυρίζει ο Αναστάσης , γυρίζει κι’η Φωφώ τα ψάρια στο τηγάνι μην καούνε . Τηγανίλα και …καρακαντίλα σαν αναθυμιάσεις από νταλίκα σε ανηφόρα , ανοίγει ο Αναστάσης κάνα δυο παράθυρα να ξεντουμανιάσει ο τόπος και ξαφνικά… σκάει παρέα με τέσσερις. Δυο αρσενικούς , συνοδεία θηλυκών .
Σπάει ο διάολος το ποδάρι του και το ένα από τα δύο θηλυκά ακούει στο όνομα Λίτσα. Κοιτάει ο Αναστάσης μήπως τον γελάει το μάτι του, στραβοκαταπίνει κι είναι να πέσει ο ουρανός να τον πλακώσει. Θυμάται βέβαια πως στην τελευταία τους συνάντηση του είχε πει: Αναστάση μου, μια μέρα θα έλθω στο μαγαζί με ένα ξαδελφάκι μου . Προβληματίζονταν όμως μ’ αυτό που έβλεπε : Αγκαλίτσες και γλύκες με το ξαδελφάκι της;
Και είπε μέσα του: Ρε κάτι άλλο, αλλόκοτο τρέχει εδώ. Και… ψιλιάστηκε.
Κοίτα να δείς η Λίτσα με αγαπητικό στο χαχάνισμα. Η Λίτσα που εδώ και 10 χρόνια την ντύνει και την ποτίζει και έχει και το θράσσος νά’ρθει και μόστρα στο μαγαζί με τζέ.
Μονολογεί ο Αναστάσης , γραμμή στην παρέα, στραβοκυττάει τη Λίτσα και μιλάει στους αρσενικούς ; Μπορώ να πω στη κυρία δυό κουβέντες;
Και παίρνει παραέξω τη Λίτσα , κάτι πήγε να του πεί, να του αντιγυρίσει, οι δυό κουβέντες , γίναν δυό σφαλιάρες και ύστερα πέντε και δέκα και το…έλα να δεις. Μωρή 10 χρόνια σε ταίζω και σε ποτίζω και μούρχεσαι μόστρα στο μαγαζί με τους… τζέδες;
Ακούνε το κουρνιαχτό οι από μέσα , σαλτάρουνε, τραβάνε το κορίτσι απ΄τα χέρια του κι’απάνω στο βουητό ακούγεται και η κουβέντα: Κυρ αστυνόμε στην κουζίνα, πάνω αριστερά, εκεί τό΄χει.
Και σαλτάρει ένας απ’ τους δυο , περνάει στο βάθος, απλώνει το χέρι του κι΄απάνω από ένα τυφλό ράφι βγάζει τη σακκούλα. Κάτασπρη και περιποιημένη. «Αλεύρι» πρώτης τάξης.
Του περνάνε τα βραχιολάκια του Αναστάση , κατακαίονται τα ψάρια της Φωφώς , κατακαίεται και καρδιά της που άκουσε τη Λίτσα να τά΄χει 10 χρόνια με τον Αναστάση .
Κυρ’ αστυνόμε μου εγώ σας τό’πα, αυτή τη δουλειά κάνει, λέει η Λίτσα,
Φαρμακωμένος ο Αναστάσης που έχασε το εμπόρευμα , έχασε τη Φωφώ , έχασε και την Λίτσα. Κοκκαλωμένος εκεί δά στο κελί σκέφτεται τη ζημιά, αναθεματίζοντας την τριπλή του ατυχία. Το΄παιξε τριπλή και το΄χασε.
Εκ Καλαμών το …λαδι. Μόνο που δεν ήταν λάδι!….Κι’ όλο του’ρχεται στο μυαλό μια τελευταία , ρημάδα κουβέντα της Λίτσας: Η τα φέρνεις και γελάμε μαζί η δεν τα…φέρνεις και …κλαίς μονάχος σου.
Photo:elculture.gr
Του Μπάμπη Μώκου |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου