Γράφει: Βάσω Μιχοπούλου
Ο κ. Νικόλαος Μπίρης, ποτοποιός από την Τρίπολη, σκέφθηκε να συνθέσει ένα νέο κοκτέιλ, εύγεστο, ισχυρό, ελκυστικό που να προσφέρει σε εκείνους που απαντούν «τίποτα», και να το ονομάσει: «Τίποτα». Πράγματι, το «Τίποτα» παράγεται στην Τρίπολη κατ’ αποκλειστικότητα και έχει τύχει διπλώματος ευρεσιτεχνίας με αριθμό 16836.
«Με αυτό τον τρόπο είχε αναγγελθεί η κυκλοφορία του «Τίποτα» από τις εφημερίδες του 1950»,μας λέει ο κ. Γιώργος Μπίρης γιος του ιδρυτή της ποτοποιίας και πατέρας της Κατερίνας Μπίρη, σημερινής ιδιοκτήτριας της οικογενειακής επιχείρησης, πίσω από τον Ιερό ναό Μητροπόλεως στο κέντρο της Τρίπολης, δείχνοντας μας αποκόμματα των εφημερίδων που κρατά κλεισμένα, ως επτασφράγιστο μυστικό, σε ένα κιτρινισμένο από το χρόνο φάκελο. Παρότι η οικονομική κρίση δεν έχει αφήσει άθικτη τη μικρή αυτή τοπικού χαρακτήρα ποτοποιία, ο κ. Μπίρης δε χάνει το κέφι και την αισιοδοξία του και με χιουμοριστική διάθεση μας αφηγείται αποσπάσματα της ιστορίας ενός ευφυούς ανθρώπου που ξεκίνησε από το τίποτα για να φτάσει στο… «Τίποτα».
«Η ιστορία του λικέρ ξεκίνησε το 1949 στη μικρή βιοτεχνία του πατέρα μου. Είχαμε τότε δυο βιοτεχνίες, μια που ασχολείτο με ανάπλαση κεριού και την ποτοποιία. Οι τρόποι παρασκευής των ποτών τότε, ήταν αρχέγονοι και απόλυτα εμπειρικοί. Ο πατέρας μου είχε υπάλληλο ένα παιδί με προϋπηρεσία σε ποτοποιία που είχε φέρει μαζί του και κάποιες συνταγές. Τότε οι ποτοποιίες είχαν οικογενειακή ατμόσφαιρα και μπορούσαν οι πελάτες να κάτσουν σε τραπεζάκια να απολαύσουν το ποτό τους, το οποίο προσφερόταν χύμα από βαρέλι. Στα προϊόντα της βιοτεχνίας μας συμπεριλαμβάνονταν και το ούζο και το κονιάκ τότε. Μεταξύ των πελατών ερχόταν και φίλοι. Οι κυρίες τους που ήθελαν αν δείξουν καλή διαγωγή και ανατροφή, συνήθως όταν τις ρωτούσαμε τι θα πιούν, έλεγαν τίποτα. Έτσι γεννήθηκε το «Τίποτα».
Με τη πάροδο του χρόνου το ποτό έγινε μόδα και συνήθεια μιας ολόκληρης
τοπικής κοινωνίας που το ενέταξε στη καθημερινότητά της. Το ποτό ήταν
ένας συνδυασμός από τέσσερα essence, που ακόμη δεν έχουν γίνει γνωστά.
«Εύκολα με μια χημική ανάλυση μπορείς να βρεις τα συστατικά του λικέρ,
όμως αν αλλάξεις σε ποσότητα, έστω και ελάχιστα το ένα από αυτά, η
γεύση αλλοιώνεται. Τα αιθέρια έλαια ο πατέρας μου τα προμηθευόταν από
τους αδερφούς Καραβία στην οδό Λυκούργου και όσα χρόνια παρήγαγε το ποτό
δεν είχε αλλάξει ποτέ προμηθευτή, ούτε τη μάρκα των αιθέριων
ελαίων»,συμπληρώνει ο κ. Μπίρης.
Παρότι η πορεία του «Τίποτα» ήταν ανοδική και συνεχώς με τη πάροδο του χρόνου βελτιωνόταν σε εμφάνιση και συσκευασία, γιατί ποιότητα δεν άλλαξε ποτέ, το ποτό, δεν ακολούθησε τη φήμη του που είχε φτάσει ήδη στην Αθήνα. Οι εμπνευστές του δίστασαν να αναπτυχθούν σε μια δύσκολη μεταπολεμική εποχή. «Αν ήμασταν στην Αθήνα, σίγουρα το ποτό θα είχε γίνει διάσημο. Όμως φοβόμασταν τις αλλαγές, τα άλματα. Εγώ υπήρξα μια ζωή συγκρατημένος και μετριοπαθής. Κάποτε μου είπε κάποιος: «ο δειλός πραματευτής ούτε χάνει, ούτε κερδίζει» και η απάντησή μου ήταν: «σκέφτομαι και θέλω να μη χάσω!»
Με το «Τίποτα» έχουν συνδεθεί πολλά ευχάριστα, αλλά και δυσάρεστα γεγονότα της ζωής του κ. Μπίρη. «Προσωπικά μου έχει στοιχίσει ένα πειθαρχείο κι ένα πρόστιμο από οικονομικό έφορο. Φαντάρος το 1956, υπηρετούσα στη Σπάρτη και ζήτησα 24ωρη άδεια να πάω στη Τρίπολη. Τότε τα πράγματα ήταν πολύ αυστηρά. Απευθύνθηκα στο διοικητή έτοιμος να δεχτώ την απόρριψη, αλλά, για καλή μου τύχη παρενέβη ο λοχαγός και πήρα την άδεια. Εγώ φυσικά ευχαρίστησα τον λοχαγό και τον ρώτησα αν ήθελε να του φέρω κάτι. Εκείνος μου απάντησε τίποτα. Την επομένη γύρισα με ένα μπουκάλι «Τίποτα». «Τί έχεις εκεί Μπίρη;», με ρώτησε. «Τίποτα» κυρ-λοχαγέ, για σας είναι.» «ευχαριστώ πολύ»,μου λέει. «Τίποτα», του λέω. «Τράβα στο πειθαρχείο να κοιμηθείς απόψε!»(γέλια). Υπάρχει κι ένα άλλο περιστατικό που θυμάμαι, πριν τριάντα χρόνια πήγα στην οικονομική εφορία να κάνω ένα διακανονισμό και μου έβαλαν πρόστιμο λέγοντάς μου «τί ήρθες εδώ να κάνεις, εσύ βγάζεις ένα σωρό λεφτά από το «Τίποτα». Η αλήθεια φυσικά είναι ότι δεν έγινα ποτέ πλούσιος».
Για περισσότερο από μισό αιώνα, στην οικογενειακή επιχείρηση, εξακολουθεί να παράγεται το «Τίποτα», με πίστη στη Παράδοση και με την ίδια μυστική συνταγή, τον ίδιο χειροποίητο τρόπο, το ίδιο μεράκι. Με λίγο τριμμένο πάγο και δυο-τρεις σταγόνες λεμόνι ή κονιάκ ή με όποιο άλλο αυτοσχεδιασμό, το ποτό ήταν και θα είναι ένα «Τίποτα» με αξία.
Ο κ. Μπίρης, συνταξιούχος εδώ και 18 χρόνια, πια, ζει περισσότερο με τις αναμνήσεις αυτής της προσπάθειας του αγαπημένου του πατέρα που από το τίποτα δημιούργησε το… «Τίποτα» και θυμάται ακόμη το πρώτο διαφημιστικό φειγ-βολάν που έδιναν στο κόσμο να γνωρίσει το ποτό, καθώς δεν υπήρχε άλλο μέσο. Όταν ο πατέρα του έφυγε από τη ζωή το 1974, ο ίδιος άλλαξε τη συσκευασία και πρόσθεσε τη φωτογραφία του ως ένδειξη αναγνώρισης της προσφοράς και του κόπου του στην οικογένεια. «Ήταν για μένα κάτι σαν μνημόσυνο, ενός ανθρώπου που έκανε την πλάκα και το καλαμπούρι μια βιώσιμη επιχείρηση που εξακολουθεί να υπάρχει. Αν μη τι άλλο, μας άφησε το σλόγκαν «Τρίπολη, Μπίρης, Τίποτα», λέει ο ίδιος και συμπληρώνει:«Συγχαίρουμε τον ποτοποιό Νίκο Μπίρη γιατί κατόρθωσε κι έκλεισε σε μπουκάλι το «Τίποτα»!,έγραψαν εφημερίδες της εποχής.»
Ο κ. Νικόλαος Μπίρης, ποτοποιός από την Τρίπολη, σκέφθηκε να συνθέσει ένα νέο κοκτέιλ, εύγεστο, ισχυρό, ελκυστικό που να προσφέρει σε εκείνους που απαντούν «τίποτα», και να το ονομάσει: «Τίποτα». Πράγματι, το «Τίποτα» παράγεται στην Τρίπολη κατ’ αποκλειστικότητα και έχει τύχει διπλώματος ευρεσιτεχνίας με αριθμό 16836.
«Με αυτό τον τρόπο είχε αναγγελθεί η κυκλοφορία του «Τίποτα» από τις εφημερίδες του 1950»,μας λέει ο κ. Γιώργος Μπίρης γιος του ιδρυτή της ποτοποιίας και πατέρας της Κατερίνας Μπίρη, σημερινής ιδιοκτήτριας της οικογενειακής επιχείρησης, πίσω από τον Ιερό ναό Μητροπόλεως στο κέντρο της Τρίπολης, δείχνοντας μας αποκόμματα των εφημερίδων που κρατά κλεισμένα, ως επτασφράγιστο μυστικό, σε ένα κιτρινισμένο από το χρόνο φάκελο. Παρότι η οικονομική κρίση δεν έχει αφήσει άθικτη τη μικρή αυτή τοπικού χαρακτήρα ποτοποιία, ο κ. Μπίρης δε χάνει το κέφι και την αισιοδοξία του και με χιουμοριστική διάθεση μας αφηγείται αποσπάσματα της ιστορίας ενός ευφυούς ανθρώπου που ξεκίνησε από το τίποτα για να φτάσει στο… «Τίποτα».
«Η ιστορία του λικέρ ξεκίνησε το 1949 στη μικρή βιοτεχνία του πατέρα μου. Είχαμε τότε δυο βιοτεχνίες, μια που ασχολείτο με ανάπλαση κεριού και την ποτοποιία. Οι τρόποι παρασκευής των ποτών τότε, ήταν αρχέγονοι και απόλυτα εμπειρικοί. Ο πατέρας μου είχε υπάλληλο ένα παιδί με προϋπηρεσία σε ποτοποιία που είχε φέρει μαζί του και κάποιες συνταγές. Τότε οι ποτοποιίες είχαν οικογενειακή ατμόσφαιρα και μπορούσαν οι πελάτες να κάτσουν σε τραπεζάκια να απολαύσουν το ποτό τους, το οποίο προσφερόταν χύμα από βαρέλι. Στα προϊόντα της βιοτεχνίας μας συμπεριλαμβάνονταν και το ούζο και το κονιάκ τότε. Μεταξύ των πελατών ερχόταν και φίλοι. Οι κυρίες τους που ήθελαν αν δείξουν καλή διαγωγή και ανατροφή, συνήθως όταν τις ρωτούσαμε τι θα πιούν, έλεγαν τίποτα. Έτσι γεννήθηκε το «Τίποτα».
Παρότι η πορεία του «Τίποτα» ήταν ανοδική και συνεχώς με τη πάροδο του χρόνου βελτιωνόταν σε εμφάνιση και συσκευασία, γιατί ποιότητα δεν άλλαξε ποτέ, το ποτό, δεν ακολούθησε τη φήμη του που είχε φτάσει ήδη στην Αθήνα. Οι εμπνευστές του δίστασαν να αναπτυχθούν σε μια δύσκολη μεταπολεμική εποχή. «Αν ήμασταν στην Αθήνα, σίγουρα το ποτό θα είχε γίνει διάσημο. Όμως φοβόμασταν τις αλλαγές, τα άλματα. Εγώ υπήρξα μια ζωή συγκρατημένος και μετριοπαθής. Κάποτε μου είπε κάποιος: «ο δειλός πραματευτής ούτε χάνει, ούτε κερδίζει» και η απάντησή μου ήταν: «σκέφτομαι και θέλω να μη χάσω!»
Με το «Τίποτα» έχουν συνδεθεί πολλά ευχάριστα, αλλά και δυσάρεστα γεγονότα της ζωής του κ. Μπίρη. «Προσωπικά μου έχει στοιχίσει ένα πειθαρχείο κι ένα πρόστιμο από οικονομικό έφορο. Φαντάρος το 1956, υπηρετούσα στη Σπάρτη και ζήτησα 24ωρη άδεια να πάω στη Τρίπολη. Τότε τα πράγματα ήταν πολύ αυστηρά. Απευθύνθηκα στο διοικητή έτοιμος να δεχτώ την απόρριψη, αλλά, για καλή μου τύχη παρενέβη ο λοχαγός και πήρα την άδεια. Εγώ φυσικά ευχαρίστησα τον λοχαγό και τον ρώτησα αν ήθελε να του φέρω κάτι. Εκείνος μου απάντησε τίποτα. Την επομένη γύρισα με ένα μπουκάλι «Τίποτα». «Τί έχεις εκεί Μπίρη;», με ρώτησε. «Τίποτα» κυρ-λοχαγέ, για σας είναι.» «ευχαριστώ πολύ»,μου λέει. «Τίποτα», του λέω. «Τράβα στο πειθαρχείο να κοιμηθείς απόψε!»(γέλια). Υπάρχει κι ένα άλλο περιστατικό που θυμάμαι, πριν τριάντα χρόνια πήγα στην οικονομική εφορία να κάνω ένα διακανονισμό και μου έβαλαν πρόστιμο λέγοντάς μου «τί ήρθες εδώ να κάνεις, εσύ βγάζεις ένα σωρό λεφτά από το «Τίποτα». Η αλήθεια φυσικά είναι ότι δεν έγινα ποτέ πλούσιος».
Για περισσότερο από μισό αιώνα, στην οικογενειακή επιχείρηση, εξακολουθεί να παράγεται το «Τίποτα», με πίστη στη Παράδοση και με την ίδια μυστική συνταγή, τον ίδιο χειροποίητο τρόπο, το ίδιο μεράκι. Με λίγο τριμμένο πάγο και δυο-τρεις σταγόνες λεμόνι ή κονιάκ ή με όποιο άλλο αυτοσχεδιασμό, το ποτό ήταν και θα είναι ένα «Τίποτα» με αξία.
Ο κ. Μπίρης, συνταξιούχος εδώ και 18 χρόνια, πια, ζει περισσότερο με τις αναμνήσεις αυτής της προσπάθειας του αγαπημένου του πατέρα που από το τίποτα δημιούργησε το… «Τίποτα» και θυμάται ακόμη το πρώτο διαφημιστικό φειγ-βολάν που έδιναν στο κόσμο να γνωρίσει το ποτό, καθώς δεν υπήρχε άλλο μέσο. Όταν ο πατέρα του έφυγε από τη ζωή το 1974, ο ίδιος άλλαξε τη συσκευασία και πρόσθεσε τη φωτογραφία του ως ένδειξη αναγνώρισης της προσφοράς και του κόπου του στην οικογένεια. «Ήταν για μένα κάτι σαν μνημόσυνο, ενός ανθρώπου που έκανε την πλάκα και το καλαμπούρι μια βιώσιμη επιχείρηση που εξακολουθεί να υπάρχει. Αν μη τι άλλο, μας άφησε το σλόγκαν «Τρίπολη, Μπίρης, Τίποτα», λέει ο ίδιος και συμπληρώνει:«Συγχαίρουμε τον ποτοποιό Νίκο Μπίρη γιατί κατόρθωσε κι έκλεισε σε μπουκάλι το «Τίποτα»!,έγραψαν εφημερίδες της εποχής.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου