του Αποστόλη Δ. Καλαντζή.
Τακτικός πελάτης του καφενείου «το Τζαμί» στα Γιάννενα ήταν ο παπα-Δερβεντζάς από τη Λαγάτουρα. Μέτριος στο ανάστημα, ευθυτενής, με κατσαρά γένια, είχε το σπινθηροβόλο βλέμμα του ανθρώπου που μπορούσε να σε ζυγιάσει με μια ματιά.
Ήταν γεωργός, τσοπάνης, τυροκόμος, μάστορας και μαζί αυστηρός ιερέας στα καθήκοντα της εκκλησίας του. Περισσότερο από παπάς όμως, απέκτησε όνομα με την ιδιότητα του πρακτικού γιατρού.
Είχε την ικανότητα να ισιάζει (να επαναφέρει στη θέση τους) σπασμένα χέρια και πόδια με καταπληκτική επιτυχία. Ήταν ο… ορθοπεδικός μας.
Η φήμη του απλωνόταν από τα Κατσανοχώρια μέχρι τα χωριά της Λάκας Σουλίου και από τα Ζαγοροχώρια μέχρι την Άρτα κι ακόμα παραπέρα. Δεν υπήρχε σπίτι σχεδόν σ’ όλα τα χωριά της περιοχής μας που να μην τον είχε επισκεφτεί. Σε κάθε σπάσιμο χεριού – κι ήταν πολλά, γιατί τότε τα παιδιά ασχολούνταν με τη γεωργία – η σωτηρία ήταν μία: «Γλήγορα στον παπά!»
Για γιατρούς και νοσοκομεία ούτε λόγος να γίνεται. Πρώτον γιατί οι χωρικοί ένιωθαν φοβία για τους γιατρούς και τα νοσοκομεία και δεύτερον γιατί είχαν τυφλή εμπιστοσύνη στον παπά.
«Το χερ΄ τ’ Κωνσταντή έμ΄νε σα ζεύλα από τ΄ς γιατρούς, ενώ ο παπάς…»
«Ωρέ τράβα στον παπά κι άσε τ’ς χασάπ’δες!» (τους γιατρούς)
Ο Ιατρικός Σύλλογος Ιωαννίνων κατήγγειλε τον παπα-Αλέξη για «αντιποίηση επαγγέλματος» και τον έσυρε στο δικαστήριο. Ο παπάς όμως είχε δύο ισχυρά ερείσματα: μία στρατιά από μάρτυρες που βεβαίωναν ότι τους είχε θεραπεύσει χωρίς να πληρώσουν ούτε μία δραχμή και την πρόκληση: «φέρτε μου ένα αρνί, σπάστε του και τα τέσσερα πόδια κι αν δεν τα φτιάξω στην εντέλεια, τότε καταδικάστε με!»
Οι δικαστές κοιτάχθηκαν, κατάλαβαν και τον αθώωσαν.
Ο Ιατρικός Σύλλογος δεν το έβαλε κάτω όμως και κατέφυγε στον Δεσπότη. Ήταν τότε ο Σπυρίδωνας στα Γιάννενα που κάλεσε τον παπα-Δερβεντζά σε απολογία. Ο παπάς πήγε στο Μητροπολιτικό Μέγαρο και ζήτησε από τον πρωτοσύγκελο να τον οδηγήσει στον Δεσπότη. Για κακή τύχη του πρωτοσύγκελου (και καλή του παπα-Δερβεντζά) παραπατά, πέφτει από τις σκάλες και σπάζει το πόδι του. Ο παπα-Δερβεντζάς πετάει τότε αμέσως το ράσο του, ξαπλώνει τον πρωτοσύγκελο στο πάτωμα και επαναφέρει το σπασμένο πόδι στη θέση του. Ακούει τη φασαρία ο Δεσπότης, ανοίγει την πόρτα του γραφείου του και βλέπει τον παπα-Δερβεντζά… επί τω έργω.
Όταν αργότερα ο παπα-Δερβεντζάς μπήκε στο γραφείο του Δεσπότη για την απολογία του δεν χρειάστηκε να μιλήσει. «Κάνε τη δουλειά σου παπα-Αλέξη και μην ακούς κανέναν», είπε ο Σπυρίδωνας και ο έτσι ο παπα-Δερβεντζάς συνέχισε το έργο του με την ανοχή της εξουσίας και της πολιτείας και της εκκλησίας…
Η μέθοδος του παπά-Δερβεντζά ήταν απλή. Έπιανε το πόδι ή το χέρι, το έτριβε απαλά, ψηλαφούσε το παραμορφωμένο κόκκαλο, και ετοίμαζε ψυχολογικά τον πάσχοντα:
«Βρε τι λεβέντης Έλληνας είσαι εσύ! Με τέτοια δύναμη αλίμονο στους κοκορόφτερους!» (τους Ιταλούς). Κι ενώ δεν είχε τελειώσει τις κολακείες, με ένα απότομο τράβηγμα, έφερνε το πόδι ή το χέρι στη θέση του.
Πολλές φορές οι γονείς αμελούσαν στα σπασίματα. «Α, θα σιάσ’ μονάχο του», έλεγαν, αλλά όταν διαπίστωναν ότι έμενε κουσούρι, έτρεχαν στον παπά-Δερβεντζά.
Εκείνος δεν είχε ενδοιασμούς. Με την ίδια μέθοδο, έτριβε το χέρι, το έφερνε στο γόνατο και με μία απότομη κίνηση του έδινε μία… «κρακ» και το ξανάσπαζε.
Από εκεί και πέρα τα πράγματα ήταν απλά: ένας αυτοσχέδιος νάρθηκας από δύο ξύλα πελεκημένα, σαν αυτά που έδεναν τα σπασμένα πόδια των ζώων, και… έξω από την πόρτα.
Το πρόβλημα των «χειρουργημένων» ήταν από εκεί και πέρα. Το… αναισθητικό φάρμακο του παπά ήταν λίγο λάδι για να αλείβουν στο πρήξιμο. Οι πόνοι όμως ήταν αφόρητοι. Θυμάμαι τον αδερφό μου, τον Νίκο, όταν γύρισε από τον παπά, μοιρολογούσε το τουμπανιασμένο του χέρι… Για νύχτες ολόκληρες η μάνα τον έφερνε βόλτες στην αυλή για να ξεχάσει τους αφόρητους πόνους.
Η πληρωμή του παπά γινόταν σε είδος. Ποτέ ο ίδιος δεν καθόριζε τι θα είναι αυτό και σε ποιά ποσότητα: «Ό,τι έχεις… αλλιώς άντε στο καλό.»
Λίγο βούτυρο, κανένα ποκάρι μαλλιά ήταν τα συνηθισμένα. Στα πειράγματα των άλλων «Α, τα κονόμ’σες παπά», εκείνος τους απαντούσε: «Ελάτε να τα μοιραστούμε». Και εξηγούσε: «ήρθαν από τον κάμπο τρία άτομα. Ο πατέρας, η μάνα και το παιδί με σπασμένο το χέρι. Έφαγαν και αυτοί και το γομάρι τους, κοιμήθηκαν και την άλλη μέρα άφ’καν ένα ποκάρ μαλλιά και μια τσαντήλα τυρί. Αν σας φαίνονται πολλά, ελάτε να σας δώκω τα μ’σά…»
Ο παπά-Αλέξης Δερβεντζάς ήταν κεφάτος άνθρωπος και το ράσο δεν τον εμπόδιζε να δημιουργεί ευχάριστη ατμόσφαιρα στην παρέα. Αυθόρμητος και ειλικρινής, δήλωνε ότι μαυροφορέθηκε (φόρεσε τα ράσα) για το ψωμί των παιδιών του. Ήταν λαϊκός τύπος με τα αστεία του, τα πειράγματά του, τα ουζάκια του αλλά όλα με μέτρο. Αν κάποιος του έμπαινε στη μύτη δεν χάριζε κάστανα…
Κάποια Χριστούγεννα μεταλάβαινε τους χωριανούς. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά στριμώχνονταν μπροστά από το δισκοπότηρο για το ποιος θα μεταλάβει πρώτος. Εκείνος, φοβισμένος ότι θα τον ρίξουν κάτω και θα χυθεί η Θεία μετάληψη (ασυγχώρητη απροσεξία για τους ιερείς), σταμάτησε τη διαδικασία και φώναξε:
«Πίσω χωριανοί!» Κανείς δεν τον άκουσε.
Επέμεινε για δεύτερη και τρίτη φορά: «Πίσω, πίσω!» Τίποτα εκείνοι.
Φουρκισμένος, ακουμπάει το δισκοπότηρο στην Αγία Τράπεζα και με υψωμένα τα χέρια σαν σπαθιά ορμάει στο «ποίμνιο»:
«Πίσω γαμώτ’…!». Πρόλαβε να κόψει τη φράση του αλλά όλοι κατάλαβαν πόσες βλαστήμιες αράδιασε από μέσα του.
Οι χωριανοί ξαφνιάστηκαν, ησύχασαν και έκαναν ουρά μέχρι να ηρεμήσει ο παπάς και να μεταλάβουν με τάξη.
«Ωρέ κι ο άγιος φοβέρα θέλει», μονολόγησε ο παπά-Δερβεντζάς και ξανάρχισε τη μεταλαβιά.
Μία φορά είχε κάποια διαφορά με χωριανό του για ένα χωράφι. Λόγο στο λόγο αρπάχτηκαν και ο άλλος πάνω στον καβγά τον απείλησε:
«Τι να σου κάνω καημένε που είσαι παπάς, αλλιώς θα σου έδειχνα εγώ!»
Ο παπα-Αλέξης προσβλήθηκε από την απειλή. Δεν μπορούσε να δεχτεί ότι θα τον προστάτευε το σχήμα του ιερέα από μία διένεξη. Έβγαλε αμέσως το ράσο, το κρέμασε σε ένα πουρνάρι, έβγαλε και το καλυμμαύχι του και το τοποθέτησε στην κορυφή του θάμνου, ώστε να μοιάζει σαν ανθρώπινη φιγούρα και τον προκάλεσε:
«Εκεί είναι ο παπάς (δείχνοντάς του τον θάμνο) κι εδώ είναι ο Αλέξης. Αν κοτάς, έλα!»
Αυτοί που μετέφεραν το περιστατικό, δεν βεβαιώνουν ότι τελικά έγινε πάλη, αλλά ο παπά-Δερβεντζάς σίγουρα δεν ήταν εκείνος που τελικά υποχώρησε…
Ανοιχτόκαρδος και ειλικρινής ο παπά-Δερβεντζάς ερμήνευσε την αποστολή του κληρικού με τον δικό του τρόπο. Πρόταξε την ανθρωπιά απέναντι στον καθωσπρεπισμό. Με την τέχνη του αποκατέστησε πολλά χέρια και πόδια και έσωσε παιδιά από βέβαιη αναπηρία. Αν ήταν να τον ζωγραφίσει κάποιος, δεν θα τον έκανε άγιο γιατί δεν του ταίριαζε και δεν θα το ήθελε και ο ίδιος. Θα ζωγράφιζε έναν ρασοφόρο που ίσως να μην κρατούσε τον σταυρό στα χέρια του, αλλά σίγουρα θα κρατούσε τους αυτοσχέδιους νάρθηκές του…
Από το βιβλίο «Καφενείον το Τζαμί» του Αποστόλη Δ.Καλαντζή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου