links

ΚΑΙΡΟΣ

ΚΕΡΑΜΙΔΙ ΒΑΛΤΟΥ Καιρός

Κυριακή 20 Μαΐου 2018

«ΤΟ…ΛΟΥΚΙ…!». Γράφει ο Μπάμπης Κ.Μώκος

Κορίτσι να το πιεις στο ποτήρι, πανέμορφο, λαφίνα, ήταν η Λιάνα (από το Ελένη-Ελεάνα-Λιάνα). Και μαθήτρια καλή και πρόσχαρη και υπάκουη στο σπίτι. Ο πατέρας μεροδούλι μεροφάι στο μεροκάματο, βόηθαγε και η μάνα με κάτι ραψίματα σε κάτι κυρίες.

Φτωχό το σπίτι, περήφανη η μάνα, η κυρα Φρόσω, που το κορίτσι σε ένα χρόνο θα τέλειωνε το λύκειο, τέλειωσε την προτελευταία τάξη και ως συνήθως το σχολείο προγραμμάτισε την σχολική εκδρομή. Και μίλησε με τη μάνα της.

-Μαμά έτσι κι’ετσι, όλα τα παιδιά περιμένουμε αυτή την εκδρομή.

-Να πας παιδί μου, αλλά ρώτα και τον πατέρα σου. Ξέρεις ότι περνάμε δύσκολα.

Και ρώτησε τον κυρ Σταύρο, τον πατέρα της, είπε εκείνος:
-Να πας παιδί μου αλλά να προσέχεις.

-Ενοια σου καλέ μπαμπά, δεν με ξέρεις;

Είσαι 17 στα 18, βλέπεις τ’άλλα τα παιδιά με τις βόλτες τους, θέλεις τον κινηματογράφο σου, θέλεις το παγωτάκι σου, θέλεις το παρτάκι σου, την  καφετέρια να πιεις το φρέντο σου, να περνούν τα αγόρια να τα σχολιάζεις και να χαχανίζεις με τις φιλενάδες σου και που και που το κλαμπάκι σου. Στα 17-18 σου, θέλεις πολλά, τα θέλεις όλα και δεν πάει το μυαλό σου σε κάτι άλλα πονηρά που ξεμυαλίζουνε τα παιδιά, τα ρίχνουν στο λούκι και τα ντεραπάρουν απ’τον σωστό δρόμο.

Μικτό ήταν το σχολείο, έφθασε η ημέρα για την εκδρομή και πάρτους όλους αγόρια-κορίτσια στο πούλμαν. Πειραιάς, βαπόρι και Κρήτη. Και εγκαταστάθηκαν στο Ηράκλειο, ωραίο και παραθαλάσσιο το ξενοδοχείο, πλάκες, τρέλες παιδιάστικες, ξενύχτι σε ένα κοντινό κλάμπ και ύστερα γυρισμός για ύπνο.

Και γύριζαν στο ξενοδοχείο και μαζευόντουσαν τρεις-τέσσερις συμμαθήτριες σε ένα δωμάτιο και λέγαν τα δικά τους ως το ξημέρωμα. Άμα όμως είσαι 17-18 και θηλυκό, κάτι σε τσιγκλάει, κάτι σε γαργαλάει και δεν μιλάς μονάχα για τα γυναικεία, μιλάς και για τα ανδρικά. Και σχολίαζαν τους συμμαθητές τους. Έλεγε η μία, αυτός είναι έτσι και δεν μ’αρέσει, ο άλλος αλλιώς και μ’αρέσει, ο τρίτος είναι ωραίο παιδί αλλά βλάκας και τα… υπόλοιπα.

Είναι τώρα ένας μπάνικος συμμαθητής της, ο Αντώνης που στην τάξη τον φωνάζανε Τόνυ, που από καιρό φλεφάριαζε τη Λιάνα. Της είχε πει,της είχε στρώσει  και δυο γλυκά λογάκια εδώ και κάμποσο καιρό, της άρεσε, τον ξεχώριζε και τότε μια-δυο φορές βγήκαν για καφέ και τα είπανε.

Και βρέθηκαν μαζί στην εκδρομή. Ένα βράδυ γυρίζοντας απ’το κλάμπ, την ξεμονάχιασε ο Τόνυ και της είπε:

-Κοίτα, άμα κοιμηθούν οι άλλες, βγες να τα πούμε.

Και βγήκαν και ξεμάκρυναν, είχε και μια σπηλιάδα η θάλασσα, κάθησαν σε ένα βραχάκι, μιλούσαν για διάφορα, έπεσαν και κάτι σορόπια και τα…σχετικά και ύστερα  ο Τόνυ έβγαλε να κάνει τσιγάρο.

-Θέλεις;

-Τι μου λες τώρα, δεν καπνίζω και το ξέρεις.

-Έλα μωρέ τώρα. Τι δεν καπνίζεις; Όλες οι φιλενάδες σου καπνίζουν. Κρυφά, αλλά καπνίζουν.

Είχε πιει και κανα-δυό ποτάκια η Λιάνα, την έπιασε και ο εγωισμός, (σου λέει: για τι οι άλλες κι’ όχι κι’εγώ;) .

-Ε τότε δώσε μου ένα.

Τράβηξε δυο τρεις ρουφηξιές, αισθάνθηκε μια μικροζάλη, στο κορμί μια ανατριχίλα περίεργη και μια χαρά-μα τι χαρά και…ευτυχία ήταν αυτή; Πλακώθηκε στα γέλια και φαντάζονταν πως ήταν στον αέρα αιωρούμενη δυο μέτρα πάνω απ’το βράχάκι που κάθονταν.

Πενθήμερη ήταν η εκδρομή και τις υπόλοιπες τρεις μέρες στην ακροθαλασσιά ο Τόνυ με τη Λιάνα, κλάμπ και κοντά ξημερώματα τρώγανε κανένα βρώμικο να φύγει η ξυνίλα απ’τα πιοτά και άραζαν στο βραχάκι.Λέγανε τι λέγανε,κάνανε τι κάνανε και ύστερα έλεγε η μικρή:

-Ρε συ Τόνυ ,ώραία περνάμε.Δόσμου τώρα ένα τσιγαράκι.

Και το φουμάριζε η δικιά σου πέντε μέρες τώρα κάθε βράδυ και πολύ γουστάριζε, που στην αρχή ψιλοζαλίζονταν, αλλά ύστερα διέγερση, ευφορία, βρίσκονταν αλλού, φαντάζονταν πράγματα αλλόκοτα και έβλεπε ονείρατα, αγγέλους και κάμπους λουλουδιασμένους.

Τέλειωσε η εκδρομή, γύρισε σπίτι η Λιάνα, έτρωγε, διάβαζε,αλλά όταν νύχτωνε κάτι της έλλειπε. Και έτρεχε  να βρει τον Τόνυ.

-Δωσ' μου ρε ένα τσιγαράκι από κείνα.

   Μια, δυο, τρεις και μια μέρα ο Τόνυ της είπε:

-Δεν έχω. Έχει όμως ο τάδε, Πάγαινε, πες του απ’τον Τόνυ και θα σου δώσει.

Μιχάλη τον λέγανε τον κύριο, ίσα με 35 χρονώνε, περιποιημένος, δαχτυλίδι φαναράτο στο μεσαίο, μουστακάκι…περισπωμένη αλφαδιασμένο, κολλαριστός και με τα ούλα του.

-Ξέρετε, έρχομαι απ’τον Τόνυ, αυτό κι’αυτό.

-Μάλιστα και καλώς με επισκεφθήκατε.

Την είδε ο Μιχάλης μελωμένη και λαμπαδάτη τη μικρά, περνούσε εκείνη κάθε δυο μέρες και έπαιρνε το τσιγαράκι, όταν ένα βραδάκι της είπε.

-Ξέρεις δεν έχω μαζί μου, αλλά έχω στο σπίτι, πάμε μέχρι εκεί να σου δώκω.

Και ανέβηκαν στο σπίτι, ωραία γυναίκα, ωραίο κορμί, την πέρασε από…ΚΤΕΟ, γουστάρισε ο Μιχάλης και της ξηγήθηκε:

-Ξέρεις ότι αυτά κοστίζουν. Εσύ λεφτά δεν έχεις και πώς θα γίνει; Αφού το γουστάρεις πρέπει και να το πλερώνεις. Εκτός αν.

-Αν;

-Να, θα σε τακτοποιώ, θα σου δίνω για πάρτη σου, αλλά με την προϋπόθεση πως θα σου δίνω 20 τσιγάρα μέρα παρά- μέρα να τα πηγαίνεις σε κάποιους που θα σου λέω. Θα πλερώνεσαι και θα μου φέρνεις τα λεφτά.Σύμφωνοι;

-Σύμφωνοι.

Κι’έτσι έγινε… «ποδηλατού» η Λιάνα. (Ποδήλατο είναι στην γλώσσα της πιάτσας το βαποράκι μικρών δόσεων χασίς).

Ήταν απόγευμα, μόλις που είχε δώσει  σε κάποιον δυο τσιγάρα,όταν την πλησίασε μια κυρία γύρω στα 35 και της κοτσάρισε ταυτότητα.

-Είσαι η Λιάνα;

-Αυτή είμαι.

-Περάστε.

Στην Ασφάλεια, τη βάλανε να παίξει το πιανάκι (αποτυπώματα), ειδοποιήθηκαν οι γονείς της, τρελάθηκαν, φρύαξε και η γειτονιά, έβαλαν ένα δικηγόρο, αλλά η απόφαση-απόφαση: Εμπορία ναρκωτικών και τριετής φυλάκισις, διότι η κοπέλα είχε συμπληρώσει ήδη το 18ο, άρα ενήλικος.

Άμα απ’όξω έχεις αποκτήσει χούι, στη φυλακή γίνεται διπλό.

Πέρασαν 3 χρόνια, βγήκε η Λιάνα, τη μάζεψαν στο σπίτι μπας και συνέρθει (το αίμα νερό δεν γίνεται), όταν σε τρεις μήνες άρχισε τα δικά της τα περπατήματα και τα παραστρατήματα. Την κοπάνησε απ’το σπίτι, έμπλεκε από ‘δώ, έμπλεκε από ‘κει, για να οικονομήσει τη δόση πήγαινε μ’όποιον έβρισκε, ακόμα και με κάτι ελεεινούς μισότριβους.

Έκλεβε στα μάρκετ, έκλεβε στις εκκλησίες, έκλεβε πορτοφόλια, όλα στον βωμό του…μπάφου!. Στη φάρα, σ’αυτό το κακότριβο συνάφι έλεος δεν υπάρχει. Έπεσε και στην πλώρη ενός μαγκίτη, την πασσάριζε από ‘δω κι’από ‘κεί και ξέπεσε σε κατάντημα, στην ξεφτίλα.
Άσχημο, βαθύ κι’ατελείωτο το…λούκι. Και ξημεροβραδιάζονταν στα κρατητήρια. Κοιμόταν στις πιλοτές και σε παλιόσπιτα. Τέτοιο κατάντημα που να την μαζεύει ο μπόγιας με την απόχη.

Γκεζί, αμαρτία, βρωμιά, ξεπεσμός, ζόφος  και σαπίλα. Κι’όλα αυτά από έναν Τόνυ κι’έναν Μιχάλη, αλήτες, παλιοτσογλαναραίους, που χάλασαν οι ίδιοι και χάλασαν και το κορίτσι. Όπως τόσα και τόσα ανώριμα και απονήρευτα παιδιά του κόσμου!, που πέφτουν στην παγίδα, στη φάκα, από μίμηση, ένα φιλότιμο και έναν…εγωισμό!. Που βιώνουν ένα εφιαλτικό ..παραμύθι και πληγωμένα καταντούν στο βούρκο, έρμαια, άρρωστα, ακυβέρνητα…ξέφτια σε μια ξεσκισμένη κοινωνία.

Του Μπάμπη Κ. Μώκου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

NEXT PAGE